metafrasi banner

second-guess

nickel

Administrator
Staff member
Διαπίστωσα ότι αυτό το πολύ συνηθισμένο ρήμα δεν υπάρχει στα περισσότερα δίγλωσσα λεξικά. Στον υπότιτλο, εκεί που το άκουσα, έδιναν «αμφισβητώ» σαν μετάφρασμα και δεν ταίριαζε άσχημα. Αλλά ειδικότερα (ορισμοί και παραδείγματα από πολλές και διάφορες πηγές):

1. to criticize, assess, or correct somebody or something after an event is over and the outcome is known; to criticise or correct by presuming to have a better idea, method, etc.
- It’s easy to second-guess the team’s coach — but let’s face it, he made big mistakes.
- Of course it’s easy to second-guess the management of the election campaign, but I do think serious mistakes were made.
- Please don’t try to second-guess the procedure that we have already refined and adopted.


αμφισβητώ τις ενέργειες / αποφάσεις, επικρίνω εκ των υστέρων / κατόπιν εορτής, κάνω κριτική εκ του ασφαλούς, κάνω τον έξυπνο...

2. to predict a course of events, an outcome, or somebody’s intentions from a position of relative ignorance
She’s always trying to second-guess the boss.
It’s not for us to second-guess the court’s decision — we’ll just have to wait and see.


προβλέπω (πώς θα κινηθεί κάποιος), μαντεύω

3. second-guess oneself: to self-criticise and correct one’s actions or talents, especially by hindsight.
Once she began listening to her instincts and didn’t second guess herself the entire time, her artwork improved noticeably.


αυτομαστιγώνομαι (λίγο ελεύθερο αυτό, αλλά αυτό μου ήρθε)

Ακούω και δικές σας προτάσεις.
 

nickel

Administrator
Staff member
Να μεταφέρω και μερικά παραδείγματα από το OED, για τη δεύτερη σημασία (πρώτη στο OED):

1. trans. To anticipate the action of (a person), to out-guess; to predict or foresee (an event), to apprehend (simultaneously or beforehand) by guess-work.
1941 Broadcasting 22 Dec. 11/2 Do not try to second-guess or master-mind our military officials. Leave this for established military analysts and experts, who are experienced enough to await the facts before drawing conclusions.
1963 ‘R. L. Pike' Mute Witness viii. 137 Desperate people get panicky, and I never try to second-guess panicky people.
1974 Globe & Mail (Toronto) 22 Oct. 7/5 Any attempt to second-guess the economics of the situation to the end of the decade and beyond is a hazardous and probably futile task.
1976 Publishers Weekly 29 Mar. 49/2 Just when you think you've second-guessed [the author] WS, he turns the tables on you.
1980 Sci. Amer. Feb. 68/3 A mechanism by which his world-class backgammon program will develop a profile of an opponent's over-all playing style so that it can second-guess his moves and play accordingly.


Στις περισσότερες χρήσεις διαφέρει από το guess (και είναι περισσότερο outguess) ως προς το αντικείμενο: δεν προβλέπεις κάτι αλλά τι θα κάνει κάποιος.
 

Elena

¥
Για το (2) από «διαβλέπω» -αν δεν είχαμε την έμφαση στο «ignorance» έως «ψυχανεμίζομαι». Μετά -ή μάλλον πριν- περνάμε στα «διαισθάνομαι», «εικάζω» , «μυρίζομαι» κ.λπ.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ειδικότερα για το (2) με πρόσωπο, προτείνω και το «μαντεύω τις προθέσεις κάποιου».
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Για το (2) θα έλεγα και "προεξοφλώ". Από το ΛΚΝ:
3. (μτφ.) αποφαίνομαι για κτ. εκ των προτέρων, προδικάζω μια εξέλιξη, μια έκβαση: Mην προεξοφλείς τη γνώμη του / την απάντησή του / την άρνησή του. Δεν μπορώ να προεξοφλήσω την έκβαση / το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων. [λόγ. προ- εξοφλώ]
 

Zazula

Administrator
Staff member
To Hyperlexicon 5η έκδοση (2000) δίνει:
second-guess, ρ. (κν.) (αμερ.) 1. εκτιμώ, αξιολογώ, κριτικάρω εκ των υστέρων: he second-guessed the results 2. προεξοφλώ, προτρέχω, προβλέπω: to second-guess the results without being able to understand all the factors
second-guesser, ουσ. αυτός που προτρέχει

Το Magenta Polylexicon 2.2 (1995-6) δίνει:
second-guess: βρίσκω εναλλακτικές λύσεις, προλέγω, προμαντεύω
 
Last edited:
Top