Wasseruhr: Kλεψύδρα ή υδραυλικό ρολόι;

mimiskat

New member
Αγαπητοί φίλοι,

αυτό τον καιρό κάνω μια μετάφραση από Γερμανικά προς Ελληνικά, σχετικά με τα ηλιακά και υδραυλικά ρολόγια. Ωστόσο έχω το εξής πρόβλημα. Δεν μπορώ να αποφασίσω ποιος είναι ο σωστότερος τρόπος απόδοσης του "Wasseruhr" ή αν και οι δύο τρόποι είναι σωστοί.

Σας παραθέτω ένα παράδειγμα:
"In Ägypten werden neben Sonnen- auch die Wasseruhren verwendet."

Η λέξη κλεψύδρα και υδραυλικό ρολόι, από ό,τι καταλαβαίνω σημαίνουν το ίδιο πράγμα. Μπορώ να χρησιμοποιήσω και τα δύο ή πιστεύετε ότι υπάρχει πρόβλημα;

Ευχαριστώ πολύ.

mimikats
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Όπως ξέρουμε, η κλεψύδρα μπορεί να λειτουργεί είτε με νερό είτε με άμμο. Στα γερμανικά, η διάκριση είναι ορολογικά σαφής: Sanduhr είναι η αμμοκλεψύδρα, Wasseruhr είναι η κλεψύδρα με νερό ή, αλλιώς, το υδραυλικό ρολόι.

Το θέμα είναι, λοιπόν, ότι ενώ όπως λένε και τα λεξικά μας (π.χ. ΛΚΝ), στα ελληνικά η κλεψύδρα μπορεί να είναι και τα δύο· και με άμμο, και με νερό, η πολύ πιο συνηθισμένη χρήση (και «αυτονόητη» έννοια) είναι αυτή με την άμμο (δες π.χ. εδώ στις γκουγκλοεικόνες).

Επομένως, αν δεν είναι σαφές από το κείμενό σου με τι λειτουργεί η κλεψύδρα, ίσως είναι ασφαλέστερο να χρησιμοποιείς για την απόδοση της Wasseruhr το υδραυλικό ρολόι (αφού ο όρος «νεροκλεψύδρα» είναι πρακτικά ανύπαρκτος).
 

daeman

Administrator
Staff member
...
ΛΚΝ
κλεψύδρα η [klepsíδra] Ο25: όργανο για τη μέτρηση του χρόνου, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως κατά την αρχαιότητα και το οποίο αποτελείται από δύο δοχεία που συγκοινωνούν με στενότατο σωλήνα, μέσο [sic] του οποίου το νερό ή η άμμος που υπάρχει στο ένα, αδειάζει σιγά σιγά στο άλλο, διαδικασία που κρατά ορισμένο χρονικό διάστημα.
[λόγ. < αρχ. κλεψύδρα]

ΛΝΕΓ
κλεψύδρα (η) {κλεψύδρων} 1. (στην αρχαιότητα) αγγείο με στενό στόμιο και πλατιά βάση με μικρές οπές, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως όργανο μετρήσεως τού χρόνου, ιδ. κατά τις αγορεύσεις των ρητόρων στα δικαστήρια, υπολογίζοντας τον χρόνο μέσα στον οποίο εξαντλούνταν το νερό με το οποίο ήταν γεμάτο καθώς έσταζε αργά σε σταγόνες

2.
όργανο μετρήσεως τού χρόνου, που αποτελείται από δύο γυάλινους κώνους ενωμένους σε ένα πολύ στενό σημείο, ώστε η άμμος που βρίσκεται στον έναν κώνο να πέφτει στον άλλον κόκκο προς κόκκο μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα: ~ των δύο | πέντε λεπτών || γυρίζω ανάποδα την ~ (για να αρχίσει τη μέτρηση τού χρόνου από την αρχή) ΣΥΝ. αμμόμετρο. — (υποκ.) κλεψυδρούλα (η).
[ΕΤΥΜ αρχ. < θ. κλεψ- (< κλέπτω, πβ. αόρ. ε-κλεψ-α) + -ύδρα < ύδωρ].



Καλησπέρα,

Νομίζω πως σήμερα η κλεψύδρα μάς παραπέμπει αυτόματα στην κλεψύδρα με άμμο. Επειδή όμως:

α. στη σύνταξη που έχεις σ' αυτή την πρόταση βολεύει περισσότερο να γράψεις «παράλληλα με τα ηλιακά, χρησιμοποιούσαν και υδραυλικά ρολόγια» —και υποθέτω ότι και σε άλλες περιπτώσεις στο κείμενο θα έχεις τέτοια αντιδιαστολή,

β. η λέξη κλεψύδρα έχει το ύδωρ μέσα της και θα προτιμούσα να μεταφερθεί αυτή η πληροφορία σε όποιον αναγνώστη δεν την ξέρει,

στη συγκεκριμένη περίπτωση θα πρότεινα να χρησιμοποιήσεις το υδραυλικό ρολόι, εξηγώντας κάπου (αν γίνεται) ότι τα υδραυλικά ρολόγια ήταν κλεψύδρες με νερό (και είναι ακόμα, συνήθως).

Παρεμπιπτόντως, για το αμμόμετρο παραπάνω:

Λεξικό Γεωργακά: αμμόμετρο [amómetro] το, (L) sand glass (syn αμμωρολόγιο, αμμωτό) [cpd w. μέτρον]

ΛΝΕΓ: αμμόμετρο (το) [1867] {αμμομέτρ-ου | -ων} η κλεψύδρα (βλ. λ., σημ. 2).


Εdit:
Δόκτορας γερμανομαθής στο τρέξιμο με πιάνει
εγώ την άμμο κοσκινώ κι αυτός γυαλιά μού βάνει
:laugh:
 
Top