Ιταλικοί ναυτικοί όροι στην ελληνική γλώσσα

irmar

New member
ΙΤΑΛΙΚΟΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Εννοείται πως δεν είναι πλήρης κατάλογος! Όποιος θέλει ας προσθέσει...

αβαράρω (σπρώχνω το σκάφος να απομακρυνθεί)
αβαρία (ιταλ. avaria) = ζημιά πλoίoυ ή τoυ φορτίoυ τoυ από κακοκαιρία
αβέρτα (ιταλ. averto) = ανοικτά, ελεύθερα, απεριόριστα.
άγκυρα (ιταλ. ancora)
αγκουρέτο (ιταλ. ancoretta) = η μικρή άγκυρα βάρκας
αγαντάρω-αγάντα (βενετ. agguantare) = κρατώ καλά, αντέχω
απέρτα (ιταλ. aperta) = ανοικτά, ελεύθερα, απεριόριστα
αμπάσο πλοίο (ιταλ. abbasso) = πλοίο χαμηλό, χωρίς πολλά ντεκ και υπερκατασκευές
αριβάρω (ιταλ. arivare) = καταπλέω σε λιμάνι, φθάνω
άρμπουρο (ιταλ. albero : δέντρο) = το κατάρτι του πλοίου
απίκο (ιταλ. a picco) = κάθετα

βαπόρι (ιταλ. vapore : ατμός) = ατμόπλοιο
βάρδα (βενετική bardar) = παραμέρισε!
βερίνα (βερινιάζω) = το στρίψιμο του σχοινιού, το μπέρδεμα (στρίβω, μπερδεύω)
βίρα (ιταλ. virare) = τράβα, σήκωσε!
βισταλόγκα (ιταλ. vista lunga) = το αλιευτικό γυαλί

γαλιόνι (ιταλ. galeone) = ιστιοφόρο χωρίς κουπιά, με μεγάλη χωρητικότητα και, συνήθως βαρύ οπλισμό. Εκτός από το μπομπρέσο, είχε δύο ή τρία κατάρτια με τετράγωνα πανιά και αυτό της πρύμνης έφερε τριγωνικό πανί (αργότερα αντικαταστάθηκε από άλλο, τετράγωνο πανί). Η επινόησή του έχει αποδοθεί στον Ισπανό Αλβάρο ντε Μπάθαν τον πρεσβύτερο. Θεωρείται η εξέλιξη της καράκας και της γαλέρας.
γάμπια = ναυτικό πανί
Γαρμπής (ιταλ. & βενετσιάνικη garbin) = νοτιοδυτικός άνεμος
γολέτα (ιταλ. goletta) = πλοίο με δύο κατάρτια
γούμενα (ιταλ. gomena) = κάβος
γραδελάδα = μόνιμη σιδερένια σκαλωσιά. Η μεταλλική κατασκευή που χρησιμεύει για την πρόσβαση εγκαταστάσεων. Βρίσκονται σε ύψος άλλο από το βασικό επίπεδο αναφοράς (συνήθως είναι διάδρομοι ή επίπεδα με μεταλλικές εσχάρες)
γραδελάδες (ιταλ. gradeladi) = ξύλινες σκαλωσιές στο λεβητοστάσιο
Γρέγος (ιταλ. greco : ελληνικός) = όνομα ανέμου (σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδος λέγεται Μέσης) βορειοανατολικός άνεμος, που έρχεται από την Ελλάδα (< βεν. grego -ς < ιταλ. greco< λατ. Graecus < αρχ. Γραικός)

καβατζάρω (ιταλ. cavo) = περιπλέω κάποιον κάβο, παρακάμπτω
καβίλια (ιταλ. caviglia) = γενική ονομασία κυλινδρικών εξαρτημάτων, συνήθως μικρών, που χρησιμοποιούνται για σταθεροποίηση, τοποθετούμενα σε κατάλληλη τρύπα ή σε αντίστοιχες τρύπες δύο διαφορετικών εξαρτημάτων. Στα πλοία χρειάζονται για να ενώνουν δύο κάδους μεταξύ τους
κάβος (ιταλ. cavo) = καραβόσχοινο
καδένα (ιταλ. catena) = αλυσίδα της άγκυρας, ή ένας κάβος η συρματόσχοινο ρυμούλκησης
καλάρω (ιταλ. calare) = ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα
καλαφάτης (ιταλ. calafato < αραβική qalafat) = αυτός που σφραγίζει τις σχισμές ή ρωγμές των παλαιών ξύλινων πλοίων και βαρκών ή άλλων κατασκευών με ξεφτίσματα από κάβους και στουπί, στριμμένα και ποτισμένα με πίσσα
καλίμπρα (ιταλ. calibro) = μοντέλο που χρησιμοποιούνταν στα ναυπηγεία για τη συναρμολόγηση των τμημάτων μιας ναυτικής κατασκευής.
καρίνα/καρένα (ιταλ. carena) = το κατώτατο μέρος τού σκάφους που είναι βυθισμένο στο νερό. Βασικό δομικό στοιχείο κάθε ναυτικής κατασκευής, αποτελούμενο από έναν ή πολλούς ζυγούς ενωμένους γερά μεταξύ τους, που εκτείνονται από την πλώρη έως την πρύμνη στα ύφαλα του πλοίου. Μερικές φορές ενισχύεται από μία επιπλέον κατασκευή, που τοποθετείται ακριβώς από πάνω και λέγεται εσωτερική καρίνα (σωτρόπι).
καρνάγιο = μέρος που φτιάχνονται τα πλοία, ελλην. τροπιστήριο (από το "τρόπιδα" = καρίνα)
κοτσάρω = κρεμώ, συνδέω, στερεώνω, εξασφαλίζω σε ένα σημείο (π.χ. κοτσάρω ένα σχοινί στο κοτσανέλο)
κουβέρτα (ιταλ. coperta) = κατάστρωμα
κουκέτα (ιταλ. cuccetta) = κρεβάτι σε πλοίο
κουμπάσο (ιταλ. compasso) = ναυτικός διαβήτης για τον υπολογισμό τής απόστασης πάνω στο ναυτικό χάρτη
κουρσάρος (ιταλ. corsaro < μσν. λατιν. cursarius < λατιν. cursus «επιδρομή») = πειρατής
κουρτελάτσα τα μικρά ιστία δίπλα στα μεγαλύτερα, σε διάφορα σημεία (ελλ. παρίστια)

λάσκα (ιταλ. lasca)
λασκάρω (ιταλ. allascare/ lascare από το λατ. laxus) = δίνω «μπόσικα», χαλαρώνω το τέντωμα σχοινιού
λάτσο (ιταλ. laccio),
Λεβάντες (ιταλ. levante) = ανατολικός άνεμος, Απηλιώτης

μάινα = πρόσταγμα που σημαίνει «χαλάρωσε!». Μόνο όταν μιλάμε για κάτι που κρέμεται ψηλά, άρα κατεβάζω λασκάροντας (μαϊνάρω ένα πανί)
μαϊνάρω (ιταλ. ammainare)
μαΐστρος (ιταλ. maestro) = βορειοδυτικός άνεμος, γνωστός και ως μαϊστράλι --στην αρχαία λεγόταν Σκίρων
μανούβρα (ιταλ. manovra) = ο χειρισμός του σκάφους όταν χρειάζεται να αποφύγει η να προσεγγίσει
μανουβράρω (ιταλ. manovrare)
μαρέα (ιταλ. marea) = παλίρροια
μάσκα (ιταλ. masca) = η παρειά της πλώρης, το μάγουλο, τμήματα των πρόσθιων πλευρών (πρόσοψης) του πλοίου
μετζαβόλτα (ιταλ. mezza volta) = το μπλέξιμο των αγκυρών
μετζάνα (ιταλ. mezzana, από το mezzo : μέση) = το κατάρτι στην πρύμνη
μίλι, μίλια (ιταλ. miglio, πληθ. miglia) = μονάδα μέτρησης
μόλα (ιταλ. molla, προστακτική του ρήματος mollare) = άφησε, ελευθέρωσε (τον κάβο)
μούτσος (ιταλ. mozzo) = ο δόκιμος ναύτης.
μπαρκάρω (ιταλ. imbarcarsi, από τη λέξη barca : βάρκα)
μπαρούμα (ιταλ. baroma) = σχοινί λεπτότερο της γούμενας.
μπατάρω (ιταλ. battere) = ανατρέπω, -ομαι
μπίντα (ιταλ. bitta) = η δέστρα
μπόρα (αντιδάν. < βεν. bora (> τουρκ. bora «ισχυρός βόρειος άνεμος») < λατ. borea (m) αιτ. του boreas <αρχ. βορέας / βορράς) = ξαφνική έντονη βροχή με μικρή διάρκεια
μποτζάρω = ταλάντωση του σκάφους περί τον διαμήκη άξονά του
μπούκα (ιταλ. bocca) = στόμιο λιμανιού
μπουκαπόρτα (ιταλ. boccaporto) = άνοιγμα στο κατάστρωμα που επιτρέπει εξαερισμό και φως στα κάτω μέρη του πλοίου, καθώς και φόρτωμα των εμπορευμάτων.
μπουνάτσα (ιταλ. bonaccia) = ήρεμος καιρός χωρίς άνεμο
μπουρίνι (βενετ. borin >λατ. borinus>αρχ. ελλ. «βορεινός)
μπουρλότο (βενετ. burloto < ιταλ. brulotto «πυρπολικό πλοίο») = μικρό πλοίο γεμάτο εκρηκτικά ή άλλες αναφλέξιμες ουσίες που χρησίμευε στην πυρπόληση εχθρικών πλοίων
μπούσουλας (ιταλ. bussola) = πυξίδα
μώλος (ιταλ. molo) = προκυμαία για την πρόσδεση σκαφών

νετάρω/νέτος (ιταλ. netto) = ισιώνω το σχοινί, το παραγάδι. Το ταχτοποιώ και απελευθερώνω τις συστροφές του
νιτσεράδα (ιταλ. incerata) = αδιάβροχο ρούχο από μουσαμά

όρτσα (ιταλ. orza) = κόντρα στη φορά του ανέμου

παπαφίγκος (ιταλ. pappafico) = το δεύτερο υψηλότερο τετράγωνο πανί του καταρτιού. Πανί που βρίσκεται πάνω από το δόλωνα. Έτσι ονομάζεται και το αντίστοιχο κατάρτι και η αντένα. Το ίδιο πανί όταν δένεται στο τουρκέτο (καθώς επίσης και στη μαΐστρα) ονομάζεται πλωριός παπαφίγκος
παραπέτο (ιταλ. parapetto) = στηθαίο
πόρτο (ιταλ. porto) = λιμάνι
πορτολάνος (ιταλ. portolano) = ναυτικός χάρτης με στοιχεία για τις ακτές και τα λιμάνια
πότζα (ιταλ. alla poggia) = η στροφή του σκάφους για αλλαγή πλευράς ως προς τον άνεμο από τα πρύμα. Δηλαδή, ξεκινώντας για παράδειγμα από τις 150 μοίρες, ποδίζω μέχρι τις 180 μοίρες και στρέφω από την άλλη πλευρά σχετικά με τον άνεμο μέχρι τις 150 πάλι
Πουνέντες (ιταλ. ponente) = δυτικός άνεμος, Ζέφυρος
πρίμα (ιταλ. prima) = το ταξίδι με ούριο άνεμο. Δηλαδή με ανοιχτή (μεγαλύτερη των 90 μοιρών) γωνία ως προς τον φαινόμενο άνεμο. Αντίθετο του όρτσα
πρυμάτσα = το σχοινί τής πρύμνης, το οποίο δένουμε στην μπίντα του λιμανιού για να σταθεροποιήσουμε το σκάφος κατά την αγκυροβολία
πλακέτα (ιταλ. placchetta) = προεξοχή με σχισμή που εφαρμόζει επάνω στα αστρονομικά και τοπογραφικά όργανα. Η σχισμή χρησιμοποιείται ως δείκτης

ράδα (ιταλ. rada) = το αγκυροβόλιο, μια ασφαλής ακτή όπου μπορεί κανείς να μείνει για σύντομο διάστημα
ραπόρτο (ιταλ. rapporto) = αναφορά, μήνυμα
ρεγουλάρω (ιταλ. regolare) = ρυθμίζω λεπτομερώς ένα μηχάνημα ή μια συσκευή
ρεμέτζο/ ρεμετζάρω = χοντρό σχοινί που χρησιμοποιείται για το δέσιμο του σκάφους. Μόνιμα ποντισμένη άγκυρα ή άλλο αντικείμενο ή σύστημα στο βυθό για το δέσιμο από την πλευρά της θάλασσας (έναντι άγκυρας)
ρεσπέτο = εφεδρικό σχοινί, εργαλείο ή ανταλλακτικό
ρότα (ιταλ. rotta) = πορεία του πλοίου όταν ταξιδεύει

σαβούρα (ιταλ. zavorra < λατινική saburra) = το σύνολο των βαρών που τοποθετούνται στα πλοία (ή υποβρύχια) και αερόστατα, προκειμένου ν' αυξηθεί η ευστάθειά τους, ελλ. έρμα
σαλαμούρα (ιταλ. salamoia) = νερό με μεγάλη ποσότητα αλατιού για τη διατήρηση ψαριών, άλμη
σαλπάρω (ιταλ. salpare) = φεύγω από την ξηρά προς τη θάλασσα. Σηκώνω την άγκυρα
σταβέντο (ιταλ. vento : άνεμος) = υπήνεμη πλευρά πλοίου
σεντίνα = το κάτω μέρος του σκάφους, όπου συνήθως συγκεντρώνονται τα νερά
Σιρόκος (ιταλ. scirocco) = νοτιοανατολικός άνεμος, Εύρος
σκαντζάρω/κάνω σκάντζα (ιταλική scansare) = μετακινώ το σκάφος μου για να καταλάβω μια καλύτερη θέση στη μαρίνα ή στο λιμάνι
σκουλάρω (ιταλ. scolare) = αδειάζω τα νερά της θάλασσας
σοφράνο = προσήνεμη πλευρά νησιού
σπατσάρω (ιταλ. spazzare) = τελειώνω, ξεμπερδεύω

τιμόνι (ιταλ. timone)
τουρκέτο = το πρωραίο κατάρτι ιστιοφόρου πλοίου (εφόσον υφίστανται περισσότεροι του ενός)
τραβέρσο (ιταλ. traverso) = όταν το σκάφος χτυπιέται στα πλάγια από τα κύματα
τραμουντάνα (ιταλ. tramontana, από το tra+monte = πέρα από το βουνά)

φερμάρω/καργάρω (ιταλ. fermare) = σφίγγω καλά σχοινί
φινιστρίνι/φιλιστρίνι (ιταλ. finestrino, πληθ. finestrini), υποκοριστικό του finestra (παράθυρο) < λατινική fenestra) = μικρό κυκλικό παράθυρο σε πλοίο
φλόκος (ιταλ. fiocco) = τριγωνικό πανί
φούντο/φουντάρω/φουντάρισμα (ιταλ. fondo/affondare = βυθός/βουλιάζω) = το ρίξιμο της άγκυρας
φρεγάτα (ιταλ. fregata)

Και θα τελειώσω με λίγους στίχους του Καββαδία:

Τη νύχτα σου ’πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά : «Φάλτσο η πορεία...»



ΠΗΓΕΣ (μεταξύ άλλων)
http://www.nautilia.gr/forum/archive/index.php?t-4943.html
http://www.e-nautilia.gr/nautiki-orologia/
http://www.modelclub.gr/forums/index.php?topic=9982.0
https://it.wikipedia.org/wiki/Glossario_dei_termini_marinareschi_(A-B)
 
Last edited by a moderator:

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Πολύ ενδιαφέρον και χρήσιμο. Να προσθέσω ότι η σαβούρα στα ελληνικά λέγεται έρμα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ωραία. Ας κάνουμε προσθήκες, με την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα ενσωματωθούν.

Μια ωραία προσθήκη, για δείγμα:

Το καρνάγιο («Μέρος που φτιάχνονται τα πλοία») ήταν καρενάγιο (carenaggio), ελλην. τροπιστήριο, μέρος όπου έγερναν τα πλοία στη μια πλευρά τους για να γίνει επιθεώρηση και τυχόν επισκευή της καρίνας (τρόπιδας).


Ευχαριστούμε, irmar!
 

daeman

Administrator
Staff member
...
[h=1]ανεμολόγιο[/h]
[h=1]Του μικρού Βοριά[/h]
[h=1]Από πού φυσάει ο άνεμος;[/h]
Gregale: A strong NE wind of the central and west Mediterranean areas, occurring chiefly during the cold seasons. It may blow continuously up to five days, but usually lasts one or two days, bringing fine or showery weather with some hail.

Αυτός υποθέτω ότι είναι ο γρέγος.

γρέγος ο [γréγos] Ο18 : (ναυτ.) ο βορειοανατολικός άνεμος.
[αντδ. < βεν. grego -ς < ιταλ. (νότ. διάλ.) greco `βορειοδυτικός άνεμος, που έρχεται από την Ελλάδα΄ < λατ. Graecus < αρχ. Γραικός]

http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=γρεγος&dq=


Υποθέτω ότι το «βορειοδυτικός άνεμος, που έρχεται από την Ελλάδα» είναι λάθος.
μπόρα: αντιδάν. < βεν. bora (> τουρκ. bora «ισχυρός βόρειος άνεμος») < λατ. borea (m) αιτ. του boreas < αρχ. βορέας / βορράς βλ. κ. μπουρίνι (ΕΛΝΕΓ2009)


Πρώτα ανεβάζουμε την απάντηση, μετά κάνουμε edit και προσθέτουμε τους λίνκους. :sneaky::D
...
τραμουντάνα η [tramundána]: (ναυτ.) ο βόρειος άνεμος· βοριάς. || το άστρο της τραμουντάνας, ο πολικός αστέρας.
[μσν.
τραμουντάνα < ιταλ. tramontana ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]



tramontane, a. and n. (trəˈmɒntən, træmɒnˈteɪn)

Forms: 4 tramountayne, 7 -mountain, -montan, (6–8 -ain, 9 -aine), 6– tramontane; also in It. forms, 7–9 tramontana, 6–8 (pl.) tramontani; Lat. pl. 7 tramontanæ. See also transmontane.

[ad. It. tramontana north wind, pole-star, tramontani ‘those folkes that dwell beyond the mountaines’ Florio (= Sp., Pg. tramontana north wind, sunset), whence also Fr. tramontane north wind, pole-star, OF. tramontane (n. and adj. (13th c.) north wind, tresmontaine pole-star:—L. transmontānus beyond the mountains, f. trans across, beyond + mons, mont-em mountain: cf. montān-us of or belonging to mountains.]

A. adjective
1 Dwelling or situated beyond, or pertaining to the far side of, the mountains (orig. and in reference to Italy, the Alps; in quots. 1806, 1840, referring to other mountains); hence, foreign; in quot. 1662 = occupied by a non-Italian.

b. With the connotation ‘uncouth, unpolished, barbarous’. Now rare.


2. Of the wind: Coming across or from beyond the mountains; spec. in reference to Italy, Blowing from beyond the Alps: cf. B. 2.

B. noun
†1. The north pole-star: originally so called in Italy and Provence, because visible beyond the Alps: cf. It. tramontana (Florio 1598), OF. tresmontaine (c 1295 in Godefroy). Also fig.

2. In the Mediterranean and esp. in Italy, The north wind, as coming from beyond the Alps; hence generally, a cold wind from a mountain range. (Now usually in Italian form tramontana.)


3. One who dwells beyond the mountains: orig. applied in Italy to foreigners beyond the Alps; also by these nations to the Italians; hence, a stranger, a foreigner; an outsider, barbarian.

...

J'ai perdu la tramontane
En trouvant Margot
...
 

Earion

Moderator
Staff member
Ευχαριστούμε την Irmar.

Μια δευτερεύουσα αντίρρηση (και μια διακριτική, ελπίζω, επέμβαση στο κείμενο): το όνομα Βάρδας είναι αρμενικό. Δεν έχει να κάνει με την προστακτική «βάρδα». Ο αρμενικός τύπος είναι Vardan ή Vartan, που εξελληνίστηκε σε Βάρδας.

Αν χρειάζεται να βρούμε ελληνικό όνομα (επώνυμο) που προέρχεται από το Βαρτάν, είναι ο ... Βαρτάνης
(γνωστός συνταγματάρχης, ήρωας του ελληνοϊταλικού πολέμου) :cheek:
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Να ευχαριστήσω κι εγώ με τη σειρά μου την irmar γι' αυτή τη συνεισφορά και να προσθέσω για τον ορισμό της λέξης κουρτελάτσα ότι πρόκειται για τα ιστία που, σύμφωνα με το λεξικό του Παλάσκα, ονομάζονταν στην καθαρεύουσα παρίστια (αγγλικά: studding sails, γαλλικά: les bonnettes). Στο ίδιο λεξικό αναφέρονται επίσης οι κουρτελάτσες στις γάμπιες (τα παραδολώνια, αγγ. top mast studding sails, γαλ. les bonnettes de hune) και τα κουρτελατσίνια (παραφωσώνια, αγγ. top gallant studding sails και γαλ. les bonnettes de perroquet).

Με άλλα λόγια, ήταν τα μικρά ιστία δίπλα στα μεγαλύτερα, σε διάφορα σημεία.

(Βλέποντας τις καθαρευουσιάνικες ονομασίες που σκάρωσε ο Παλάσκας είναι σαν να βλέπω να διαδραματίζεται ζωντανά μπροστά στα μάτια μου η σκηνή με το ιστιοφόρο που κινδύνευε στη θαλασσοταραχή -- την οποία έχω ήδη διηγηθεί αλλού στο φόρουμ που λέγεται Λεξιλογία :D).

[h=1]furlers of sails[/h]
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Μια δευτερεύουσα αντίρρηση (και μια διακριτική, ελπίζω, επέμβαση στο κείμενο): το όνομα Βάρδας είναι αρμενικό. Δεν έχει να κάνει με την προστακτική «βάρδα». Ο αρμενικός τύπος είναι Vardan ή Vartan, που εξελληνίστηκε σε Βάρδας.

Αν χρειάζεται να βρούμε ελληνικό όνομα (επώνυμο) που προέρχεται από το Βαρτάν, είναι ο ... Βαρτάνης
(γνωστός συνταγματάρχης, ήρωας του ελληνοϊταλικού πολέμου) :cheek:

Εν Λέξει λεγόμενον:

Ο φίλος μου ο Αρμένης, συμμαθητής μου στο σχολειό στην Κρήτη, που έχει κι αυτός μανία με τις λέξεις, μου έγραψε:

ՄԱՆԻՇԱԿ = ουσ. βιολέτα, μενεξές | ԱԼՊԻԱԿԱՆ ~ κυκλάμινο | ԵՌԱԳՈՅՆ ~ πανσές

ՄԱՆԻՇԱԿԱԳՈՅՆ = επίθ. μενεξεδένιος, μοβ

Τα ονόματα Μανούσος, Μανουσάκης, Βάρδας (Βαρτάν), Βαρδινογιάννης που συναντάμε στην Κρήτη έχουν αρμενικές ρίζες.



και στο Wiktionary:
http://en.wiktionary.org/wiki/մանիշակ

Εν Αγνώστω Πολέμω προβληθείς και λαοφιλής τότε, ο συν/χης Διαγόρας Βαρτάνης:



Βάρδα, Βαρτάνη, μέριασε να 'βγει ο Βαρτάνης:

Νέοι και γέροι ναυτικοί


στίχοι: Στέφανος Βαρτάνης, μουσική: Στέλιος Καζαντζίδης
 

irmar

New member
Καλέ! Πού πήγε το κουμπί Edit; Μία ώρα το ψάχνω!!!!

Σε τούτο το μηνυματάκι, μόλις το δημοσίευσα, αμέσως υπάρχει. Στο πρώτο-πρώτο, όπου ήθελα να προσθέσω/διορθώσω, δεν υπάρχει.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Δυστυχώς, το Edit είναι ενεργό επί μισή ώρα μετά τη δημοσίευση. Αν χρειαστούν αλλαγές και έχει περάσει η ώρα και έχει κλείσει το κουμπάκι, απλώς τις σημειώνετε στο επόμενο μήνυμα και κάποιος από τους αόρατους διαχειριστές υπηρεσίας περνάει, κάνει τις αλλαγές και εξαφανίζει τα ίχνη. :)
 

irmar

New member
ARGGGG! Αυτό τα κάνει όλα πολύ πιό δύσκολα. Εγώ σκόπευα να κάτσω να το κάνω με απόλυτη αλφαβητική σειρά, να αλλάξω όλα τα "Ιταλική" σε ιταλ. και να βάλω τα βελάκια ετυμολογίας σωστά.

τώρα πώς να ζητήσω τόση δουλειά από κάποιον άλλον; Θα το έσβηνα και θα το ξανάβαζα, αλλά τότε θα χάνονταν όλα τα σχόλια....

Εντάξει λοιπόν. Παρακαλώ, αόρατοι διαχειριστές, μπορείτε να μου κάνετε όποτε μπορείτε τις επόμενες αλλαγές/προσθήκες;

Ή αλλιώς, να το διορθώσω και να το βάλω ως σχόλιο, και έτσι απλώς ένας διαχειριστής να το κάνει copy paste αντί για το αρχικό, σβήνοντας το σχόλιο; Θα ήταν νομίζω πιο εύκολο για κείνους, ναι;


ΣΤΟ ΛΗΜΜΑ βάρδα

ΝΑ ΦΥΓΕΙ Η ΦΡΑΣΗ "Βάρδας στρατηγός Βυζαντίου"

ΣΤΟ ΛΗΜΜΑ γραίγος
ΝΑ ΠΡΟΣΤΕΘΕΙ (< βεν. grego -ς < ιταλ. greco< λατ. Graecus < αρχ. Γραικός) βορειοανατολικός άνεμος, που έρχεται από την Ελλάδα

ΣΤΟ ΛΗΜΜΑ καρνάγιο
ΝΑ ΠΡΟΣΤΕΘΕΙ στο τέλος της περιγραφής:
ελλην. τροπιστήριο (από το "τροπίδα" = καρίνα)

ΣΤΟ ΛΗΜΜΑ κουρτελάτσα
ΝΑ ΠΡΟΣΤΕΘΕΙ στο τέλος της περιγραφής:
τα μικρά ιστία δίπλα στα μεγαλύτερα, σε διάφορα σημεία (ελλ. παρίστια)

ΝΕΟ ΛΗΜΜΑ ΝΑ ΠΡΟΣΤΕΘΕΙ
μπόρα (αντιδάν. < βεν. bora (> τουρκ. bora «ισχυρός βόρειος άνεμος») < λατ. borea (m) αιτ. του boreas <αρχ. βορέας / βορράς) = ξαφνική έντονη βροχή με μικρή διάρκεια

ΣΤΟ ΛΗΜΜΑ μπουρίνι
να αλλάξει, και αντί για
μπουρίνι (αρχ. ελλ. «βορεινός»=> λατ. borinus => βενετ. borin)
να γίνει
μπουρίνι (βενετ. borin >λατ. borinus>αρχ. ελλ. «βορεινός)

ΣΤΟ ΛΗΜΜΑ σαβούρα
Να προστεθεί στο τέλος της περιγραφής
ελλ. έρμα.

ΣΤΟ ΛΗΜΜΑ τραμουντάνα
αντί για το
(από το tramonto=ηλιοβασίλεμα)
να μπει
από το tra+monte = πέρα από το βουνά

Ευχαριστώ!

Ιρένε
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Νομίζω ότι έγιναν όλα, αγαπητή. Πάντα στη διάθεσή σας για κάθε προσθήκη και διόρθωση. :)

Και μια απορία, με την ευκαιρία. Υπάρχει πραγματική τέτοια σημασιολογική διαφορά ανάμεσα σε γραδελάδα και γραδελάδες, το ένα είναι σιδερένια σκαλωσιά και το άλλο ξύλινη;
 

irmar

New member
Ευχαριστώ θερμά.
Πάντως τι λέτε για την πρότασή μου, αν μελλοντικά μαζευτούν κι άλλες διορθώσεις, απλώς να το ξαναφτιάξω και να το βάλω ως σχόλιο, και μετά να το αντιγράψετε ως έχει αντί του αρχικού;

Για τις γραδελάδες δεν είμαι σίγουρη, οι πηγές μου δεν συμφωνούν μεταξύ τους, και δεν έχω προσωπική γνώμη. Μακάρι να περάσει από εδώ κάποιος ειδήμων και να μας λύσει την απορία. Στο μεταξύ, ίσως θα έπρεπε να είχα αφαιρέσει το "σιδερένιες" ή "ξύλινες" ώστε να μείνει λίγο φλού;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Πάντως τι λέτε για την πρότασή μου, αν μελλοντικά μαζευτούν κι άλλες διορθώσεις, απλώς να το ξαναφτιάξω και να το βάλω ως σχόλιο, και μετά να το αντιγράψετε ως έχει αντί του αρχικού;

Και αυτό γίνεται, κανένα πρόβλημα. Και τμηματικά, επίσης (π.χ. τα γράμματα Α-Κ). Και ό,τι άλλο μπορεί να σκεφτούμε, θα ψάξουμε για λύση. :)

Για τις γραδελάδες δεν είμαι σίγουρη, οι πηγές μου δεν συμφωνούν μεταξύ τους, και δεν έχω προσωπική γνώμη. Μακάρι να περάσει από εδώ κάποιος ειδήμων και να μας λύσει την απορία. Στο μεταξύ, ίσως θα έπρεπε να είχα αφαιρέσει το "σιδερένιες" ή "ξύλινες" ώστε να μείνει λίγο φλού;

Ας τα αφήσουμε και τα δύο όπως είναι και βλέπουμε. (Στου Παλάσκα δεν υπάρχει καν ως λήμμα, πάντως.)
 

daeman

Administrator
Staff member
...
galleon = γαλιόνι | (στα βιβλία Χάρι Πότερ) γαλέρα


A galleon was a large, multi-decked sailing ship used primarily by European states from the 16th to 18th centuries.

The term Galleon large ship, comes from Old French Galion "little ship" (13c.), from Spanish (Castilian) Galeón "armed merchant ship", from Portuguese Galeão "war ship", from Byzantine Greek Galea "galley" + augmentative suffix -on.[SUP][2][/SUP] Another possible origin is the Old French word galie meaning "galley".[SUP][3][/SUP] The term was originally given to certain types of war galleys in the Middle Ages. The Annali Genovesi mentions galleons of 80, 64 and 60 oars, used for battle and on missions of exploration, in the 12th and 13th centuries. It is very likely that the galleons and galliots mentioned in the accounts of the crusades were the same vessels. Later, when the term started to be applied to sail only vessels, it meant, like the English term "man of war", a warship that was otherwise no different from the other sailing ships of the time.
https://en.wikipedia.org/wiki/Galleon
https://it.wikipedia.org/wiki/Galeone

The Portuguese man o' war.




Γαλέα
του 8ου αιώνα.

Η γαλέα μπορεί να θεωρηθεί τύπος μικρού δρόμωνος.
Τη χρησιμοποιούσαν για καταδρομές ή και ανίχνευση. Εξέλιξη της υπήρξε η γαλέρα των Δυτικών.

Πηγή: “Ελληνικά πλοία του Μεσαίωνα” , Εκδόσεις: Ευρώπη | Κείμενα: Δημήτρης Μιχαλόπουλος – Εικονογράφηση: Αντώνης Μιλάνος. http://www.archaiologia.gr/blog/photo/γαλέα-ελληνικά-πλοία-του-μεσαίωνα/


Κριαράς:
γαλέα (II) η. (Ναυτ.) είδος πολεμικού πλοίου: ληστρικάς νήας μακράς …, ας ήδη γαλέας κατονομάζειν ειώθασιν (Ψευδο-Σφρ. 242[SUP]10[/SUP]). [ουσ. γαλέα (I) με διαφορ. σημασ., από το 10. αι. (Kahane, GR I 306-17, 768-9)· βλ. και LBG]

γαλέα (I) η. Είδος μικρού ψαριού: κωβίδια, γαλέας (Προδρ. IV 574). Ως προσωποπ.: παρίσταντο γουν οι νοτάριοι και Γαλέα (Οψαρ. 362[SUP]28[/SUP]). [αρχ. ουσ. γαλέη· κατά Kahane, GR I 307-8 <αρχ. ουσ. γαλεός. Τ. ‑ιά σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, Καλλέρης, ΛΔ 8, 1958, 36-7). Για τη λ. βλ. και LBG]

γαλεάτσα η· γαλιάτσα. (Ναυτ.) μεγάλο πολεμικό πλοίο, ιστιοφόρο και κωπήλατο, με τρία κατάρτια: Ο ρήγας … αρμάτωσεν δύο κάτεργα και δύο γαλιάτσες (Μαχ. 632[SUP]15[/SUP]). [<ιταλ. galeazza. Ο τ. <βεν. galiazza· βλ. και LBG (‑τζα). Ο τ. στο Meursius (γαλλιάτζα). Η λ. στο Somav. (‑τζα)]


....
Και μια ποιητική λεξιπλασία από τη Βίκη που μ' έκανε να γελάσω:

Το γαλιόνι ήταν ένας (σχετικά) μεγάλος σε μέγεθος τύπος ιστιοφόρου πλοίου με τρία καταστρώματα, που αρχικά ναυπηγήθηκε και χρησιμοποιήθηκε από τους Ισπανούς και στη συνέχεια από τους Πορτογάλους και τελευταία από τους Άγγλους οι οποίοι και το τελειοποίησαν (φρεγατοποίησαν) αυξάνοντας το μήκος του έναντι του πλάτους του.

Με τέτοια γαλεροποίηση στη δουλειά τη σήμερον, θα καταδρομοποιηθώ, δεν τη γλιτώνετε. :p


A Salty Dog - Procol Harum


Now many moons and many Junes
have passed since we made land
A salty dog, this seaman's log:
your witness my own hand
 
Top