κάνω σκαλωμαρία = hitch a (free) ride (on the back of tram, truck, etc.)

nickel

Administrator
Staff member
Από χτεσινή συζήτηση και, αφού εξήγησα ότι υπήρχαν τραμ στα δικά μου τα χρόνια, αλλά όχι στη δική μου πόλη.

σκαλωμαρία (γράφεται και σκαλομαρία)
Πρακτική πιτσιρικάδων παλιότερων δεκαετιών, κατά την οποία πηδούσαν και "σκάλωναν" σε διερχόμενα τραμ προκειμένου να μετακινούνται χωρίς εισιτήριο.
Από το slang.gr

Στο translatum είχε δημοσιευτεί και η Σκαλομαρία στη μνήμη του Γιάννη Καρατζόγλου.

Υπάρχει κάποιο ιδιωματικό αγγλικό;
 
Το μόνο που ίσως είναι κοντά είναι το roof-riding και roof-rider. Αλλά λέγεται, όποτε λέγεται, και για κάθε άλλο είδος οχήματος που επιτρέπει το σκαρφάλωμα. Παρεμπιπτόντως, ένα πρόσφατο άρθρο αναφέρει ότι στο Ecuador γίνεται και νόμιμα αυτό.
 

daeman

Administrator
Staff member


Τα τραμ της Θεσσαλονίκης: Ταξίδι στο παρελθόν
 

pontios

Well-known member
Also, surf a tram/train/truck, or hop a tram/train (as in train hopping/surfing, etc..).

Steal a ride on a tram/train/etc.
 

cougr

¥
This thread brings back memories of an expression long buried in the recesses of my mind: to scale/scaling a ride

Scale noun Austral. and NZ: ...Esp. in phr. to scale a train (tram, etc.), to ride on public transport without paying.

The tram guards were a race apart and were generally much admired by little boys, even though we did our best to outwit them by ‘scaling’ a ride, crouching unseen on the footboard on the other side of the tram.
(Oxford dictionary of modern slang)*

*Although in the case of this particular expression, I think it would've been more apt to have been included in a dictionary concerned with slang terms relegated to the annals of history.
 
Top