Dignität = χαρακτήρας ως προς την κακοήθεια (για όγκους)

Σήμερα ανακάλυψα ότι, στα Γερμανικά, το κατά πόσον ένας όγκος είναι καλοήθης ή κακοήθης περιγράφεται με τον όρο Dignität, δηλαδή «αξιοπρέπεια» ή (ας πούμε) «ήθος». :-) Φανταστείτε τους διαλόγους στα συνέδρια ογκολόγων: «Πόσο αξιοπρεπής ήταν ο όγκος αυτός;» «Επρόκειτο για έναν καθ' όλα αξιοπρεπή όγκο» και τα λοιπά...
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Μα δεν είναι εύλογο; Οι καλοήθεις όγκοι είναι αξιοπρεπείς και δεν επεκτείνονται σε γειτονικές δομές, πράγμα που αντίθετα κάνουν οι αναξιοπρεπείς κακοήθεις όγκοι. :whistle:
 
Μα ναι, αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό: είναι τόσο εύλογο που απορείς γιατί δεν το λένε σε όλες τις γλώσσες :p
 

bernardina

Moderator
Δεν είναι θέμα αξιοπρέπειας. Έχει να κάνει με το αν είσαι ιμπεριαλιστικός/παρεμβατικός τύπος ή οπαδός του απομονωτισμού. :cheek:

Να κάνουμε και λίγο μαύρο χιούμορ ή θα μας μας πουν πολίτικλι ινκορέκτ; :bored:
 
Πρώτον, είναι αργά τώρα πια για τέτοιες ερωτήσεις, και δεύτερον, πού να άκουγες τι λένε στην πραγματικότητα οι γιατροί :-)
 

bernardina

Moderator
Πρώτον, είναι αργά τώρα πια για τέτοιες ερωτήσεις, και δεύτερον, πού να άκουγες τι λένε στην πραγματικότητα οι γιατροί :-)
Τους καταλαβαίνω. Όταν αναμετριέσαι καθημερινά με την αρρώστια και τον θάνατο χρειάζεσαι ένα ισχυρότατο αντίδοτο. Και έχω διαπιστώσει εκ πείρας ότι το χιούμορ, όσο πιο βιτριολικό τόσο το καλύτερο, είναι όχι απλώς αντίδοτο αλλά σχεδόν πανάκεια.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Δεν έχει σχέση με τα γερμανικά, μάλλον ελληνολατινοαγγλικό είναι, αλλά δεν βρήκα νήμα για την κακοήθεια και το κακόηθες με το οποίο ασχολείται σήμερα ο Κουίνιον (μπερδεύοντας λίγο τα ελληνικά όπως άλλωστε και άλλοτε, αλλά ας μην το κάνουμε θέμα):

2. Cacoethes (/kækəʊˈiːθi:z/)

An English word starting with a kak sound suggests something bad or unpleasant, by analogy with words such as cacography for bad handwriting and cacophony for a horrible discordant noise. These join a plethora of medical terms, mostly long obsolete, that include cacothymia, a disordered state of mind, and caconychia, decaying nails.) Cack, dung or faeces, is a distant relative.

Cacoethes
is of the same sort. It’s an uncontrollable urge to do something, especially something harmful. The first part is from Greek
kakos, bad. To it has been added thos [sic, ethos, διότι thos είναι το τσακάλι, ο θως], a disposition, making a word for a bad habit. It arrived in English unchanged via Latin.

It’s almost, but not quite, as rare as some of those medical terms, appearing sporadically in prose of the more elevated or pretentious sort. (I was astonished to find hundreds of usages in newspapers in the late 1980s. Was this a sudden outburst of classical erudition? Alas not, just a successful racehorse. If it had been named as an attempt at inverted magic, it seems to have worked.)

In a dictionary of quotations of 1808, D E Macdonnel commented that cacoethes was never written alone, but always in combination with some other word
[στδ.: βέβαια, αφού ως επίθετο ξεκίνησε, αν και το ουδέτερο απαντάται και ως ουσιαστικό στα ελληνικά]. That’s not true today, but one of his phrases is a Latin tag still known and quoted: cacoethes scribendi. It’s from the Satires of the Roman author Juvenal: “Tenet insanabile multos scribendi cacoethes”; in English, “many suffer from the incurable disease of writing”. Aspiring wordsmiths should note that an uncontrollable urge to write doesn’t necessarily lead to anything worth reading.

Macdonnel also listed the vastly less common
cacoethes loquendi, a compulsive desire to speak, where the second word derives from Latin loquax, loquacious or talkative; and cacoethes carpendi, where carpendi is from Latin carpere, to pick, pluck or seize. He defined this as a rage for collecting, but more usually it has been an irresistible desire to criticize or find fault.



OED:
cacoethes (kækəʊˈiːθɪs, -ˈiːθiːz)

[L., a. Gr. κακόηθες ill habit, propensity, ‘itch’, subst. use of neuter of κακοήθης ill-disposed, f. κακο- bad + (ἦθος) ἦθε- disposition, character. (The Gr. (and L.) plural was cacoēthē.)]

a. An evil habit. b. An obstinate or malignant disease. c. An ‘itch’ for doing something, as in the insanabile scribendi cacoēthes (incurable passion for writing) of Juvenal.
 
Top