Γεώργιος Δροσίνης, Έρση

Γεωργίου Δροσίνη, Έρση (1922), εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι (sic) 2000

[Τα ‘χω βάλει όλα ανάκατα: λεξιλογικά, μορφολογικά, καλολογικά κοκ., άγνωστα και γνωστά.]

γρυπάρης 15 (γρύπος 17)
βρέσιμο 16
κάσσαρο 16
χάραξε το στόμα του σακκιού = (αμτβ.) μισάνοιξε 17
αναφρίκιασμα (που της έφερνε η δροσιά των ροδόφυλλων) 22
μαντιλοσκουφωμένη 25
πάνανθα (επίθ. για φυτά) 25
κλαδωτό (τραπεζομάντιλο) 25
κρυσταλλωτά (άσπρα μεγάλα ~ μούρα) 25
λοξογυρίζοντας 26
κοκκινοβουλωμένα (μάγουλα) 27
σουγιάς κολοκοτρώνης 28
παραπανίτσα (μια χελωνίτσα βρήκα παραπανίτσα και την πήρα) [Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος: υποκοριστικό επίρρημα, υπάρχει και στον Παπαδιαμάντη] 28
μονόδραχμο 28
με τ’ άλλο χέρι τον ευχαριστούσε ανατολίτικα, σηκώνοντάς το με τα δυο δάχτυλα ανοιχτά πρώτα προς το στόμα κ’ ύστερα προς το μέτωπο 28
ονειρευτή (ανακάλυψη) 32
πανικά (έμπορος πανικών) 32
ριζοκόρμια (των πλατάνων) 34
παρακλώναρα (καρυδιάς) 34
αργόψαρα (: μελανούρια, συναγριδάκια και λυθρίνια) 39
λιγόνερη (βρύση) 39
κρεβατίνα = πέργολα (με κληματαριά ή με αγράμπελη ή….) 39, 216
για βέβαια = σίγουρα, το δίχως άλλο 40
ψαρομυρισμένα (χαρτιά) 40
φερτό (παιδί ~ απ’ τη θάλασσα) 43
κοντραστάρει = αντιλέγει 43
κουφάλαλο 44
προαπαντήση 47, 82, 117, 150, 209, 268
απόσκιο 47
πρωτητερινή 59, 185
νταμωτά (υφάσματα) 60
ακροκέντητα (υφάσματα) 60
σταυροδετή (στη μέση) 61
αχνοσύννεφο 61
νυμφαία (αναφυλλιασμένη σα) 61
μαργαριτάρια αραδιαστά σε κόκκινο ατλάζι, τα δόντια ανάμεσα στα χείλη της 62
διχτυάρικες (βάρκες ψαράδικες) 63
σκαμπίλι (χαρτοπαίγνιο) 64
κούκκος (άσπρος ναυτικός) 65
παραφαντασμένη (όμορφη γυναίκα, μα) 70
δικαιώνω (σε δικαιώνω σε όσα λες γενικώτερα) 72, (ο Καλλιάδης δικαίωνε τα λόγια που του είχε πη ο Παύλος) 89, 91
και της είχαν ρίξη πάνω στην άδολη ψυχή της έναν ίσκιο περαστικό σαν το πέταμα ενός κόρακα πάνω από μια μαρμάρινη πλάκα 73
σετακρούτα (ρούχα από) 75
φτερό της μύτης (πτερύγιο) 75
σχολάρχης (του Σχολαρχείου) 77
έχω πεποίθηση στη γνώμη του 83
και καλά = σώνει και καλά (θέλησε και καλά ν’ ανεβούν απάνω) 85
μεσόσκαλο 85
θα μιλώ σ’ ενικό αριθμό της γυναίκας σου. Δεν είναι απ’ το πλήθος κι’ ο πληθυντικός δεν της πάει 87
μην ταράζης τη σβυσμένη στάχτη (μεταφ.) 87
αναψαριά (πβ. αναβροχιά) 117
άκρες μέσες 119
απόγειο = απόγειο αεράκι 124, 155, 237, 254
νειριάστηκα 125
ξαποδώς 135
αντιστύλι (δέντρου) 128
πρωτόφεγγα (άστρα) 128
μακρόβλαστο (κρίνο) 138
λες και = λες, θαρρείς (η ματιά του, που είχε πάρη λες και της νεκρωμένης ακοής την ενέργεια) 140
ξετόπισε = απόδιωξε, έδιωξε (Ούτε ξετόπισε από το νου της ο ερχομός του παιδιού το μεγάλο της όνειρο) 143
ώρα = εποχή (για την ώρα αυτή του έτους) 143
Στον Παύλο όμως δεν έδοκαν αυτές τις πληροφορίες όσους ρώτησε για το μοναστήρι, το Χαλαστάρα κι άλλους (144) [περίεργη έλξη!]
πανωσάμαρα (να καθίσουν πανωσάμαρα και το βουβό παιδί) 147
αυγά πηχτά (=μελάτα;) 147
συμπόνεμα 150, 197
προσέχω στο άλογο 151
κάνω σεργιάνι = αγναντεύω 154
καταστερωμένη (εικόνα του Προφήτη Ηλία να λαμποκοπά καταστερωμένη με τρεις τέσσερις σειρές ασημένια αφιερώματα) 154
κάπνα = πούσι, καταχνιά (απ’ τη φουρτούνα) 155
για να βρουν μέρος που θα καθίσουν να φάνε 155
οι δυο μόνοι με την Έρση = αυτός και η Έρση μόνοι τους
απόγερνε (το μισοφέγγαρο) 157
ωνειριασμένη 163
αναταράχτηκε (Η μια απ’ τις γίδες είχε ξυπνήση ωνειριασμένη κι’ αναταράχτηκε) 163
απόσπρωξε = απώθησε (Η Έρση τον απόσπρωξε ήσυχα, απαλά με το χέρι της) 165, 171 190, 260
το μισό φεγγάρι κοκκινίζοντας όλο και περισσότερο, όσο κατέβαινε, στο τέλος είχε χαθή σαν να κάηκε απ’ τη φλόγα του 166
φουσκαλίδα = φυσαλίδα (απ’ τον αφρό της σαμπάνιας) 170
απόσβυστες (των γρύλλων οι φωνές) 171
σαν να κρυφομιλούσαν μεταξύ τους ξάγρυπνες οι ρίζες των δέντρων 171
σάν πως = σάμπως 177
γεροκομειό 185
λαμπαδοκλώναρα (κερασούλα σαν μανουάλι με τέσσερα ~) 185
ανάγειρε 185
θεριωμένα = θεριεμένα 186
σ’ ένα διάστημα = σ’ ένα σημείο 186
πάντα έγινε μια καλή αρχή, που αν όχι άλλο φανέρωνε πως… (πάντως, αν μη τι άλλο) 187
τελειωτικά = στο τέλος, εντέλει 193
δεν ντρέπεσαι που θ’ ανακαλύψουν τίποτα! = σιγά μην ανακαλύψουν τίποτα! 193
ριζωτά (ο ήλιος μπαίνει την αυγή ~ απ’ τη μπούκα της σπηλιάς) 195
μπαρουτάσκαγο (sic) 196
ντουμπλέ = διπλή ντουφεκιά; (του κόβω ένα ντουμπλέ)196
χύνει τα πούπουλα χιονιά (ο περίστερος που του έκοψα ένα ντουμπλέ) 196
έμπυωσε = έπιασε πύο 197
παρτσάς = κομμάτι (θα τιναχτώ με δυναμίτη και δε θα βρουν ούτε έναν παρτσά από τον Αντρίκο) 197
κάθε πολύ και λίγο = κάθε τρεις και λίγο 199
με δυο τρεις μέρες = σε δυο τρεις μέρες 202
Πάντα πριν του τέλους Σεπτεμβρίου = Πάντως πριν το… 210
ξάστραμμα (από χαραμίδα [sic] παραθύρου) 215
αφού απελπιστούν να γίνουν φίλοι της = ότι 221
γάλα αγιασμένο με λίγο νερό (ειρωνικά ή σοβαρά;) 223
πρωτολάλητο (χελιδόνι) 230
απόγυρτος (στον απόγυρτον απ’ της ζωής τον κάματο Άνθρωπο) 230
κιτρινόχειλο (στόμα) 233
αντιλέξη (αντιμιλήσει) 236
κωρονάτο (μεγάλο φαγγρί ~) 249
λίγερη = ιλαρά (ερμην. Δροσίνη) 249
ζωδεμένος = «ματιασμένος» [Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος: ζώδιο+δένω;] (λες κι είναι ζωδεμένος αυτός ο ερχομός σας· αλήθεια είναι ζωδεμένη αυτή η εκδρομή μας) 249
αυτό ν’ ακούεται = να λέγεται 249
πιτίκι = φλούδα πεύκου (ερμην. Δροσίνη) 251
αφροστέφανα (κύματα ~) 257
σαρίζονται = παρασέρνονται; (πβ. σάρα) (να τα βάλη [τα αθάνατα] αντιστύλια να μη σαρίζωνται κάτω τα χώματα του περιβολιού του) 264
τρομπαμαρίνα 268
κοντόδεντρα = χαμόδεντρα 270
μόλεμα 277
ζουνάρι (κότερου) 280
ξενέρισμα (το ~ των κουπιών) 283
σκουφομάντιλο 286
στο πόδι (επίρρ.) = αμέσως; πρόχειρα, επί τόπου 286
θα τραμπαλαριστήτε (μέσα στη βάρκα, από το αντιμάμαλο) 288
κιάρα = διάφανα (τα νερά) 288
δρομίς (επίρρ.) = δρομαίος (έρχεται καβαλάρης και δρομίς) 290

Όταν έχει ένα όνομα και πολλά επίθετα, αποφεύγει κατά κανόνα να τα βάζει όλα αριστερά του ονόματος (Ο)· τα μοιράζει 2-Ο-1, 1-Ο-2, Ο-3 κοκ., χωρίς κόμματα. Π.χ.:

μια χοντρή μαντιλοσκουφωμένη υπηρέτρια μεσόκοπη (25)
ένα τραπεζάκι τετράγωνο ξύλινο απλό άβαφο (25)
Εξαίρεση: γεμάτο άσπρα μεγάλα κρυσταλλωτά μούρα (25)
κανένα περιοδικό ξένο καινούργιο (34)
λιγόνερη βρύση πέτρινη (39)
παλιά πλατειά κορνίζα χρυσή / Δυο καρέκλες βαρειές καρυδένιες νησιώτικες (289)

Εδώ μπορείτε να κατεβάσετε μια μικρή βιβλιοκρισία του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου σχετική, από μια Καθημερινή του 1999.
 
Αυτό το "στο πόδι", στο 286, πρέπει να σβηστεί, γιατί τελικά πρέπει απλώς να σημαίνει το γνωστό μας "πρόχειρα, επί τόπου".
 
Top