metafrasi banner

byproduct = υποπροϊόν, παραπροϊόν | (μτφ.) παρενέργεια

nickel

Administrator
Staff member
Διάβασα αυτό στα μεζεδάκια του Σαραντάκου:

Από τη διακαναλική συνέντευξη του Π. Καμμένου (την Τετάρτη 21.1): «Η διαφυγή εγκεφάλων είναι το πιο ολέθριο υποπροϊόν της οικονομικής κρίσης». Δεν μου αρέσει το «υποπροϊόν», βλέπω όμως ότι έτσι μεταφράστηκε απόσπασμα από άρθρο της Γκάρντιαν πρόσφατα (π.χ. εδώ). Η αγγλική λέξη είναι by-product (the most pernicious byproduct, κάποτε βάζανε παύλα θαρρώ αλλά τώρα και οι Άγγλοι ψεύτισαν) που θα την απέδιδα παραπροϊόν ή παρενέργεια.
https://sarantakos.wordpress.com/2015/01/24/meze-151/

Επειδή διαπίστωσα ότι η δική μου Ματζέντα δεν περιλαμβάνει τη μεταφορική σημασία, ας τη βάλουμε εδώ. Ορίστε και από το ODE, μαζί με το ενωτικό που θέλει ο Σαραντάκος:

by-product
noun
1 An incidental or secondary product made in the manufacture or synthesis of something else:
  • zinc is a by-product of the glazing process
  • Further down the valley on the old soda ash beds, wild orchids bloom on the alkaline soil, a by-product of soda manufacture.
  • The process of drilling for oil produces toxic by-products - drilling mud and poisonous waste water, which get dumped into the ocean.
  • Sugar cane fiber, a by-product of sugar manufacturing, can be made into paper.

1.1 An unintended but inevitable secondary result:
  • he saw poverty as the by-product of colonial prosperity
  • Perhaps it was an inevitable by-product of the Bosman ruling, which allowed holders of EU passports to be treated the same as nationals.
  • Rumours are an inevitable by-product of the success he has had at Preston.
  • The snobbery and hatred of meritocracy that have been revealed this week are simply inevitable further by-products of monarchy.
http://www.oxforddictionaries.com/definition/english/by-product?searchDictCode=all

Σε κάποιες περιπτώσεις ταιριάζουν επίσης το επακόλουθο ή συνώνυμα.
 
Στην κυριολεκτική σημασία εγώ θα έβαζα και το παραπροϊόν (το λέω για τον τίτλο του θρεντ)
 
Top