Γιάννης Μπεράτης, Το πλατύ ποτάμι

Έκδ. Ταχυδρόμου, 1965

12,3 (Πρόλογος Κ.Θ. Δημαρά) χάρις, άλλωστε (μπροστά σε φωνήεν. +1)
passim ορισμένως = σίγουρα, το δίχως άλλο
65,4 παγωνιά = παγωμάρα
90,1 στήλη = μπαταρία passim
94,3 τα σκούρα = οι γρίλιες [μάλλον]
99,1 είμαι ντέφι = είμαι κουδούνι
110,1 Βασιλικές Γέφυρες (Αθήνα)
121,3 καθεβραδινός
124,1 προαναγγέλνανε (+1)
130,9 σκάω τις κλειδώσεις των δαχτύλων μου
136,4 πρόβελνε (+1)
145,5 κάτι το εντελώς ένστικτο [βλ. νήμα για τον Οδηγό Ύφους Μαρωνίτη]
149,1 ένστικτα [επίρρημα]
154,2 η μανδύα passim
167,4|304,5|408,5 ώσαμε = ίσαμε
170,4 γαλιά (τα) = γαλόπουλα (Τους αφόπλισα όλους, εκεί, μες στο νερό, και σαν γαλιά, τον ένα πίσ' απ' τον άλλο, τους ανέβασα απάνω)
182,7 κάσκα = κράνος passim
203,7 αμαξόπορτα [η πόρτα για τις άμαξες]
204,4 τα Έμπεδα της Αθήνας
204,5 μετζοπάτωμα
204,5 σπουδαχτική κίνηση (μαχμουρλίδικη ακόμη μα σπουδαχτική κίνηση της οδού Σταδίου)
208,5 φαλαγγίτρια (χαρέμι από ~, μεταφ. για τις ψείρες)
211,3 | 317,1 παρασταίνω = δίνω παράσταση (perform)
213,1 συγκοπάτα
226,4 πουμώνω = φλομώνω (καπνός που μονίμως πούμωνε κάποια μαραμένα και κιτρινισμένα χορτάρια)
231,2 στη "γούρνα" (περπατούσανε σκυφτοί στα δυο και με το κεφάλι στη "γούρνα", όπως όταν παίζαμε τα βαρελάκια)
259,9 αντιαρεπορικό
303,9 κουσκουσουριό = κουτσομπολιό
314,3 αιφνιδίασμα
319,4 χουμσίνι (νάτη πάλι όλη η παλιοπαρέα, νάτα τα χουμσίνια μου, νάτες οι μουργέλες μου!)
333,4 πασίχαρο
348,6 στονάρω (μεταφ.: η ακαμψία του στονάριζε παράξενα με τη χοντρή μύτη του)
349,2 απορίχνω = απορρίπτω, ξεσκαρτάρω
384,4 αναφουφουλιάζομαι (αμέτρητα πουλιά αναφουφουλιαζόντουσαν και τιτιβίζανε)
385,1 στήνω πηγάδι = στήνω πηγαδάκι
391,4 άναυλο ταξιδάκι = άνευ ναύλου
392,1 λιλί = στολίδι (μαγαζί για λιλιά)
392,1 κάνω στράκες (μεταφ.: νταρντανάρα που κάνει στράκες σαν βγαίνουμε σεργιάνι)
394,2 "καλωσιρλίκια" = καλωσόρισμα (στο στόμα χαρακτήρα του μυθιστορ., με πλάγια)
400,3 | 410,2 κατασύνεχος = συνεχής (μας έκανε κατασύνεχα νοήματα | πέντε κατασύνεχους μήνες)
403,5 ποντιές = σπόντες
405,1 σελτές = στρώμα
405,1 καπαμάς = κοκκινιστό
412,5 σάκκος = επενδύτης;
412,6 έχεις δει παπάκι πώς γλιστράει στο νερό; έτσι θα πάει η δουλειά από δω και κάτω
413,1 κωλοκόβομαι = ξεκωλώνομαι
413,4 έχουνε τα μυαλά τους πάνω απ' τα μαλλιά τους = πάνω απ' το κεφάλι τους
416,1 βυζάχτρες (του λάστιχου αυτοκινήτου. Τα επιμέρους στοιχεία του πέλματος; Και πώς τις λέμε σήμερα;)
419,2 φαρδολάγονος
427,2 σοϊλής
427,4 μανιατά (αυτά τα μπουζιά σου, τα καρμπιρατέρια σου, τα μανιατά σου που τα λες)
436,3 ανάλοφος = ανάλαφρος; (συνηθισμένος τόσον καιρό στον ανάλοφο και ξεκάθαρο αέρα των βουνών)
438,6 ξεμπουσουλιασμένος (στεκόντουσαν με χέρια που κρεμόντουσαν αμήχανα στα πλάγια τους, τέλεια ξεμπουσουλιασμένοι)
439,1 ζουματάω = ζεματάω
446,6 γελάω γέλιο (σύστοιχο, χωρίς "με": γελούσε εκείνο το χαμηλόφωνο καλογερίστικο γέλιο του)
451,4 Ουχού! νάτη η Μαγδάλω με το στόμα το μεγάλο! (βλέποντας τον συρματόπλεχτο υπαίθριο χώρο αιχμαλωσίας τους)
453,6 από γεννησιού μου
453,6 λεβίθα = παράσιτο των εντέρων (με γαργαλάει σα λεβίθα)
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Ωραία λίστα, Κώστα!
Ό,τι πήρε το μάτι μου στα γρήγορα: γαλιά πρέπει να είναι τα γαλόπουλα (οι μικρές γαλοπούλες), πομώνω και πομώνομαι το λένε ακόμα εδώ για το φλομώνω, πνίγομαι (πομώθ'κα), και τα λιλιά και τον σελτέ και τις πόντες, ενώ σάκκο λέγανε παλιά στην Κρήτη (κι ακόμα μερικοί) το σακάκι (βλ. ετυμ.), το πανωφόρι (όπως τον ιερατικό σά(κ)κο). Έχει κι άλλο ψωμί εδώ, αλλά αν κάτσω τώρα, το ψωμί μου δε θα το βγάλω.
 
Για το γαλιά, δεν ξέρω τι είναι. Μέχρι που σκέφτηκα πως μπορεί ναι είναι τυπογραφικό, αντί για γατιά. Κοίταξα και στο Λεξικό της Ακαδημίας, και λέξη γαλί δεν έχει.
 

SBE

¥
Μπορεί να μην την έχει το λεξικό, αλλά η λέξη γαλί υπάρχει και σημαίνει τη μικρή γαλοπούλα. Το λέει η γιαγιά μου. Η οποία επίσης λέει τα σκούρα και εννοεί τα ρολλά, τις γρίλιες κλπ.
 
Επιβεβαιώνω για το γαλί (τα γαλιά) = μικρή γαλοπούλα, χωρίς πηγές ούτε τεκμηρίωση, απλώς το ήξερα, δεν θυμάμαι από πού ή από ποιον.
 
Πάρα πολύ ωραία! Βέβαια εξακολουθώ να μην 'πιάνω' την εικόνα του αφηγητή να βγάζει έναν έναν τους Ιταλούς αιχμαλώτους, σαν τις μικρές γαλοπούλες, από το ποτάμι. Κάποιος μοντ λοιπόν ας βάλει εκεί ένα "γαλόπουλα;", αν θέλει.

Αλλά κυρίως, κάποιος μοντ ας διορθώσει τον τίτλο του μυθιστορήματος, που ο δαίμων του...εγκεφάλου μου τον έκανε από Το Πλατύ Ποτάμι, Το Βαθύ Ποτάμι! (ευχ. τον δρα Μοσέ!)

Mod: Έγιναν.
 

Earion

Moderator
Staff member
Με εντυπωσιάζει η λεβίθα. Τι σχέση μπορεί να έχει με τα Λέβιθα ή την Λέβιθα, το μεγαλύτερο (ίσως) ακατοίκητο νησί του Αιγαίου; (Έγινε και μάχη εκεί στον Β΄ Π.Π., με μεγάλες απώλειες για το Long Range Desert Group).
 
Ναι, κι εμένα πήγε ο νους μου σ' αυτό το νησί, που το γνωρίζω από....τους χάρτες.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
λεβίθες ή έλμινθες (στη Live Pedia): ή έλμινθες. Σκουλήκια - παράσιτα στο έντερο του ανθρώπου και πολλών ζώων. Τα κυριότερα ανήκουν στις τάξεις των πλατυελμίνθων και των νηματελμίνθων. Χαρακτηριστικά είδη της πρώτης είναι οι ταινίες άοπλη, μονήρης - ένοπλη, εχινόκοκκος και υμενολέπις η νάνος, που ανήκουν στους κεστώδεις σκώληκες, ενώ της δεύτερης η ασκαρίδα η σκωληκοειδής ή νηματοειδής (που λέγεται κοινώς λεβίθα), τα διάφορα αγκυλόστομα και ο οξύουρος ή εντερόβιος ο σκωληκόμορφος.
Οι έλμινθες προκαλούν σοβαρότατες παθήσεις. Εκτός από το πεπτικό σύστημα προσβάλλουν πολλά άλλα μέλη του οργανισμού και δημιουργούν ακόμη επικίνδυνες δευτερογενείς ασθένειες.
 

vasnou

New member
Μόλις τελείωσα την ανάγνωση του βιβλίου "το πλατύ ποτάμι" και η λίστα με τις λέξεις και τις εκφράσεις
ήρθε να απαντήσει και σε δικές μου απορίες! Μπράβο Κώστα κι από μένα..
Μία έκφραση που δεν γνωρίζω και δεν ξέρω από που προέρχεται και τι ακριβώς σημαίνει
είναι η εξής: σελ. 307 "μας παίρνετε πάντα για πράσινο χαβιάρι και δεν θέλετε να μας πείτε πράματα που τα
καταλαβαίνουμε όλοι μας"...
 

bernardina

Moderator
"Πράσινο χαβιάρι", λέγεται για προϊόν απάτης. "Τον πουλάω για πράσινο χαβιάρι" = τον εξαπατώ.

Έτσι, τουλάχιστον, λέει εδώ.

Καλώς ήρθες! :)
 
Top