αυχμηρός = dry, parched, waterless, arid | rigid, forbidding, uninspired, desiccated

nickel

Administrator
Staff member
πρέπει μάλλον να μου κάνεις μάθημα και για άλλη λέξη που είδα πρώτη φορά: αυχμηρός: "οι αυχμηροί λογιστές της κερδώας φρενίτιδας".

Παράλειψή μου που δεν την έχω κάνει νήμα τόσον καιρό· είναι η αγαπημένη του Τριάντη της «Ε». Αλλά και ο Μπελλές, στα δύο άρθρα του με τις κλήρες, έχει και στα δύο το αυχμηρό («οι αυχμηροί λογιστές της κερδώας φρενίτιδας», «τα αυχμηρά περβόλια μας “καταμοσχοβολούν” σουβλάκι»). Είναι λέξη λόγια, που δεν μπορεί να επαίρεται για τη διαφάνειά της. Σημαίνει άνυδρος, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Λέει το λήμμα του ΛΝΕΓ (γιατί το ΛΚΝ δεν την έχει):
αυχμηρός, -ή, -ό (λόγ.) 1. αυτός που έχει μαραθεί, ξεραθεί εντελώς από παρατεινόμενη ανομβρία ή γενικότ. έλλειψη νερού: ~ έδαφος ΣΥΝ. ξηρός, άνυδρος
2. (μτφ. για ύφος) ξηρός, σχολαστικός, χωρίς καλαισθησία: το ~ ύφος τού λόγου του κούρασε το ακροατήριο ΣΥΝ. στεγνός, τραχύς. — αυχμηρότητα (η) [μτγν.].
[ΕΤΥΜ. αρχ. < αυχμός «ξηρασία, ανομβρία» κ.λπ.]

Παραλείπω την υπόλοιπη ετυμολογία γιατί θα πέσει πολλή ξηρασία για τέλος Αυγούστου.

Γκουγκλιά για παραδείγματα χρήσης:
  • Αυτό το καλοκαίρι θα 'ναι αυχμηρό, θα 'χει ξηρασία, μόνο αλάτι θα φυτρώνει στους άνυδρους τόπους…
  • …πέρασμα για πολλούς από τη θεωρία στην πράξη, από τον ανακαινισμένο άνθρωπο στον αυχμηρό διαχειριστή…
Όταν τη χρησιμοποιείς όπως στο πρώτο παράδειγμα, διδάσκεις. Όταν τη χρησιμοποιείς όπως στο δεύτερο, θέλεις να στείλεις τον αναγνώστη σου στο λεξικό του.

Προφανώς οι αποδόσεις στα αγγλικά της μεταφορικής χρήσης μπορεί να είναι πολύ περισσότερες από τις λίγες που έδωσα ενδεικτικά στον τίτλο. Ας μην το κάνουμε λεξικό συνωνύμων.
 
Top