«περί άλλα τυρβάζει» ή «περί άλλα τυρβάζεται»; «περί άλλα τυρβάζει» (ή «περί άλλων τυρβάζει»)

Elsa

¥
Διάβασα την έκφραση «περί άλλα τυρβάζεται» στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία σε άρθρο του Γιώργου Σταματόπουλου και μου χτύπησε λάθος, αλλά το έψαξα και είδα πως κάποιοι -ελάχιστοι στο google- λένε πως έτσι είναι (και ότι το ρήμα είναι τυρβάζομαι που σημαίνει ασχολούμαι), σε πείσμα των 2.000 αντίθετων που γράφουν -αυτό που κι εγώ θεωρούσα σωστό- «περί άλλα τυρβάζει».
Για να μην πούμε και για τα (λίγα) «αλλού τυρβάζει».

Αντίθετα ο Τριανταφυλλίδης λέει:
τυρβάζω [tirvázo] P (μόνο στο ενεστ. θ.) : μόνο στην έκφραση μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά, για κπ. που ασχολείται με πολλά συγχρόνως και παραμελεί το κύριο έργο του. [λόγ. < αρχ. τυρβάζω (η φρ. από την Κ.Δ.: Mάρθα, Mάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζFη περί πολλά)]
 
Το ΛΝΕΓ δίνει "περί πολλά/άλλα τυρβάζω"= ασχολούμαι με άλλα (όχι αυτά που πρέπει) ή ασχολούμαι με πολλά. Σχολιάζει: όπως φαίνεται από τη φράση του Ευαγγελίου, ο ορθός τύπος είναι τυρβάζη/-ει, που είναι β' πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρ. τυρβάζομαι. Το αρχαίο ρ. τυρβάζω έχει άλλη σημασία=κινώ, αναταράζω, σαλεύω ή διάγω ευχάριστο βίο, και θα έδινε το τυρβάζεις.
 

nickel

Administrator
Staff member
Από τον Λουκά μάς ήρθε λοιπόν η φράση και παντελώς αγνοούμε τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, που έγραφε «ουκ εβούλετο γαρ ο κτίσας ημάς θεός μεριμνάν και περί πολλά τυρβάζεσθαι». Γιατί, αν γνωρίζαμε τη δεύτερη φράση και δεν γνωρίζαμε την πρώτη, ίσως να διασωζόταν η μεσοπαθητική χρήση. Ωστόσο, το λάθος έχει επιβάλει τη χρήση του ενεργητικού ρήματος με τη σημασία του «ασχολούμαι», παρέα με το «περί», στα χρόνια μας έτσι χρησιμοποιείται το ρήμα, χωρίς περίεργες υποτακτικές, το διαδικτυακό δείγμα δείχνει 8.500 τυρβάζουν και τυρβάζει (σε σύγκριση με 25 τυρβάζονται και τυρβάζεται, που και ο ορθογραφικός διορθωτής υπογραμμίζει) και όποιος γράφει σαν φυσιολογικός άνθρωπος και δεν θέλει να γράφει σαν τον Λουκά ή τον Δαμασκηνό, τυρβάζει και τυρβάζουν γράφει.
 
Εμένα το Google Νίκελ, πέρα από την φράση του Δαμασκηνού που λες εσύ, μου βγάζει αποτελέσματα και από την Ειρήνη του Αριστοφάνη. Δυστυχώς, στα Αρχαία είμαι από λίγο ως πολύ rusty (αν και φιλοδοξώ στο άμεσο μέλλον να τα ξαναπιάσω). BTW, οι online resources που υπάρχουν στο internet για τη μάθηση των Αρχαίων Ελληνικών αξίζουν τίποτα; Λέτε;
 
Το "τυρβάζεται" του ΓΣταμ το είδα κι εγώ και το βρήκα κωμικό. Μάλλον θα γράψω, άμα τη επανόδω μου (κι άμα δεν την επανόδω, πείτε της ότι πέρασα καλά). Όσο για τον Δαμασκηνό, είναι περίεργο ότι σε άλλο έργο του δίνει το ευαγγελικό χωρίο με τύπο "τυρβάζεις". Και ενεργητικοι τύποι υπάρχουν κάμποσοι ήδη από ταρχαία.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ξανανοίγω αυτό το νήμα επειδή πήρα σήμερα από την Άσπρη λέξη το παρακάτω λειψό κείμενο:

Η φράση αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη (κατά Λουκά Ευαγγέλιο, Ι΄ 41) και την απηύθυνε ο Χριστός στη Μάρθα: Mάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά. Χαρακτηρίζει κάποιον που ασχολείται με πολλά συγχρόνως και παραμελεί το κύριο έργο του, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία.

Το ρήμα τυρβάζω σήμαινε στα αρχαία ελληνικά «ταράσσω, ανακατώνω, ασχολούμαι, φροντίζω». Το ουσιαστικό τύρβη σήμαινε «θόρυβος, σύγχυση, ταραχή».
Στον Παυσανία αναφέρεται και ως είδος θορυβώδους χορού προς τιμήν του θεού Βάκχου.


Έχει περάσει η Α.Λ. στο θέμα των λόγιων εκφράσεων αυτή τη βδομάδα, αλλά το παραπάνω θα δημιουργήσει πολλές απορίες καθώς πηδάει από το «τυρβάζη» με «η» του Ευαγγελίου στο ενεργητικό «τυρβάζω» χωρίς καμιά εξήγηση.

Αν ανοίξετε τη σχολική γραμματική της αρχαίας, θα δείτε στο παράδειγμα να γράφει: λύομαι, λύη (ή λύει), λύεται κ.λπ. Δεν έλεγαν τότε ούτε λύεσαι ούτε τυρβάζεσαι.

Έχει δίκιο ο sarant ότι ο Δαμασκηνός σε ένα έργο του δίνει το ευαγγελικό χωρίο με τύπο "τυρβάζεις" (Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς, καὶ τυρβάζεις περὶ πολλά), αλλά ο ίδιος έχει και τυρβάζεσθαι και τυρβάζη και ετυρβάζετο και, τέλος πάντων, δεν έχει σημασία.

Αυτό που μετρά είναι ότι το δεύτερο πρόσωπο τυρβάζῃ του μεσοπαθητικού τυρβάζομαι στο Ευαγγέλιο επέβαλε, από λάθος, στη νεοελληνική χρήση, νέα σημασία («ασχολούμαι, καταπιάνομαι») στο ενεργητικό τυρβάζω. Δεν θα πούμε σήμερα στο φίλο μας ούτε «Φοβάμαι ότι τυρβάζῃ περί πολλά» ούτε «Φοβάμαι ότι τυρβάζεσαι περί πολλά». (Και πόσοι πια θα πουν «Φοβάμαι ότι τυρβάζεις περί πολλά»;)

Από τον Νίκο Σαραντάκο (παππού):

Συνταξιούχος μεν, τεμπέλης όχι
περί πολλά τυρβάζω,
-δουλεύω, γράφω στίχους και διαβάζω-
κι επιφυλάσσομαι να κάτσω σε μια κώχη
όταν καμμιά φορά γεράσω -συν θεώ-
μ' αυτό θ' αργήσει να γενεί. Σε βεβαιώ.
 
Last edited:

UsualSuspect

New member
Τηλέμαχος Χυτήρης: "περί άλλων τυρβάζουμε"... μπερδεύτηκα τελείως!:eek:
 

nickel

Administrator
Staff member
Μήπως είπε «περί άλλον τυρβάζουμε» (μα τι καθόμαστε και ασχολούμαστε με τον Σαμαρά;);
 

UsualSuspect

New member
Έχεις δίκιο. Δια την αποκατάστασην της ορθότητος της γλώσσης νομίζω ότι το σωστό είναι:" περί άλλα τυρβαζόμεθα". Anyways, το "περί πολλά τυρβάζη" έχει την ίδια μοίρα με το "... την κεφαλή κλίνη-κλίναι". Δες στο γκουγκλ.
 

daeman

Administrator
Staff member
Δε βαριέσαι, όλοι τυράκια βάζουν, ο καθείς στη φάκα του. ;)
 

nickel

Administrator
Staff member
Θυμήθηκα αυτό το νήμα από συζήτηση που γίνεται αλλού. Στα λεξικά μας διαβάζω:
μόνο στην έκφραση μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά (ΛΚΝ)
μόνο στη ΦΡ. περί πολλά/άλλα τυρβάζει (ΛΝΕΓ)

Δεν θυμάμαι αν το σχολιάσαμε ήδη, αλλά ας δούμε και μερικά ευρήματα, γιατί αυτό το «μόνο» δεν ισχύει. Έχουμε και την αλλαγή στην πτώση που ακολουθεί το περί, όπως στα διαδικτυακά παραδείγματα:

  • Πολλοί αναρωτούνται, γιατί δεν ασχολούμαι με τον ΣΥΡΙΖΑ, και περί άλλων τυρβάζω.
  • το μέγα έλλειμμα της ελληνικής πολιτικής, η οποία ως συνήθως υπεκφεύγει και περί άλλων τυρβάζει.
  • Αν δεν το θέλετε αυτό, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι που εξαπολύετε μύδρους επί άλλων και επί αλλοτρίων και περί άλλων τυρβάζετε, πείτε το.
  • Τα καρτέλ ζουν και βασιλεύουν και οι αρμόδιοι περί άλλων τυρβάζουν.

Έχει κάνει ζημιά και ο Σκαμπαρδώνης με τον τίτλο του βιβλίου του «Περιπολών περί πολλών τυρβάζω».



Αλλά, τη στιγμή που έχουμε αλλάξει τα φώτα στο τυρβάζω/τυρβάζομαι, γιατί θα πρέπει να διατηρήσουμε την αιτιατική μετά την πρόθεση; Προσαρμόζουμε και τη σύνταξη της πρόθεσης έτσι ώστε να σημαίνει «σχετικά» και όχι «περίπου»:

περί πρόθ. (βλ. και περι-) : (λόγ.) συνήθ. σε εκφράσεις με γενική: περί ανέμων και υδάτων*. έχω κπ. περί πολλού, τον θεωρώ πολύ σπουδαίο και αξιόλογο, τον θαυμάζω και τον υπολογίζω. περί τίνος πρόκειται*; ο περί ου ο λόγος*. ΦΡ περί όνου* σκιάς. || με απόλυτο αριθμητικό και αιτιατική για υπολογισμό με προσέγγιση· περίπου, γύρω σε: περί τις πεντακόσιες δραχμές. περί τα εκατό κομμάτια.

http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=περί&sin=all
 
Top