Το λάθος

nickel

Administrator
Staff member
Οι λακωνικές διατυπώσεις αφήνουν περιθώριο για παρεξηγήσεις, οπότε ας πω (πάλι) την άποψή μου για κάποια πράγματα.

Επισημαίνουμε εδώ μέσα κάποια γλωσσικά (και μεταφραστικά) λάθη και ο σκοπός μας είναι να τα βλέπουν και να μην τα επαναλαμβάνουν οι συνάδελφοι, που σαν κι εμάς δεν γεννήθηκαν αλάνθαστοι αλλά σαν κι εμάς επιδιώκουν καθημερινά να βελτιώσουν τις γλωσσικές τους δεξιότητες, κυρίως για να μην ταλαιπωρούνται οι ίδιοι, οι επιμελητές τους, οι αναγνώστες τους.

Κατά τ’ άλλα, πρέπει να αναγνωρίζουμε ότι το λάθος είναι μια από τις ρόδες πάνω στις οποίες προχωρά και αλλάζει η γλώσσα, και συχνά επισημαίνω πώς έχουν διαδοθεί λογικά λάθη και έχει φτάσει η ώρα να τα δεχτούν και τα λεξικά και να αποενοχοποιηθούμε για τη χρήση τους. Υπάρχουν και λάθη που παραμένουν ένοχα. Μπορεί να παραμείνουν ένοχα στη διάρκεια του βίου μας, μπορεί σε δέκα χρόνια να τα έχουν αγκαλιάσει όλοι σαν σωστά. Δηλαδή, το λάθος διαγράφει μια πορεία. Υπάρχουν κάποιοι λόγοι που το γεννούν και, ανάλογα με τους λόγους, μπορεί να έχει απήχηση, διάδοση και καθιέρωση. Ή μπορεί να μη γίνει ποτέ αποδεκτό (για λόγους που δεν χρειάζεται να αναλύσω εδώ). Σ’ αυτή την πορεία που διαγράφει το λάθος αλλάζουν συνεχώς τα ποσοστά αυτών που το βάζουν στο λόγο τους. Και θα υπάρχουν στο δρόμο προς την καθιέρωση κάποιοι που θα το χρησιμοποιούν συνειδητά παρότι γνωρίζουν ότι κάποιοι άλλοι ή η επίσημη γραμματική το θεωρούν λάθος. Σύμφωνα με την επίσημη γραμματική (τη σχολική ορθογραφία) η μπύρα, το κτήριο ή το καθίκι είναι ορθογραφικά λάθη.

Πότε «επιτρέπεται» στον άνθρωπο που γράφει να βάζει συνειδητά στο γραπτό του κάτι που γνωρίζει ότι η επίσημη γραμματική θεωρεί εσφαλμένο;

1. Όταν θέλει να επικρατήσει αυτό που τώρα θεωρείται λάθος. Όταν ο κ. Μπαμπινιώτης βάζει τις δικές του ορθογραφίες στο ΛΝΕΓ, αυτό κάνει. Επιδιώκει να καθιερώσει γραφές που οι περισσότεροι (αλλά και η επίσημη γραμματική) δεν δεχόμαστε και δεν χρησιμοποιούμε. Λεξικογραφικά είναι απαράδεκτο. Ο κ. Μπαμπινιώτης όμως το κάνει γιατί έχει τους λόγους του και ο κ. Μπαμπινιώτης δεν είναι κάποιος τυχαίος.

Ωστόσο, δεν απέχω από αυτή την προσέγγιση όταν αρνούμαι να γράψω καθοίκι. Και κάτι παρόμοιο κάνουμε όλοι μας. Και αυτό δεν αφορά μόνο τις ορθογραφικές διαφορές. Εδώ έχουν γίνει συζητήσεις και συζητήσεις για τους ασκούς του Αιόλου και τις χρονικές αυξήσεις και χίλια δυο άλλα μη ορθογραφικά.

2. Όταν βάζουμε το «σφάλμα» στο στόμα κάποιων άλλων: των ηρώων ενός μυθιστορήματος ή ενός θεατρικού που γράφουμε, αλλά και στη μετάφραση, εκεί που στο πρωτότυπο δεν έχει λάθος, ορθογραφικό ή συντακτικό. Πότε είναι σωστό να κάνουμε λάθος;

Δεν θα διαφωνήσει κανείς ότι, ενώ ο δοκιμιακός λόγος καθρεφτίζει την ποιότητα της γλώσσας που θέλει και μπορεί να προβάλει ο δοκιμιογράφος διότι εκεί είναι απόλυτα ταυτισμένος με το γραφτό του, στο μυθιστόρημα, στο θεατρικό έργο, στο διάλογο ενός σίριαλ, ο συγγραφέας οφείλει να ξεχάσει τον τρόπο που αυτός εκφράζεται και να δημιουργήσει ήρωες που θα είναι σφαιρικοί, και η σφαιρικότητά τους θα περιλαμβάνει τον γενικότερο και τον ειδικότερο τρόπο έκφρασής τους. Ενίοτε μόνο αυτόν, αφού ο τρόπος που μιλάμε μπορεί να αποκαλύψει περισσότερα από ένα βιογραφικό.

Έτσι οι διάλογοι μπορεί να αποτυπώνουν κάθε είδους αποκλίνουσες μορφές: να περιλαμβάνουν τοπικά ιδιώματα, λαϊκές εκφράσεις, χυδαιολογίες, καθαρευουσιανισμούς, σολοικισμούς — οτιδήποτε ακούγεται διαφορετικό και που μπορεί να μην έχει καμιά σχέση με τα ελληνικά που μιλά ή γράφει ο συγγραφέας / ο μεταφραστής αλλά που είναι πετυχημένο αν αποτυπώνει ικανοποιητικά τα ελληνικά που (α) πραγματικά μιλάει ένας άνθρωπος σαν τον άλφα ή βήτα ήρωα, (β) φαντάζονται οι αναγνώστες / ακροατές ότι μιλάει ή (γ) μιλάει με πετυχημένο τρόπο η καρικατούρα που φτιάξαμε και που όλοι ξέρουμε ότι είναι ανύπαρκτη.

Δεν αποκλείεται η περίπτωση να έχει κάνει καλή δουλειά ο συγγραφέας, αλλά κάποιοι αναγνώστες του να θεωρήσουν αφύσικο τον τρόπο που έχει βάλει έναν ήρωά του να μιλάει επειδή η δική τους εμπειρία είναι διαφορετική. Κίνδυνοι του επαγγέλματος.

Έρχομαι τώρα και στο φόβο του μεταφραστή μήπως θεωρηθεί ότι το λάθος είναι δικό του. Έχουμε μιλήσει για την περίπτωση συντακτικών ή πραγματολογικών λαθών του συγγραφέα και πώς ο μεταφραστής θα πρέπει να προφυλαχτεί, για να μη θεωρήσει ο προσεκτικός αναγνώστης ότι το λάθος είναι του μεταφραστή. Μπορεί να προφυλαχτεί συνήθως με κάποια υποσημείωση.

Αν όμως έχουμε να κάνουμε με γλωσσικά λάθη (βάζετε πάντα εισαγωγικά στο λάθη γιατί εγώ τα ξεχνάω) που συμμετέχουν στο ζωγράφισμα του πορτρέτου κάποιου ήρωα, που τον τοποθετούν κοινωνικά ή γεωγραφικά, εδώ δεν μιλάμε για ένα ξεκάρφωτο λάθος. Με ένα ξεκάρφωτο λάθος δεν έχει κάνει σωστά τη δουλειά του ο συγγραφέας, εκτός αν πρόκειται για λάθος που είναι πιο συνηθισμένο από το σωστό. Τα λάθη είναι βαλμένα έτσι που να κάνουν μπαμ από την αρχή ως το τέλος. Είναι μια από τις πιο συνηθισμένες εύκολες λύσεις για να βγάλουν γέλιο σε κάποια ελληνικά σίριαλ, παλιότερα σε ταινίες. Αν είναι σε ξένο κείμενο, μπορεί ο μεταφραστής να νιώθει άβολα, μήπως θεωρηθεί ότι είναι δικό του το λάθος, αλλά ίσως σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να το βάλει σε εισαγωγικά. Κανονικά όχι. Δεν μιλούν με εισαγωγικά στα ελληνικά σίριαλ. Επίσης, όπως και με τα αστεία, μπορεί να μη βάλεις το λάθος στο ίδιο σημείο με το πρωτότυπο, αλλά εκεί που σε βολεύει γλωσσικά. Στο πρωτότυπο να λέει «He don't», αλλά στη μετάφραση να βάλεις μια πάνσωστη λαϊκή λέξη. Μπορεί να γίνει και το αντίστροφο. Οι τεχνικές δεν έχουν τελειωμό, αλλά δεν επιβάλλεται δασκαλίστικη προσέγγιση σ’ αυτά. Δεν θα διδάξεις αγγλικά με τους ουεσεξιανούς διαλόγους του Χάρντι ούτε ελληνικά με τη Βαβυλωνία (ή τα ελληνικά των σίριαλ).

Η σημερινή πραγματικότητα, όπως μας την έχει αποκαλύψει το διαδίκτυο, θα πρέπει να μας λέει ότι κάποιος που μιλάει ολόσωστα είναι φυσιολογικός αλλά δεν είναι και η πλειοψηφία. Όταν στήνουμε ένα διάλογο καθημερινών ανθρώπων, θα είναι πιο φυσικός αν έχει και μερικές κοτσάνες. Δεν εννοώ ότι η μετάφρασή μας πρέπει να εισάγει (κάθε τόσο) / να εισαγάγει (σε μια περίσταση) κοτσάνες εκεί που ο συγγραφέας έβαλε τους ήρωες να μιλάνε σαν πανεπιστημιακοί. Αλλά υπάρχουν λάθη που κάνουν και οι πανεπιστημιακοί. (Εύκολα μπορώ να κάνω στατιστική στο protagon.gr, όπου γράφουν αρκετοί πανεπιστημιακοί και κανένας διορθωτής.) Η ισορροπία σ’ αυτά τα πράγματα είναι υποκειμενική. Στο βαθμό αποδοχής τού τι είναι και τι δεν είναι λάθος σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, βρισκόμαστε ο καθένας σε διαφορετικό σημείο στην πορεία που διαγράφει το λάθος. Άλλη στιγμή θα υιοθετήσω εγώ το «παράξω» και άλλη ο Σαραντάκος. Εκεί που πρέπει να συμφωνήσουμε είναι ότι το λάθος είναι φυσικό συστατικό του λόγου όλων μας.

Για τη διαφήμιση: Η γλώσσα της διαφήμισης είναι ένα ολόκληρο διαφορετικό κεφάλαιο. Η διαφήμιση δεν απαιτεί φυσικό λόγο ή αλάνθαστο λόγο. Η διαφήμιση θέλει προκλητικό λόγο (να την προσέξουν) και πειστικό λόγο (να ψωνίσουν οι πελάτες). Το λάθος στη διαφήμιση μπορεί κάλλιστα να είναι τέχνασμα. Δεν οφείλει να διδάξει, περισσότερο απ’ όσο οφείλει το κρολ σ’ ένα δελτίο ειδήσεων. Αλλά εκεί που δεν χρειάζεται το λάθος σαν τέχνασμα και επειδή επαναλαμβάνεται και μπορεί να στραβώσει κόσμο, η διαφήμιση οφείλει να ακολουθεί τη γενικά αποδεκτή γραμματική. Να μην προκαλεί εκεί που δεν πρέπει να επιδιώκει την πρόκληση.

Αυτός πρέπει να είναι άλλωστε κανόνας κάθε γραπτού και κάθε μετάφρασης: προκαλούμε (με χίλιους δυο τρόπους) εκεί που πρέπει. Επιδιώκουμε να μην προκαλέσουμε εκεί που δεν χρειάζεται. Οι προσεγγίσεις μας και στα δύο είναι προσωπικές και υποκειμενικές.



Επειδή το παραπάνω το έγραψα βιαστικά, ανάμεσα σε διάφορες άλλες ασχολίες, βοηθήστε να εμπλουτιστεί με παραδείγματα, να διορθωθεί εκεί που έχω δικά μου λάθη ή παραλείψεις, και να γίνει χρήσιμο εργαλείο, πλήρες και ισορροπημένο.

Αφορμή για το κομμάτι έδωσε μια συζήτηση που έγινε εδώ (4109-4119), αλλά βασίζεται περισσότερο στο χυλό που υπάρχει στο μυαλό μου από πολλές παλιές παρόμοιες συζητήσεις.
 
Top