Στρατής Τσίρκας: Ακυβέρνητες Πολιτείες, 2: Αριάγνη

απαραλλαξία (7) (κάθε απαραλλαξία με ονόματα…δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα μιας καθαρής σύμπτωσης)
παράσειο (14) το παράσειο με το σταυρό της Λορραίνης, που στόλιζε το μάρμαρο της σόμπας
πνευμονοθώρακας (17) το χαραχτηριστικό σφύριγμα των ανθρώπων που κάνανε πνευμονοθώρακα
εξωδικία (28) = ετεροδικία
τόλμπα (52) αιγυπτιακό; ίσως σημαίνει “Έλα πια!”
γλουγλουκάει (το αίμα) (56)
“Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή” (58)
"ντεκολτέ καλοκαιρινά γοβάκια" (154)
κοργίλα (168) “Ο καφές είχε μια γεύση κοργίλας”
ηλιακή απόφυση (173) “από τη ράχη ως βαθιά στην ηλιακή απόφυση”
ξεκουκίζω (κομπολόι) (177)
σιάπκα (238) = ουσάνκα
το μεγάλο γεφύρι της Γκίζα [sic] (260)


Τα ωραία

ο κρότος των πετάλων πάνω στην πέτρα, περιοδικός, κοφτός, σα χάντρα σε κομπολόι που κομματιάζει την ώρα της αναμονής (19)
κι ο αγέρας έσκιζε το φύλλωμα των ευκάλυπτων σα χτένι που δοκιμάζει διαφορετικές χωρίστρες (29)
Έξω απ’ τα παράθυρα, το φεγγάρι, στη χάση του, φαινόταν κίτρινο και παραμορφωμένο, σαν κωνσταντινάτο πάνω σε μαύρο μάρμαρο σαράφικου. (73)
Όπως σήκωσε τα μάτια πάνω μας, κοίταξα την εικόνα του ανάποδα μέσα στο κρύσταλλο. Έμοιαζε με λιοντάρι της θάλασσας που βουτούσε με το κεφάλι μέσα σε πράσινο βυθό (143)
Μα τα λόγια μου γλιστρούσανε σα φύκια πάνω σε καταποντισμένη κολόνα. (161)
Εστία του σύμπαντος τα σπλάχνα τους με το μαύρο, πικρό αίμα. Η ροζ αστραπή του ταυρικού πέους (196) (μιλώντας για τους “μινώταυρους” του εγωκεντρισμού και της εγωπάθειας)
Και τούτη η δυσωδία της σήψης, που μ’ ερέθιζε σα να μοσκοβολούσανε περβόλια με πορτοκαλάνθια! (208)
Σε λίγο άρχισαν να πέφτουνε πάνω στη ράχη μου χρυσά μισοφέγγαρα. Με σκίζανε απ’ την κορφή ως τις πατούσες. (211) (καθοδόν προς τον οργασμό)


Στο θάλαμο του νοσοκομείου με τους Πολωνούς τραυματίες

Από τη μέρα που μπόρεσα ν’ ανταλλάξω δυο κουβέντες μαζί τους και κατάλαβα πως όλοι τους ήταν αντισοβιετικοί, σαν ένας τοίχος από πάγο πυργώθηκε ανάμεσα στο κρεβάτι μου και τον υπόλοιπο θάλαμο. (70) [Ο Στάλιν έχω διαβάσει πως έλεγε πως το να θέλεις να κάνεις κομουνιστές τους Πολωνούς είναι σαν να θέλεις, ξερωγώ, να βάψεις τον ήλιο μαύρο]
Όποιος δεν είδε Πολωνούς μεθυσμένους να γιορτάζουνε την Πρωτοχρονιά δεν ξέρει τι θα πει όργιο. Όταν τελείωσε η βότκα που φέρανε οι επισκέπτες, οι νοσοκόμες παραβιάσανε τη ρεζέρβα του φαρμακείου, βγάλανε το οινόπνευμα και το πίνανε καθαρό, με το γαλόνι, γυναίκες και άντρες. (72)
 
Top