κατασκευή έργου με αυτεπιστασία

nickel

Administrator
Staff member
Είχα πει παλιότερα στο translatum ότι δεν συμφωνώ με τα "under own supervision", "under self-supervision" διότι είναι ασαφή και ενδεχομένως δημιουργείται ένα νοηματικό-συντακτικό μπουρδούκλωμα.

Αφού η αυτεπιστασία είναι «η επιστασία της κατασκευής τεχνικού έργου από τον άμεσα ενδιαφερόμενο οργανισμό, πρόσωπο κτλ.», διαμόρφωσε την απόδοση ανάλογα με την περίπτωση, π.χ.:
project construction under the supervision of the appropriate department(s) / authority/ies
 
Thank Nickel. Ούτε εγώ συμφωνώ με το under own supervision. Γι' αυτό έκανα την ερώτηση. Η κατασκευή ενός έργου ούτως ή άλλως εποπτεύεται και επιβλέπεται από τον Φορέα Κατασκευής που συνήθως είναι η Διευθύνουσα (το έργο) Υπηρεσία.

Το ΙΑΤΕ μου δίνει κάτι "performance of contract through public works departments", το οποίο είναι βέβαια σωστό και είναι πολύ κοντά σ' αυτό που προτείνεις κι εσύ.

Απλά, αναρωτιόμουν αν ξέρει κανείς κάποιον πιο απλό τρόπο να το πει.

Thanks :)
 

nickel

Administrator
Staff member
Απλά, αναρωτιόμουν αν ξέρει κανείς κάποιον πιο απλό τρόπο να το πει.
Το είχα ξετινάξει στο παρελθόν και νομίζω ότι το μόνο σύντομο που είχα βρει ήταν το «under direct supervision», το οποίο ωστόσο παραμένει ασαφές.
 
OK. Σκεφτόμουν το "own resources" που είναι το πλησιέστερο που μπορώ να βρω.
 

nickel

Administrator
Staff member
Σπέρααα!

Τις είχα δει αυτές τις προτάσεις πρόπερσι και τις είχα απορρίψει. Δεν βλέπω πώς κολλάει εδώ το direct labo(u)r και πρέπει να το είχα ψάξει αρκετά εκείνο τον καιρό.
 
Πολύ ωραίο, tsioutsiou. Νομίζω ότι είναι ακριβές ισοδύναμο. Thanks.
 

nickel

Administrator
Staff member
Περί direct labor:
  • Cost of personnel that can be identified in the product, such as the salary of the person who works at the production machine, but not the administrator's or janitor's salary. [Business Dictionary]
  • Work directly involved in making the product. Examples of direct labor costs are the wages of assembly workers on an assembly line and the wages of a machine tool operator in a machine shop. Direct labor is an inventoriable cost. [Accounting Dictionary]
  • direct labo(u)r. 1. Άμεσες εργατικές δαπάνες. Από πλευράς κοστολόγησης η εργασία που καταβάλλεται απευθείας για την παραγωγή προϊόντων ή για την κύρια δραστηριότητα της επιχείρησης. 2. Γενικώς, εργαζόμενοι που έχουν άμεση σχέση με την παραγωγή, όπως οι χειριστές μηχανών (machine operators) και οι εργάτες παραγωγής. Πρβλ. indirect l. [Χρυσοβιτσιώτη]

Σε κάποιο λεξικό είχε εμφανιστεί αυτό, ποιος ξέρεις ποιο και πότε, και ξέφυγε σε δύο μεταφράσεις. Μην τσιμπάτε!
 
Γιατί; Με αυτεπιστασία σημαίνει ότι το τάδε τμήμα/Υπηρεσία αντί να αναθέσει την μελέτη/κατασκευή και τα λοιπά σε κάποιον Ανάδοχο, ουσιαστικά τα αναλαμβάνει αυτό. Έτσι νομίζω τουλάχιστον. Δεν είναι δηλ. ζήτημα επίβλεψης. Από αυτά που βλέπω ψάχνοντας στο Google direct labour + construction, νομίζω ότι είναι αυτό που ψάχνουμε...
 
Δεν ξέρω ποιες είναι οι μεταξύ τους διαφορές. Τις ψάχνω. Αλλά αυτό που ξέρω εγώ ότι είναι η κατασκευή με αυτεπιστασία, είναι αυτό που είπα και παραπάνω. Αντί δηλ. να κάνω ανάθεση σε Ανάδοχο με σύμβαση, αναλαμβάνω εγώ να το φτιάξω. Αν το direct building σημαίνει αυτό, βεβαίως και μας κάνει.
 
Κατά το επίσημο Λεξικό Όρων Γ' ΚΠΣ
Αυτεπιστασία

Έργο που υλοποιείται από τον Τελικό Δικαιούχο χωρίς προσφυγή σε εξωτερικό Ανάδοχο ή σε άλλη δημόσια αρχή. Προϋπόθεση για την εκτέλεση αυτεπιστασίας αποτελεί η ύπαρξη πλήρως λειτουργικής οικονομικής και τεχνικής υπηρεσίας.

Στο ίδιο, Άμεση пαρακολούθηση Direct supervision
 

nickel

Administrator
Staff member
Το είχα ξεχάσει αυτό. Λοιπόν, αποφάσισα να παίξω το δίπολο «με ανάθεση — με αυτεπιστασία» και βρίσκω πολλά ευρήματα για το by contract — by direct labo(u)r, οπότε παίρνω πίσω το σνομπάρισμα του όρου, φαίνεται να είναι αρκετά διαδεδομένος και κατανοητός. Απλώς είχα κολλήσει στην οικονομίστικη σημασία του. Με τις... ευλογίες μου.
 
Top