Ανεφοδιασμός από την ποιότητα: Καλά λόγια για μεταφραστές

nickel

Administrator
Staff member
Ανεφοδιασμός από την ποιότητα

Του Χρήστου Γιανναρά (Καθημερινή, 31/12/2011)

Μεταφράσεις που είναι καθεαυτές σπουδαία λογοτεχνήματα

Στην καινούργια χρονιά θέλω να ξεκινήσω τις επιφυλλίδες μου μιλώντας για κάτι διαφορετικό από την απόγνωση που πνίγει την Ελλάδα. Να πω για το κουράγιο που επιμένει να μας χαρίζει η ποιότητα, όπου τη βρούμε και την ψηλαφήσουμε, ανυπότακτη και στον πιο ισοπεδωτικό απελπισμό.

Θα εμπιστευθώ λοιπόν στον αναγνώστη μου τίτλους βιβλίων: ποια διαβάσματα στη χρονιά που έφυγε μου έδωσαν χαρά, με πλούτισαν και με έτερψαν. Περιττό να προσθέσω ότι οι αναφορές μου εκφράζουν υποκειμενικές, κοινού αναγνώστη εκτιμήσεις. Δεν έχουν τις προϋποθέσεις, επομένως ούτε τη φιλοδοξία έγκυρης βιβλιοκρισίας, αντικειμενικής αξιολόγησης.

Δύο από τα μυθιστορήματα που διάβασα, είχα την τύχη να είναι αριστουργήματα — το βεβαιώνουν νομίζω και οι ειδικοί. Θα τα χαρακτήριζα μέτρια ή γνώμονες για να ξεχωρίζει κανείς το συναρπαστικό αυτό λογοτεχνικό είδος από την πλήθουσα κακοποίηση του στη σύγχρονη (ιδιαίτερα στην ελλαδική) βιβλιαγορά. Το ένα ήταν «Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ» (Radetzkymarsch) του Αυστριακού Γιόζεφ Ροτ (Joseph Roth — καμία σχέση με τον θορυβοποιό Αμερικάνο Φίλιπ Ροθ). Σπάνια νομίζω, πολύ σπάνια, η τέχνη του μυθιστορήματος έχει φτάσει σε τέτοια χαρισματική αρτιότητα. Το αφηγηματικό ταλέντο, η αναπαραστατική ικανότητα, η οικοδόμηση των χαρακτήρων, η ποιοτική ευαισθησία που μεταμορφώνει τον ρεαλισμό της περιγραφής σε μεθεκτική αποκάλυψη, κάνουν συναρπαστική μια ιστορία που καθεαυτήν ενδιαφέρει, σήμερα τουλάχιστον, ελάχιστα ή καθόλου τον αναγνώστη: Είναι το παρακμιακό ξεψύχισμα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας σαρκωμένο στις τρεις γενιές μιας οικογένειας: Ο πατέρας ήρωας πολέμου και σύμβολο φιλοπατρίας, ο γιος ανώτερος κρατικός υπάλληλος και υπόδειγμα προσήλωσης στο καθήκον, ο εγγονός ένα χαμένο κορμί, προσωποποίηση της κατάρρευσης όλων των ιδεωδών, που έδιναν νόημα στον ηρωισμό του πατέρα, στην άκαμπτη συνέπεια του γιου, στην αφοσίωση και των δύο στην αυτοκρατορία.

Η μαγεία του μυθιστορήματος είναι το ιλιγγιώδες ταλέντο της γραφής, το απίστευτο χάρισμα της γλώσσας να ξαναζωντανεύει στο διηνεκές πρόσωπα, τοπία, χειρονομίες, ήχους, φωτισμό, συγκινήσεις, αισθήσεις. Η μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου ένα κατόρθωμα, νιώθει ευγνωμοσύνη ο Έλληνας που του χαρίζεται αφομοιωμένο απαράμιλλα στη γλώσσα του ένα τέτοιο αριστούργημα. Οι Εκδόσεις «Άγρα» βεβαίωσαν, για μια ακόμα φορά, την ποιότητα της προσφοράς τους.

Δεύτερη μυθιστορηματική απόλαυση, το βιβλίο του Σεμπάστιαν Μπάρυ (Sebastian Barry) «Εις γην Χαναάν» (On Canaan’s Side). Σε πολύ καλή, ζωντανή μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ — Εκδόσεις Καστανιώτη. Άλλη γλώσσα εδώ: η συνεχώς τεντωμένη ευαισθησία της ποιητικής μεταφοράς, των εικονολογικών συσχετίσεων, των αποκαλυπτικών υπαινιγμών.

Η ποιητική γλώσσα υπηρετεί μια συνεχώς συναρπαστική πλοκή, με συνεχείς αιφνιδιασμούς του αναγνώστη, δίχως το παραμικρό στοιχείο εκζήτησης εντυπωσιασμού. Μεγάλος μάστορας της αφήγησης ο Μπάρυ, τη γλώσσα του θα την έλεγα ζωγραφική, πλατωνική «ζωγραφία»: γράφει τη ζωή με τον αφαιρετικό τρόπο της Εικόνας που η εκφραστική της δεν φιλοδοξεί αυτοτέλεια, υπηρετεί τη «διάβαση επί το πρωτότυπον», στην αμεσότητα του βιώματος. Αφομοιώνει η γλώσσα την ανατομία των πιο κοφτερών προβλημάτων που παραμονεύουν στην εφήμερη ύπαρξή μας, φωτισμένα στο βιβλίο από μιαν απίστευτη ωριμότητα αυταπαρνητικής αποδοχής, τρυφερής έμπρακτης συγγνώμης για την ανθρώπινη ανεπάρκεια.

Κάθε πτυχή τραγωδική της ανεπάρκειας μεταμορφώνεται από την αυταπάρνηση σε αποκάλυψη της ιερότητας που έχει η ζωή τόσο ως συντριπτική οδύνη όσο και ως κορύφωμα χαράς — μια ιερότητα χωρίς στολίδια αξιομισθίας ή εξιδανίκευσης. Σπουδαίο βιβλίο, το ξαναλέω.

Έχουμε τα τελευταία χρόνια στη γλώσσα μας μεταφράσεις που είναι καθεαυτές εξαίρετα λογοτεχνήματα: Να θυμίσω το «Ταξίδι στην Αρμενία» του Μάντελσταμ, σε μετάφραση του Γιώργου Χαβουτσά («Ίνδικτος»), το μυθιστόρημα «Ωκεανός», του Αλεσσάντρο Μπαρίκκο, σε μετάφραση Λένας Ταχμαζίδου (Πατάκης), τα αφηγήματα «Οι ξεριζωμένοι» του W. G. Sebald, σε μετάφραση Γιάννη Καλιφατίδη («Άγρα») ή το καινούργιο τώρα κατόρθωμα της Ελένης Μπακοπούλου να μεταφέρει στα ελληνικά δύο χιλιάδες σελίδες κορυφαίας ρωσικής λογοτεχνίας, τις «Ιστορίες της Κολιμά», του Βαρλαάμ Σαλάμοφ (σε έναν τόμο, τυπογραφικό αριστοτέχνημα της «Ινδίκτου»), «η καλύτερη πρόζα στη Ρωσία του 20ού αιώνα», «μοναδική φόρμα λογοτεχνίας, όπου η σύντομη πρόταση λειτουργεί σαν χαστούκι».

Ο χώρος στενός, βιάζομαι να περάσω σε ένα σημαδιακό ιστορικό βιβλίο, γονιμότατο, για μένα, ανάγνωσμα: Συγγραφέας ο κορυφαίος μεσαιωνολόγος Ζακ Λε Γκοφ (Jacques Le Goff), της ρεαλιστικής σχολής των Annales, και τίτλος το ερώτημα: «Η Ευρώπη γεννήθηκε τον Μεσαίωνα;» (Εκδόσεις «Πόλις»). Θα τολμούσα τη γνώμη ότι αυτό το βιβλίο θα έπρεπε όχι απλώς να το έχουν διαβάσει, αλλά να το έχουν αναλυτικά διδαχθεί όσοι σημερινοί Έλληνες έρχονται σε οποιαδήποτε επίσημη επαφή με Δυτικοευρωπαίους — πολιτικοί, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες, πανεπιστημιακοί κ.τ.ό. Η τεκμηριωμένη βεβαιότητα που προκύπτει από τη μελέτη του βιβλίου είναι, ότι ο τίτλος του θα μπορούσε να παραλλαγεί συνεπέστατα και, χωρίς ερωτηματικό, να διατυπωθεί: «Η Ευρώπη γεννήθηκε από τη ρήξη με τον Ελληνισμό» ή «Η Ευρώπη γεννήθηκε από το Σχίσμα» ή «Η Ευρώπη γεννήθηκε από τον ανθελληνισμό».

Οι παραλλαγές που αποδίδουν ακριβώς τη σύνοψη της ιστορικής μελέτης του Le Goff δεν παραπέμπουν σε ιδεολογική αντίθεση Δύσης και Ελληνισμού, σε αντιπαλότητα με αίτια ψυχολογικά ή προθέσεων. Η ρήξη ήταν μια ιστορική αναγκαιότητα, χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσε να υπάρξει και να μεγαλουργήσει ιστορικά η μεταρωμαϊκή Δύση, the Barbarian West. Σήμερα μόνο με συνείδηση πολιτισμικής ετερότητας μπορεί ο Ελληνισμός να μετάσχει ενεργητικά και δημιουργικά στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, αλλιώς περιττεύει.

Καίρια πρόκληση ο Le Goff.
 

rogne

¥
Καλά λόγια (και δικαίως) για τη μετάφραση λογοτεχνίας, ο έρμος ο Λε Γκοφ, όμως, μόνος του μεταφράστηκε; Τρεις άνθρωποι κόπιασαν (μετάφραση: Ελευθερία Ζέη - επιμέλεια: Άγγελος Ελεφάντης, Άννα Μαραγκάκη), ούτε έναν δεν αναφέρει ο Γιανναράς: βιάζεται να το ρίξει στις βαρβαρολογίες και στις παρλαπίπες περί ανθελληνισμού, ως συνήθως.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ίσως είναι παράτολμος ο πιο κάτω παραλληλισμός· εμένα πάντως, μου φαίνεται δόκιμος. Η αφορμή είναι μια πρόσφατη συζήτηση που είχα για την οικονομική αξία της μεταφραστικής δουλειάς: «Έλα μωρέ», μου ξαναείπε για πολλοστή φορά ο συνομιλητής μου, «ένα μυθιστορηματάκι με κάτι καλαμπουράκια είναι, πώς κάνεις έτσι σαν να μεταφράζεις Σαίξπηρ;» (εννοώντας, βέβαια, «τράβα του ένα πασαλειμματάκι στα γρήγορα -- και μη ζητάς και πολλά πολλά λεφτά»). Η δική μου απάντηση, για πολλοστή φορά, ήταν ότι δεν μπορώ να υπογράφω διαφορετικά επίπεδα δουλειάς και να αντιπροτείνω να δουλέψω ανυπόγραφα --πράγμα που δεν δεχόταν ο συνομιλητής μου με τίποτε, οδηγώντας κι αυτή τη φορά τη συζήτηση σε αδιέξοδο.

Στο σημερινό της άρθρο στο Protagon για τον αείμνηστο Βασιλίκη Τσιβιλίκα, η Ρίκα Βαγιάνη θυμάται:

Με καλή πρόθεση, κάμποσοι δημοσιογράφοι του καλλιτεχνικού, τον ρωτούσαν κατά καιρούς εμμέσως ή ευθέως, γιατί επέλεγε να περιορίζει τις τεράστιες δυνατότητές του στο μπουλβάρ, στη φάρσα, ή στην ανάλαφρη κωμωδία. Με επίσης καλή πρόθεση (αλλά με λίγη κούραση, που έπρεπε να αναλύσει το αυτονόητο), εξηγούσε την άποψή του: Ακόμα κι ένας κακός ηθοποιός, έλεγε, μπορεί ν΄ανέβει στη σκηνή με μια νεκροκεφαλή και να αμολήσει τον μονόλογο του Αμλετ. Είναι τόσο συντριπτικός, τόσο πυκνός ο λόγος, σ΄ένα Σέξπηρ, ή σ΄έναν Μολιέρο, που κάτι θα «σώσει», ακόμα κι ο πιο ατάλαντος, έστω και παπαγαλίζοντας του ποιητή την αθάνατη κληρονομιά. Η πρόκληση στο «μπουλβαράκι» είναι να πάρεις αυτό το απελπιστικό κενό, τον αφρό του αστικού τίποτα, και να το ‘γεμίσεις’ με τα εργαλεία της δουλειάς, τη σάρκα, το αίμα, τα κόκκαλά σου. Το ήθος σου. Το γούσταρε αυτό. «Εκεί φαίνεται ο θεατρίνος», επέμενε.​
 

Earion

Moderator
Staff member
Στο κύριο άρθρο του Lifo (21.3.2012) ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος γράφει με τρυφερή μελαγχολία για πολλά: το μεράκι του τεχνίτη που χάνεται, τη μαστοριά της τέχνης (της οποιασδήποτε τέχνης) που η εμμονή στην τελειότητα είναι (ή θα 'πρεπε να είναι) ο ζωτικός χυμός της, ώς και λάθη στη μετάφραση της Τρικυμίας του Σαίξπηρ ... και καταφέρνει να με συγκινήσει (Και πάλι. Ακόμη).

Something rich and strange....

Μικρό εγκώμιο για τη δουλειά μας

Κατεβαίνοντας σήμερα στη δουλειά, καρφώθηκα σ’ ένα περίπτερο της Ερμού. Σ’ ένα ράφι προεξείχε αυτό το εξώφυλλο και είδα το λογότυπο του «Newsweek» αλλαγμένο.

Για εσάς, που δεν είναι η δουλειά σας, τέτοια πράγματα ίσως είναι ασήμαντα. Για εμάς,τους ανθρώπους των περιοδικών, είναι σαν Σεισμός στην Ιταλία (χωρίς έναν Κλάιστ να τον ιστορήσει). Είναι οι δομές της ζωής μας, δηλαδή της αισθητικής μας. Γιατί ζούμε με το ένα πόδι στο Τι θέλουμε να πούμε και με το άλλο στο Πώς πρέπει να το πούμε. Οι γραμμές, οι γραμματοσειρές, τα χρώματα, η ατέρμονη συνομιλία όγκων / νοήματος / λέξεων / εικόνας (αυτό που χοντρικά ονομάζουμε γλώσσα της επικοινωνίας) είναι η καθημερινή μας μάχη. Που αλλάζει αενάως, ανάλογα με τις αλλαγές του καιρού και τις διαθέσεις σας. Αν συνεργήσουν δεκάδες σωστές επιλογές και δεξιότητες, τότε μόνο κατακτάμε το φευγαλέο μας τρόπαιο: την Προσοχή σας. Κι αν όλα αυτά δοκιμαστούν μέσα στα χρόνια με τη ζωή μας και τις πράξεις μας, τότε φτάνουμε στην τελική κατάκτηση των εντύπων: την εκτίμησή σας. Γιατί όλοι εμείς γράφουμε μόνο για έναν λόγο: να εκτιμηθούμε. Ειδικά αυτά τα χρόνια, που κάθε προσδοκία κέρδους μοιάζει με ανέκδοτο.

To «Νewsweek» (υπό τη δαιμόνια, αλλά κάπως γερασμένη Τίνα Μπράουν) είχε την καλή ιδέα, παρουσιάζοντας τον νέο κύκλο του «Mad Men», να κυκλοφορήσει όπως κυκλοφορούσε το 1965. Με ίδιο lay-out, λογότυπο και γραμματοσειρές. Το ξεφύλλισα με ένα χαμόγελο χαράς. Είκοσι χρόνια έχουν περάσει αφότου, σ’ ένα διαμέρισμα της Κεντρικής Αγοράς, κοπανιόμουν πάνω στο τείχος της γραφιστικής, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω τα Futura, τα διάστιχα και αυτό που, ξεφυλλίζοντας, ονομάζω «σκηνοθεσία της εναλλαγής» -συχνά με άτσαλα αποτελέσματα- κι ακόμα με ηδονίζει η σκέψη ενός redesign. Πιο πολύ και από τη μεγάλη εικόνα, μου αρέσει η μικρή. Εννοώ, όσο μεγάλο και αν είναι το όραμα ενός περιοδικού, με σαγηνεύουν, ίσως περισσότερο, τα υλικά της κατασκευής του, οι πέτρες του, η λάσπη του: το μέγεθος του οφθαλμού, τα λευκά του, το photo-editing κ.λπ. Αγαπώ αυτήν τη μαστορική, αν και στενοχωριέμαι που δεν έχω άπλετο χρόνο να δοκιμάσω τριακόσιες φορές αν τα εφτάρια γράμματα είναι προτιμότερα από τα οχτάρια – και όλους τους πιθανούς συνδυασμούς ενός μπουκέτου από λέξεις κι εικόνες.

Νομίζω ότι αυτή η προσήλωση στα υλικά είναι ένα είδος υποχονδρίας μου γενικής. Το Σαββατοκύριακο έτυχε να διαβάσω την Τρικυμία του Σαίξπηρ στη μετάφραση του (επιμελούς) Χατζόπουλου. Στο τραγούδι του Άριελ κάτι μου κουδούνισε:

Σε βάθος απύθμενο κείται ο γονιός σου.
Τα οστά του γινήκαν κοράλλια
κι εκεί που ήταν πρώτα οι βολβοί των ματιών του,
δυο κάτασπρα μαργαριτάρια.
Ό,τι είχε φθαρτό, τα νερά το αλλάζουν
σε κάτι παράξενο και μαγικό...​


Θυμόμουν τους λίγους στίχους που είχε μεταφράσει ο Σεφέρης στο επίμετρο της Έρημης Χώρας.

Λυπάμαι που δεν έχω κοντά μου το βιβλίο να τους αναδημοσιεύσω ακριβώς. Αλλά σίγουρα καθόριζε ότι ο γονιός κείται σε «πέντε οργιές» βάθος. Σίγουρα δεν έλεγε για «βολβούς» των ματιών. Έλεγε τη φράση «Να, τα μαργαριτάρια τα μάτια του». Δεν χαρακτήριζε «κάτασπρα» τα μαργαριτάρια.

Στη Wikipedia του κινητού μου, ξαναμμένος, βρήκα αμέσως το πρωτότυπο κείμενο:

Full fathom five thy father lies;
Of his bones are coral made;
Those are pearls that were his eyes;
Nothing of him that doth fade,
But doth suffer a sea-change
Into something rich and strange.​


Α, ώστε καλά θυμόμουν λοιπόν! Αυτές οι λίγο στραβοπατημένες λέξεις ήταν αρκετές να ξενερώσω και ν’ αφήσω τη μάλλον καλή μετάφραση στην άκρη. Δεν ήταν φυσιολογικό. Το ελληνικό κείμενο έρρεε. Η μετάφραση τού «something rich and strange» σε «κάτι παράξενο και μαγικό» ήταν καλοδεχούμενη εν τη αυθαιρεσία της. Αλλά η σκέψη ότι υπήρχε μια αλλοίωση υλικών (που σε σπάνιες μόνο μεταφράσεις δεν τη νιώθεις --π.χ. στις μεταφράσεις του Σεφέρη, μια και τον αναφέραμε, ή στον τρόπο που μετέφρασε Μοντάλε ο Λορεντζάτος), έναν υποχόνδριο τύπο σαν εμένα, ήταν αρκετή για να τον κάμψει.

Και όμως, αυτή η υποχονδρία είναι η δόξα της μαστορικής --κάθε μαστορικής νομίζω. Οι ατέλειωτες ώρες που έχω περάσει στη ζωή μου για να βρεθεί το κατάλληλο βάρος ενός γράμματος (που την επομένη δεν φαίνεται τόσο κατάλληλο πια) είναι το δικό μας meditation, το δικό μας κέντημα του χρόνου. Φαντάζομαι σε κάποιον απ’ έξω φαινόμαστε μάλλον φαιδροί. Μπορώ όμως να σας διαβεβαιώσω (και όσοι ασκούν κάποια μαστορική θα με καταλάβουν) ότι με αυτό το τσίκι-τσίκι των φτωχών υλικών εμείς χτίζουμε της Τέχνης μας την περιοχή, το δικό μας φανταστικό παλάτι.

Το ότι μετά, αυτό το παίρνετε εσείς στα χέρια σας (ή στην οθόνη σας) και το μεταποιείτε σε something rich and strange είναι κάτι που ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς, ούτε χόρτασα.

Είμαι απίστευτα ευτυχισμένος που κάνω τη δουλειά αυτή και που μπορεί να με κεραυνοβολεί το πρωί στην Ερμού η αλλαγή ενός λογότυπου.

Μάλιστα, δεν ξέρω γιατί σας τα λέω όλα αυτά (ειδικά τώρα που, από επιλογή, έχουμε στρέψει τη LifO περισσότερο στην πλούσια, ουσιώδη ύλη, παρά στην αισθητική).

Αν είμαι βαρετός, συγχωρήστε με.

Και οι Αλεξανδρινοί, ας με καταλάβουν...
 
Μμ, ναι, γλυκό κείμενο.
(Δόκτορ: θενκς για το Equinox. Πάντα τέτοια! :) )
 
Top