petroleuse

Στην Κομμούνα του Παρισιού κάηκαν πολλά δημόσια κτίρια. Όταν η κυβέρνηση ξαναπήρε στα χέρια της την πρωτεύουσα, διέδωσε πως τις τελευταίες μέρες της Κομμούνας, που η ήττα των κομμουνάρων ήταν σίγουρη, λαϊκές γυναίκες έριχναν μπουκάλια πετρέλαιο ή παραφίνη και έβαζαν φωτιά σε κτίρια, από γινάτι. Αυτές ήταν οι θρυλικές petroleuses. Μυθικές επίσης, γιατί κατά πάσα πιθανότητα δεν υπήρξαν, η όλη ιστορία ήταν, ως φαίνεται, προπαγάνδα.

Ωστόσο, έμειναν στην ιστορία. Η λέξη χρησιμοποιειται και σήμερα, τώρα πια θετικά, για τις γυναίκες τις επαναστάτριες. Όχι μόνο πολιτικά' για παράδειγμα, σήμερα στη Λιμπέ είχε άρθρο για δυο πιστές καθολικές που τα έχουν βάλει με τον Πάπα λόγω της συντηρητικής του αναδιπλωσης, και γράφει Y-a-t-il des petroleuses catho? Υπάρχουν καθολικές επαναστάτριες;

Τις παλιές, όμως, πώς θα τις λέγαμε; Πετρολέζες; Αμετάφραστο; Εμπρήστριες;
 

nickel

Administrator
Staff member
Θα μπορούσες να τις πεις βομβίστριες, αφού έριχναν βόμβες πετρελαίου.

Αν είναι να επαναλάβεις το γαλλικό, πες πετρολέζες κατά το τροτέζες. Βέβαια, ο κόσμος θα σκεφτεί κάτι σε αντικείμενο, κατά τις φριτέζες και τις παρκετέζες, κάτι σαν τα γκαζοζέν ενδεχομένως. :)
 
Ναι, καλό το πυρπολήτριες. Βέβαια, αν είχαμε να μεταφράσουμε το άρθρο για τις καθολικές που επαναστατούν κόντρα στην ιεραρχία της εκκλησίας (και δεν μασάνε τα λόγια τους: τον βραζιλιάνο αρχιέπ, που αφόρισε το κοριτσάκι που έπεσε θύμα βιασμού, τον αποκαλούν "το αρχιδι απ' το Ρεσίφε") μάλλον θα βάζαμε "πετρολέζες" και υποσημείωση.

Ίσως στα γαλλικά (αν ακούει ο Νικόλας, ας πει) να έχει και σεξουαλική απόχρωση, κάτι σαν το allumeuse (που ο Ψυχάρης το είχε αποδώσει... σαρκανάφτρα, δεν του έκανε το σκέτο ανάφτρα).
 
Ακούω, ακούω. Διάβαζα τον Ισοβίτη του Αρκά.
Σεξουαλική όχι (εκτός από την περίφημη ταινία, εξαιτίας των δύο πρωταγωνιστριών). Αν έπαιζε η Βουγιουκλάκη θα λέγαμε τα «ατίθασα κορίτσια».
Οι γνωστές σημασίες είναι αυτές που δίνει το λεξικό:

PÉTROLEUR, -EUSE, subst.
I. −Surtout au fém.
A. −HIST. Personne qui, en 1871, lors de l'écrasement de la Commune de Paris par les Versaillais, employait ou était accusée d'employer du pétrole pour allumer des incendies. Les pétroleuses de la Commune. J'ai été réjoui, ce matin, par l'histoire de Mlle Papavoine, une pétroleuse, qui a subi au milieu des barricades les hommages de dix-huit citoyens, en un seul jour! Cela est raide (Flaub., Corresp., 1871, p.279). Je suis donc venu de Bayreuth à Béziers, en brûlant Paris, comme un simple communard (à cause de quoi j'espère qu'on m'octroiera quelque jour une de ces trésoreries générales où se prélassent les anciens pétroleurs de 71) (Colette, Cl. s'en va, 1903, p.277).
B. −P. ext. Celui, celle qui incendie au pétrole. Toute une foule violente s'acharnait contre la femme surtout, une de ces pétroleuses dont la peur hantait les imaginations hallucinées, qu'on accusait de rôder le soir (...) pour lancer des bidons de pétrole enflammé dans les caves (Zola, Débâcle, 1892, p.627).
C. −Femme qui professe des idées politiques résolument progressistes et qui les défend avec ardeur, véhémence. Une pétroleuse qui vous égorgerait parlant à la troisième personne (Arnoux, Chiffre, 1926, p.77). C'était une étrange créature. Ses mèches grises, échevelées, lui donnaient dans les meetings une allure de pétroleuse (Martin du G., Thib., Été 14, 1936, p.378).
II. −Subst. masc., IMPR. Appareil utilisé sur les presses à retiration, permettant d'enduire de corps gras (généralement du pétrole) le cylindre sur lequel s'appuie la face du papier déjà imprimé (d'apr. Comte-Pern. 1963). [Les machines à retiration] impriment recto-verso la feuille de papier, en une seule passe (...). Pour éviter le maculage de l'encre fraîchement déposée sur le premier côté de la feuille, un dispositif, appelé «pétroleur», humecte de pétrole ou de paraffine la feuille du dessus de l'habillage du second cylindre (G. Baudry, R. Marange, Comment on imprime, Paris, Dunod, 1966, p.248).
Prononc. et Orth.: [petʀɔloe:ʀ], fém. [-ø:z]. Att. ds Ac. 1878. Étymol. et Hist.1. 1871 hist. (F. Sarcey, Le Drapeau tricolore, samedi 10 juin, no 6, 19 ds Dub. Pol., p.372); 2. 1926 p.ext. (Arnoux, loc. cit.); 3. 1963 impr. (Comte-Pern.). Dér. de pétrole*; suff. -eur2*.

Ο Λιτρές (κατά το μπιντές) ξέρει μόνο την πρώτη σημασία:
«Celui, celle qui incendie par le pétrole.»

Ατίθασες δεν σας αρέσει;
 

nickel

Administrator
Staff member
Εσύ αναφέρεσαι σε άλλη σημασία. Όπου, κατά το σεξουλιάρες, αλλά και την επικαιρότητα των ημερών, θα μπορούσαν να γίνουν πετρουλιάρες. Να πετάνε τις μπόμπες τους και να λένε: «Είμαι η Πετρόλα και μόλις ολοκλήρωσα».
 
Θες να πεις, είμαι η Πετρουλέζ και θα βάλω φωτιά στο πετιμέζ; (πόντια γαρ, ΄μω την πίστη ΄μ).
Ουυυυ, ουυυυ, στο πυρ το εξώτερον!!!
 
Πετρολέζες είναι τόσο χαρακτηριστικό και όχι τόσο μακριά από τα ελληνικά δεδομένα (πετρολ-) που δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει πρόβλημα αφομοίωσης. Άλλωστε, οι πετρολέζες όπως και οι τροτέζες είναι κάτι χαρακτηριστικά γαλλικό.
 
Οι σύγχρονες petroleuses δεν προβαίνουν σε εμπρησμούς, αλλά σε εμπρηστικές δηλώσεις. :)
Νομίζω πως το "εμπρήστριες" είναι λιγότερο περιοριστικό από το "πυρπολήτριες".
 

ppan

New member
Μια "περιφερειακή" ερώτηση στον χρήστη που έθεσε την ερώτηση: το άρθρο στην Λιμπερασιόν" το διάβασα κι εγώ και άλλης λέξης η μετράφραση με προβλημάτισε. Το "couillon" θα το αποδίδατε έτσι όπως βλέπω πιο πάνω :cool: ; Διότι εμένα πιο πολύ στο "γελοίος" "ηλίθιος" μου πάει. Το έχετε για τόσο βαρύ;
 
Καλώς ήρθατε αγαπητή!

Έχετε δίκιο, τα μπέρδεψα. Ηλίθιος, γελοιος είναι, όπως το λέτε!
 

ppan

New member
καλώς σας βρήκα. ήταν ειλικρινής και κυρίως ιδιοτελής η απορία μου, διότι οι φίλοι μου λένε συχνά ότι πέφτω με τα μούτρα σε όλα τα attrape-couilon. ήθελα να μάθω μην με προσβάλλουν ακόμη χειρότερα απ΄ό,τι νόμιζα τόσον καιρό.
 
Ηλίθιος και γελοίος είναι λίγο βαριά, όντως. Περισσότερο «αγαθιάρης», άλλωστε λέμε couillon de la lune ή con comme la lune (γιατί με το φεγγάρι -- είναι πασίγνωστον -- ότι κάτι δεν πάει καλά).
 
Top