zwischen Pest und Cholera

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Η φράση die Wahl zwischen Pest und Cholera haben σημαίνει κατά λέξη: να έχεις την επιλογή ανάμεσα στην πανούκλα και τη χολέρα.

Πρόκειται για μια συνηθισμένη ιδιωματική έκφραση στα γερμανικά, που μπορεί να αποδοθεί ακόμη και κατά λέξη στα ελληνικά, με απόλυτη διαφάνεια: Η διαθέσιμη επιλογή είναι ανάμεσα σε δύο εξίσου κακά ενδεχόμενα, ανάμεσα στο κακό και το χειρότερο. Είναι, νομίζω, απόλυτα λογικό να έρχεται εύκολα στο φως από το γερμανικό υποσυνείδητο η συγκεκριμένη φράση· ας μην ξεχνάμε ότι τα σύγχρονα γερμανικά άρχισαν να διαμορφώνονται την εποχή που οι μεγάλες επιδημίες στην Κεντρική Ευρώπη αποτελούσαν καθημερινότητα.

Άλλες αντίστοιχες γερμανικές ιδιωματικές φράσεις είναι, π.χ.:

zwischen Skylla und Charybdis = ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη
zwischen Hammer und Amboss = μεταξύ σφύρας και άκμονος

Ένα ενδιαφέρον τριβιδάκι μας δίνει η αγγλική απόδοση που προτείνει το dict.cc ως αντίστοιχη της αντιπαράθεσης πανούκλας και χολέρας: to choose between the devil and the deep blue sea. Το ενδιαφέρον βρίσκεται στην ομώνυμη ταινία του 1995, που αποδόθηκε στα ελληνικά ως Ανάμεσα στον διάβολο και τη βαθιά γαλάζια θάλασσα και βασίστηκε (και) σε μία ιστορία του Νίκου Καββαδία.
 

SBE

¥
Ενώ σε εμάς που αντί για επιδημίες έχουμε τοπογραφία, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
 

daeman

Administrator
Staff member
[...] Το ενδιαφέρον βρίσκεται στην ομώνυμη ταινία του 1995, που αποδόθηκε στα ελληνικά ως Ανάμεσα στον διάβολο και τη βαθιά γαλάζια θάλασσα και βασίστηκε (και) σε μία ιστορία του Νίκου Καββαδία.

Between the Devil and the Deep Blue Sea - Marion Hänsel


Αποσπάσματα από τη "Λι" του Νίκου Καββαδία:

... Στάθηκε μπροστά μου πατώντας ανάλαφρα στα δάχτυλα των ποδιών για να δείξει ψηλότερη.
- Λοιπόν θα με πάρεις;
- Ναι. Πώς σε λένε;
Μου 'πε κάτι που θα 'ταν αδύνατο να το θυμηθώ και να το ξαναπώ.
- Θα σε λέω Λι, της είπα.
Συμφώνησε.
- Πόσο χρονών είσαι;
Σήκωσε τα δάχτυλα και με μούντζωσε και με τα δέκα δάχτυλα.
Κατάλαβα.
[...]

Μπήκαμε στο Καρρέ. Πήρα ένα αυγό ωμό και της τό 'δωσα. Τό 'σπασε και το 'δωσε του αδερφού της. Το κατάπιε σα φίδι.
- Φάε ό,τι θέλεις, της είπα.
- Δώσε μου, αποκρίθηκε.
- Διάλεξε μόνη σου.
Δίστασε. Πήρε λίγο απ' όλα και τα τύλιξε σ' ένα χαρτί. Κίνησε να φύγει. Την κάθισα δίπλα μου με το ζόρι. Πήρα ένα μπισκότο και το πλησίασα στο στόμα της. Έσφιξε τα χείλια της.
- Γιατί δεν τρως;
- Πρέπει να το πάω στο σπίτι.
- Φάε αυτό, θα σου δώσω κι άλλο.
- Και το άλλο θα το πάω.
- Ποιος σ' έμαθε έτσι;
- Κανείς.
- Τότε;
Τσιμουδιά. Το πήρε, έκοψε λίγο και το μάσησε ανόρεχτα. Έδωσε το περισσότερο στον αδελφό της που το κατάπιε σα γλάρος.
[...]

Το απόγευμα ανέβηκα στον Ασύρματο. Έλαμπε από την πάστρα. Το ίδιο κι η κάμαρά μου. Η μικρή καθόταν σ' ένα πεζούλι, το μωρό κοιμόταν στα γόνατά της. Σηκώθηκε και το 'βαλε στην πλάτη.
- Πολλά βιβλία, είπε, είναι δικά σου;
- Ναι.
- Και τά 'χεις διαβάσει;
- Όλα.
- Θα ξέρεις πολλά.
- Όχι περισσότερα από σένα, συλλογίστηκα, κι ό,τι δεν ξέρω το μαθαίνω τώρα από σένα, στα σαράντα μου.
[...]

Είμαι ένας ατζαμής - ο μεγαλύτερος που ξέρω- στις κρίσιμες ώρες. Λέω κάτι κουβέντες, που δεν έχουν καμιά θέση κείνη την ώρα και που τις θυμούνται οι άλλοι και περισσότερο απ' όλους εγώ όταν έρχονται στο νου μου, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, και με βασανίζουν. Είναι κάτι παγίδες που στήνω σ' εμένα τον ίδιο.
- Θα με θυμάσαι όταν φύγω; τη ρώτησα. Θα με θυμάσαι;
Δεν αποκρίθηκε. Γιατί το 'πα; Για να μου απαντήσει μ' ευχαριστίες; Να μου δείξει τι μου χρωστούσε; Ποιος δαίμονας ξέρει; Και με γαργαλάει με την ουρά του, καταστρέφει την ευτυχισμένη στιγμή και κάνει τους άλλους να τραβιούνται από μένα.
[...]

- Πάρε όσα αυγά περίσσεψαν, είπε, και μια ντουζίνα κονσέρβες σολομό. Δώσε τα στην ψυχοκόρη σου να μην πάνε χαμένα. Κάθε πρωί ερχόταν και μου γέμιζε το θερμός νερό.
Της το 'πα.
- Τώρα είμαι πλούσια, είπε. Καμιά σ' όλα τα Σαμπάν δεν έχει το βιος μου.
Κατέβασε το κεφάλι της.
- Το ευχαριστώ είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δυο άνθρωποι ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου δε χωράει πληρωμή.
- Θα ξαναγυρίσω, της είπα.
- Κανείς δεν ξαναγυρίζει. Ο καλός Δράκος κατεβαίνει στα σπίτια μας μονάχα μια φορά. Πολλοί δεν τον έχουν ούτε συναντήσει. Εγώ τον είδα.
- Τότε γιατί δεν τον δένεις με σκοινί της Μανίλας, να μη σου φύγει.
- Όσοι τον αγγίσανε μίκρυνε. Έγινε ένα σκουλήκι ίσαμε το νύχι μου. Σκλαβωμένος δε μπορεί πια να κάνει καλό.
- Πώς είναι;
-... είναι κεντημένος με χρυσές κλωστές σε μεταξωτό του Σαντούνγκ.
- Και πώς βοηθάει;
- Δε βοηθάει. Προλαβαίνει. Όταν κάποιος πέσει στο ποτάμι, κανείς δικός του δεν τον βοηθάει. Δεν πρέπει. Το σωστό είναι να τον προλαβαίνουν πριν πέσει.
Είναι νάνος, σκέφτηκα. Δεν είναι φυσικό να μιλάει έτσι.
- Την αλήθεια, πες μου την αλήθεια, της είπα. Πόσο χρονών είσαι;
- Όσο και προχτές που με ρώτησες. Δέκα. Μα γιατί ρωτάς;
[...]

Στο τελωνείο του Πειραιά, ένας ελεγκτής, ψάχνοντας τις αποσκευές μου, βρήκε στον πάτο ενός σάκου που δεν είχε ανοίξει από την ημέρα που αφήσαμε το καράβι ένα μικρό δέμα από στρατσόχαρτο. Το άνοιξε. Ξετύλιξε με προσοχή μια μικρή παλιά παντιέρα πού 'χε στο μάκρος της ένα Δράκοντα κεντημένο με χρυσοκλωνιά ξεφτισμένη.

Τη χαρακτήρισε "αντικείμενο άνευ αξίας" και την ξανάβαλε στη θέση της.
 
Top