metafrasi banner

kerching

English
Etymology
Imitative of a sound made by an old-fashioned cash register when an amount is rung up.
Pronunciation
• IPA: /kəˈtʃɪŋ/, SAMPA: /k@"tSIN/
Rhymes: -ɪŋ
Interjection
kerching
(onomatopoeia, informal, humorous) Said to indicate that someone is obtaining money, especially a comparatively large amount. (UK)
2010 - I asked a smiling lawyer what she thought of this policy. She replied, 'I have one word to say on the prospect of taking MPs to court: "Kerching!"' - Mark Thomas, The People's Manifesto

Synonyms
ka-ching
cha-ching
(US, Canada, Australian) Score! Wow! said to celebrate something that has made or will make lots of money.
Noun
cha-ching (plural cha-chings)
Money, cash.
Verb
cha-ching
To make a cash register or slot machine noise.
To make the noise of coins falling.

See advertisement for usage thereof:-
http://www.youtube.com/watch?v=a7s4TM8QMb8

from Zoopla.co.uk;)
 

nickel

Administrator
Staff member
Not the same thing, but I can't resist adding this:

Πολλά τα λεφτά, Άρη!


 

daeman

Administrator
Staff member
...
Για το ηχομιμητικό: γκλιν γκλιν κουδουνίζει το χρήμα - στ' αυτιά μου και σε αρκετών άλλων· χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ, με τους καβαλάρηδες της Ινγκλατέρας - και προφορικά συνοδεύεται συνήθως από τη διεθνή χειρονομία, το τρίψιμο του λυγισμένου δείκτη με τον αντίχειρα, όπως κάνει η ξανθιά που βάζει στο μάτι μεγαλύτερους στο βιντεάκι του Ζούπλα στο πρώτο ποστ.

Μουσικοκαλυφθέν σ' εκείνο το νήμα, φυσικά, και συγκεκριμένα για τον ήχο εδώ και για το ka-ching! (μετά το bang bang) εδώ.

Άλλα ηχοποιητικά για τον Θησέα, στο νήμα: Ηχομιμητικές λέξεις: μπουμ, πλατς, σλουρπ και τα λοιπά.


The Spice must flow - Eon

 

SBE

¥
Σε κάποια ελληνική ταινία που μου διαφεύγει αυτή τη τη στιγμή δε λέει κάποιος για τα χρήματα ότι κάνουν ντάνγκα- ντάνγκα- ντάνγκα;
 
Top