Η ανάκριση αγγλιστί ονομάζεται
investigation. Δηλαδή, η αυστηρά νομική έννοια του όρου
ανάκριση δεν είναι αυτό που βλέπουμε στις αστυνομικές ταινίες με τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις, αλλά σημαίνει έρευνα. Δεν ανακρίνεται, δηλαδή, ένα πρόσωπο, αλλά η υπόθεση.
Από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας:
ΑΡΘΡΟ 239: Σκοπός της ανάκρισης
1. Σκοπός της ανάκρισης είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να αποφασιστεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γι' αυτό.
ΑΡΘΡΟ 251: Καθήκοντα εκείνου που ενεργεί την ανάκριση
Ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι [...] οφείλουν χωρίς χρονοτριβή να συγκεντρώνουν πληροφορίες για το έγκλημα και τους υπαιτίους του, να εξετάζουν μάρτυρες και κατηγορουμένους, να μεταβαίνουν επί τόπου για ενέργεια αυτοψίας,[...] να διεξάγουν έρευνες, να καταλαμβάνουν πειστήρια και γενικά να ενεργούν οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και τη διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος.
Και από το Black's:
Investigate: 1. To inquire into (a matter) systematically; to make a suspect the subject of a criminal inquiry. 2. To make an official inquiry (=the process of taking evidence to determine the truth about a disputed point of fact)
Θα έλεγα ότι η απόδοση που προτείνει το wordreference, το οποίο αναφέρει παραπάνω ο rogne, δεν είναι σωστή, ή τουλάχιστον δεν είναι πλήρης, αν δεν συνοδεύεται από τη λέξη examining. Έχουμε ασχοληθεί αναλυτικά με την απόδοση του όρου magistrate
στο σχετικό νήμα.
Για το λόγο αυτό, συμφωνώ με τη χρήση του investigating judge/magistrate, που βάλαμε στον τίτλο,
ωστόσο το examining νομίζω ότι είναι λάθος, καθώς επικεντρώνεται αποκλειστικά στην εξέταση προσώπων, και όχι στην έρευνα, η οποία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανάκρισης άκυρο, βρίσκω πως οι όροι είναι συνώνυμοι. :)