convenance [FR>EL]

Η πολιτική δικαιοσύνη καταπραΰνει τα συναισθήματα και εκτονώνει την εκρηκτική δυναμική –προϊόν συγκίνησης και μίσους– που είχε ενεργοποιήσει ο εμφύλιος πόλεμος. Με λίγα λόγια, η πολιτική δικαιοσύνη είναι ταυτόχρονα αναγκαιότητα και convenance.

Τι είναι αυτό το convenance εδώ; Έχετε καμιά ιδέα;
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Η πρώτη έννοια που μου έρχεται στο μυαλό είναι «τύπος» ή καλύτερα «σύμβαση» (με την έννοια του συμβιβασμού, του συμφέροντος).
 
Συμφωνώ με όσα ειπώθηκαν και να προσθέσω τη σημασία αυτού που βολεύει για την περίπτωση.
 
Αν μπορούσες να μας δώσεις το πρωτότυπο, θα ήταν καλύτερα.
 
Είχα βάλει "σκοπιμότητα", αλλά μάλλον τείνω προς το "σύμβαση" (με την έννοια του συμφέροντος).
 
Convenance(s)

Η σημασία (κοινωνικές) συμβάσεις είναι συνηθέστερη όταν το convenances χρησιμοποιείται στον πληθυντικό. Μήπως το πρωτότυπο γράφει «de convenance»; Σ' αυτή την περίπτωση νομίζω ότι θα μπορούσε κανείς να μεταφράσει «κοινωνικά επιβεβλημένος», «σύμφωνος προς τις κοινωνικές συμβάσεις» ή κάτι παρόμοιο. Το www.cnrtl.fr δίνει σαν ερμήνευμα τού de convenance, «Qui est conforme aux usages de la société».
 

nickel

Administrator
Staff member
Να μου επιτρέψετε να επιμείνω λίγο περισσότερο στον κλασικό συνδυασμό της ανάγκης με την ευκολία; Με επηρεάζει και το αγγλικό necessity and convenience, ότι κάτι το διαλέγουμε όχι επειδή το αγαπάμε αλλά γιατί μας το επιβάλλουν ή μας διευκολύνει, είναι λύση ανάγκης ή λύση ευκολίας.

Το «σύμβαση» έχει τόσες σημασίες που δεν θα τονιστεί επαρκώς η διάσταση της βολής.
 
Top