English–Greek glossary of geological terms > Αγγλοελληνικό γλωσσάριο γεωλογικών όρων (ΕΓΕ - ΕΛΕΤΟ)

nickel

Administrator
Staff member
English–Greek glossary of geological terms — Αγγλοελληνικό γλωσσάριο γεωλογικών όρων
(Έκδοση/Edition 1 – Λήμματα/Entries: 299)
Μια συνεργασία της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας (Geological Society of Greece) με την Ελληνική Εταιρεία Ορολογίας (Hellenic Society for Terminology)​

Ευχαριστούμε την ΕΛΕΤΟ για την καλή δουλειά και την ενημέρωση.

English Term / Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος / Greek Term
abyssal | αβυσσικός, αβυσσαίος, αβυσσαλέος
abyssal fan | αβυσσικό ριπίδιο
accessory aperture | συμπληρωματικό στοματικό άνοιγμα
accessory mineral | επουσιώδες ορυκτό, δευτερεύον ορυκτό
acetabulum | κοτύλη
agglutinate, agglutinated | συμφυρματοπαγής
alga {pl. algae} | φύκος {ουδ., πληθ. φύκη}
allochem | αλλοχημικό
allochthonous | αλλόχθονος
alteration | εξαλλοίωση, χημική εξαλλοίωση
alternation | εναλλαγή
alveolus | κυψέλη
anomalous contact | ανώμαλη επαφή
anticline | αντίκλινο
aperture | στοματικό άνοιγμα
appearance {οf a taxon} | εμφάνιση {είδους, γένους...}
arenite, psammite | ψαμμίτης 〈λιθολογία〉, αρενίτης 〈κοκκομετρία〉
association, biocoenosis, biocenosis | βιοκοινωνία
aureole, halo | άλως
authigenic, authigenetic | αυθιγενετικός
authigenous | αυθιγενής
axial cavity 〈dasycladales〉 | αξονική κοιλότητα 〈δασύκλαδα φύκη〉
axial siphon 〈dasycladales〉 | αξονικό σιφώνιο 〈δασύκλαδα φύκη〉
bar | ανάχωμα
barrier | φραγμός
barrier island complex | σύστημα νησιωτικών φραγμών
basin | λεκάνη
bauxite | βωξίτης
benthic {not benthonic} | βενθονικός
Berriasian | Βερριάσιο
bioaccumulation | βιοσυσσώρευση
bioclast | βιοκλάστης
bioclastic limestone | βιοκλαστικός ασβεστόλιθος
bioconstruction | βιοκατασκευή
biofacies | βιοφάση
biogenic | βιογενής
biolithite | βιολιθίτης
biostasy, biostasis | βιοστασία
biostratigraphy | βιοστρωματογραφία
biotope | βιότοπος
bioturbation | βιοαναμόχλευση
biozonation | βιοζώνωση
biozone | βιοζώνη
bituminous | βιτουμενιούχος
blue-green alga 〈Cyanophyceae〉 | κυανοφύκος 〈Κυανοφύκη〉
brackish | υφάλμυρος
breccia | λατυποπαγές
calcarenite | ασβεστοψαμμίτης, ασβεσταρενίτης, καλκαρενίτης
calcareous algae | ασβεστιτικά φύκη
calcification 〈dasycladales〉 | ασβεστοποίηση
calcilutite | ασβεστοπηλίτης, ασβεστολουτίτης
calcirudite | ασβεστοψηφίτης, ασβεστορρουδίτης
calcite | ασβεστίτης
carbonate | ανθρακικός
carbonate platform | ανθρακική τράπεζα, ανθρακική κρηπίδα, ανθρακική πλατφόρμα
cavity | έγκοιλο
cavity 〈dasycladales〉 | κοιλότητα
chlorophyceae, green algae | χλωροφύκη, πράσινα φύκη
chronostratigraphy | χρονοστρωματογραφία
ciment | τσιμέντο
clast | κλάστης
clastic, detrital | κλαστικός
coarse-grained | αδρομερής
coenozone, cenozone, assemblage zone, faunizone | κοινοζώνη, ζώνη συναθροίσεως
coiled | περιελιγμένος
contact | επαφή
continental | ηπειρωτικός
continental {terrestrial} | ηπειρογενής, χερσαίος
continental platform | ηπειρωτική κρηπίδα
coquina {fr. lumachelle} | βιοσυσσώρευση
correlation | συσχέτιση
cortex 〈dasycladales〉 | φλοιός
craton | κρατονική μάζα
cribrate aperture | ηθμοειδές στοματικό άνοιγμα
crust {ex. continental crust} | φλοιός {π.χ. ηπειρωτικός φλοιός}
dasycladales, dasyclads | δασύκλαδα (φύκη)
deposit, deposition | απόθεση
deposit, mineral deposit, ore body | κοίτασμα
desilicification, desilification | αποπυριτίωση
detritus, debris | κορήματα {πληθ.}
diagenesis | διαγένεση
diagenetic | διαγενετικός
dip of beds | κλίση στρωμάτων
disappearance | εξαφάνιση (απολιθώματος)
discontinuity | ασυνέχεια
distal part | απώτερο μέρος 〈δασύκλαδα φύκη〉
dog teeth 〈diagenesis〉 | κυνόδοντες 〈διαγένεση〉
doline | δολίνη
dolomite | δολομίτης
dolomitization | δολομιτίωση
early karstification, precoce karstification | πρώιμη καρστικοποίηση
echinoid spines | βελόνες εχίνων
ecophaenotype | οικοφαινότυπος
embryonic chamber | εμβρυακός θάλαμος
emersion | ανάδυση, χέρσευση
encrusting algae | επιφλοιωτικά φύκη
erosion | διάβρωση
eustatic | ευστατικός
eustatism | ευστατισμός
event | γεγονός {εσφαλμ. συμβάν}
external platform facies | φάση εξωτερικής πλατφόρμας
facies | φάση 〈γεωλ.〉
fault | ρήγμα
fault throw | άλμα ρήγματος
fauna | πανίδα
fenestrae, birdseyes {pl.} | παράθυρα, παραθυροειδείς δομές
fibrous-radial ooid | ωοειδές ινώδους-ακτινωτής δομής
fine-grained | λεπτόκοκκος
first appearance | πρώτη εμφάνιση
flabellate, flabelliform, fan-shaped | ριπιδιόμορφος
flabellum 〈palaeont.〉 | ριπίδιο 〈παλαιοντ.〉
flora | χλωρίδα
flysch | φλύσχης
foraminifer | τρηματοφόρο
foraminifer | τρηματοφόρο
fossil | απολίθωμα
fossiliferous | απολιθωματοφόρος
fracture | ρωγμή
gap, hiatus | στρωματογραφικό κενό
gastropod | γαστερόποδο
geopetalic structure | γεωπεταλική δομή
graben | τεκτονικό βύθισμα
gradation | κοκκομετρική διαβάθμιση
granofels | γρανοβλαστίτης
granular, granulate | κοκκώδης
granulometric selection | κοκκομετρική διαλογή
granulometry | κοκκομετρία
heterochronous | ετερόχρονος
heteropic | ετεροπικός
heteropy | ετεροπία
holotype | ολότυπος
homeomorphism (between species) | ομοιομορφισμός (μεταξύ ειδών)
horst | τεκτονικό κέρας
incrustation | επιφλοίωση
index species | στρωματογραφικός δείκτης
intercalation | παρεμβολή
internal platform facies | φάση εσωτερικής πλατφόρμας
interstice | διάκενο
intertidal | μεσοπαλιρροϊκός
intraclast | ενδοκλάστης
irregular contact | ανώμαλη επαφή
irregular fenestrae {pl.} | παράθυρα ακανονίστου σχήματος
karstification | καρστοποίηση, καρστικοποίηση
key fossil, guide fossil | καθοδηγητικό απολίθωμα
key horizon | καθοδηγητικός ορίζοντας
lagoon | λιμνοθάλασσα
laminoid fenestrae {pl.} | ελασματοειδή παράθυρα
last appearance | τελευταία εμφάνιση
lateral | πλευρικός
lateral continuity | πλευρική συνέχεια
lateral transition | πλευρική μετάβαση
lateritization, laterization | λατεριτίωση
lateritization, laterization | λατεριτίωση
limestone | ασβεστόλιθος
listric fault | λιστροειδές ρήγμα
lithofacies | λιθοφάση
lithostratigraphy | λιθοστρωματογραφία
lutite {< lat. lutum} 〈granulometry〉 | πηλίτης {< πηλός}, λουτίτης 〈κοκκομετρία〉
macrofossil | μακροαπολίθωμα
margin | περιθώριο
marginal facies, margin facies | φάση περιθωρίου
marl | μάργα
marly | μαργαϊκός
massive, unbedded, nonbedded, unstratified | άστρωτος
matrix | κυρία μάζα
matrix | κυρία μάζα
melange | τεκτονικό μίγμα
metamorphic aureole | άλως επαφής, άλως μεταμόρφωσης
meteoric | μετεωρικός
meteoric diagenesis | μετεωρική διαγένεση
micrite | μικρίτης
micritization | μικριτίωση
microbiostratigraphy | μικροβιοστρωματογραφία
micro-breccia | μικρολατυποπαγές
microfacies | μικροφάση
microfacies analysis | μικροφασική ανάλυση
microfossil | μικροαπολίθωμα
microgranular | μικροκοκκώδης
microsparite | μικροσπαρίτης
nappe | κάλυμμα
nappe, overthrust nappe | κάλυμμα, κάλυμμα επωθήσεως
narrowing | στένωση
neritic | νηρητικός, νηριτικός
nodular | κονδυλώδης
nodule | κόνδυλος
obduction (of ophiolites) | επώθηση (οφιολίθων)
oncoid | ογκοειδές
ooid | ωοειδές
oolithic limestone | ωολιθικός ασβεστόλιθος
ophiolite | οφιόλιθος {παλαιά γραφή: οφειόλιθος}
ostracod | οστρακώδες
outcrop (of a formation) | εμφάνιση (ενός σχηματισμού)
overthrust | επώθηση
palaeoecology | παλαιοοικολογία
paratype | παράτυπος
parautochthonous | παραυτόχθονος
patch-reef | μεμονωμένη βιοκατασκευή
pedogenesis | πεδογένεση
pelagic | πελαγικός
pelecypod, lamellibranch | ελασματοβράγχιο, πελεκύποδο
peloid | πηλοειδές
peritidal | περιπαλιρροϊκός
phloiophorous | φλοιοφόρος
phosphate | φωσφορίτης
phosphate, phosphatic | φωσφορικός
phreatic | φρεατικός
phylogenetic | φυλογενετικός
pisoid, pisolith, pisolite {< lat. pisum} | πισοειδές, πισόλιθος {< ελλ. πίσος / πίσον, μπιζέλι}
pisolitic | πισολιθικός
planispiral | επιπεδοσπειροειδής
planktonic | πλαγκτονικός
platform | τράπεζα, κρηπίδα, πλατφόρμα
plunge | βύθιση (στρωμάτων)
plylogeny | φυλογένεση
proximal part | εγγύτερο μέρος
pseudosection | ισοχημική ψευδοτομή, ψευδοτομή
pumiceous (lava) | κισσηρώδης (λάβα)
recrystallization | ανακρυστάλλωση
red alga 〈taxa: Rhodophycophyta, Rhodophyceae etc.〉 | ροδοφύκος, ερυθρό φύκος 〈Ροδόφυτα, Ροδοφύκη...〉
reef | βιοκατασκευασμένο περιθώριο, βιοκατασκευή, βιοοικοδόμημα
reefal limestone | βιοκατασκευασμένος ασβεστόλιθος, υφαλογενής ασβεστόλιθος { Ευρύτερος όρος: βιογενής ασβεστόλιθος}
regression | απόσυρση
regressive | αποσυρσιγενής
resedimentation | επαναπόθεση
rhexistasy | ρηξιστασία
ribs, cutlets | ραβδώσεις (οστράκων)
ridge | ύβωμα
rubificated horizon {fr. horizon rubefié} |ερυθριωμένος ορίζοντας
rubification, rubefaction | ερυθρίωση, ερυθροποίηση
rudist | ρουδιστής
rudistid limestone | ρουδιστοφόρος ασβεστόλιθος
rudite | ψηφίτης, ρουδίτης 〈κοκκομετρία〉
ruditic | ψηφιτικός, ρουδιτικός 〈κοκκομετρία〉
salt pools | υπεράλμυρα τέλματα
sand bar | αμμοανάχωμα
Santonian | Σαντόνιο {με όμικρον, από τους Σαντόνες, αρχαίο λαό της Γαλατίας}
schizophyceae | σχιζόφυτα
sedimentary | ιζηματογενετικός {ο σχετιζόμενος με την ιζηματογένεση}
sedimentary | ιζηματογενής {ο γεννηθείς από τα ιζήματα}
sedimentary cycle | ιζηματογενετικός κύκλος
sedimentary rock | ιζηματογενές πέτρωμα
sedimentary structure, sedimentary fabric | ιζηματοδομή
sedimentation | ιζηματογένεση
sedimentation ratio | ταχύτητα ιζηματογένεσης
sedimentological | ιζηματολογικός
sedimentology | ιζηματολογία
Senonian | Σενόνιο {με όμικρον, από τους Σενόνες, αρχαίο λαό της Γαλατίας}
silex | πυριτόλιθος
siliceous | πυριτικός
skeleton 〈dasycladales〉 | περιχειρίδα 〈δασύκλαδα〉
slope | κλιτύς
sparite | σπαρίτης
spicule, sponge spicule | βελόνη σπόγγου
stratification, bedding | στρώση
stratified | εστρωμένος, στρωμένος
stratigraphic contact | στρωματογραφική επαφή
stratigraphy | στρωματογραφία
striae {pl.} | γραμμώσεις (οστράκων) {πληθ.}
striation | γράμμωση (οστράκων)
strike of beds | διεύθυνση στρωμάτων
stromatolite | στρωματόλιθος
subaerial exposition | αερόβια έκθεση
subsidence 〈geol〉 | βύθιση, υποχώρηση, ταπείνωση {του πυθμένα, του φλοιού}
subsidence 〈τεχν. γεωλ.〉 | εδαφική υποχώρηση, υποχώρηση 〈τεχν. γεωλ.〉
subsidence ratio | ρυθμός βύθισης, ταχύτητα βύθισης
substratum | υπόβαθρο
subtidal | υποπαλιρροϊκός
sub-zone | υποζώνη
supratidal | υπερπαλιρροϊκός
syncline | σύγκλινο
synsedimentary | συνιζηματογενής
tectonic | τεκτονικός
tectonic contact | τεκτονική επαφή
tectonic window | τεκτονικό παράθυρο
tectonics | τεκτονική {ουσ.}
terrace | αναβαθμίδα
test | κέλυφος
texture | υφή
thallus | θαλλός
thanatocoenosis, thanatocenosis, thanatocenose | θανατοκοινωνία
thick-bedded | παχυστρωματώδης
thin-bedded | λεπτοστρωματώδης
thinning | απολέπτυνση
thrust | εφίππευση
tidal-flat | παλιρροϊκό πεδίο
transform fault | ρήγμα μετασχηματισμού
transgression | επίκλυση
transgressive | επικλυσιγενής
transitional layer, transitional bed {usually pl.} | στρώμα μεταβάσεως {συνήθως πληθ.}
trap 〈petroleum geology〉 | παγίδα 〈γεωλογία πετρελαίου〉
trench | διόρυγμα
trough | αύλακα
Turonian | Τουρόνιο {με όμικρον, από τους Τουρόνες, αρχαίο λαό της Γαλατίας}
type section | τυπική τομή, τυπική εμφάνιση
uniserial | μονόσειρος
upthrow | άλμα (ρήγματος)
vadose silt | ιλύς κατεισδύσεως
wall | τοίχωμα 〈τρηματοφόρα〉
whorl, verticil 〈dasycladales〉 | σπονδύλιο 〈δασύκλαδα〉
 
Top