διαδικτυακό ξεφωνητήρι;

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Η γερμανική βιομηχανία τροφίμων το αποκαλεί «διαδικτυακή διαπόμπευση» (Internet-Lebensmittelpranger, αλλά η υπουργός Διατροφής, Γεωργίας και Προστασίας του Καταναλωτή της ομοσπονδιακής γερμανικής κυβέρνησης υλοποίησε σήμερα απόφαση της γερμανικής βουλής και ενεργοποίησε τον ιστότοπο www.lebensmittelklarheit.de («σαφήνεια για τα τρόφιμα»).



Ο ιστότοπος λειτουργεί ως εξής (οδηγίες πάνω δεξιά): Ο καταναλωτής που νομίζει ότι εξαπατήθηκε από τη σύνθεση ή την παρουσίαση ενός προϊόντος καταθέτει αναφορά, το υπουργείο την ελέγχει, ζητάει τη θέση του παραγωγού και δημοσιεύει την αναφορά, την αποτίμηση που κάνει το υπουργείο, τη θέση του παραγωγού και ενημερώνει για όποιες σχετικές εξελίξεις.

Σήμερα, πρώτη μέρα της λειτουργίας του, ο ιστότοπος δεν άντεξε και κατέρρευσε από τις περισσότερες από 20.000 αιτήσεις σύνδεσης το λεπτό δευτερόλεπτο.

Θέματα που μπορεί να μας ενδιαφέρουν είναι:

α) Το πραγματολογικό γενικά --είναι πραγματικά ξεφωνητήρι ή είναι όπλο στα χέρια του καταναλωτή;

β) Το ένα από τα σημερινά πρωτοσέλιδα θέματα (κάτω αριστερά στην εικόνα). Αναφέρεται στη χρήση του «πρόβειου τυριού» (λέγε με φέτα) από... αγελαδινό γάλα. Πρόκειται για τη γερμανική ερζάτς αγελαδινή φέτα όπως π.χ. η πασίγνωστη στη Γερμανία Patros που κοσμεί το μεγαλύτερο ποσοστό «ελληνικής σαλάτας» στα γερμανικά εστιατόρια.

γ) Το γλωσσικό. Πώς θα αποδώσουμε στα ελληνικά το συγκεκριμένο Lebensmittelpranger --ας το πούμε food pillory στα αγγλικά για τους μη γερμανομαθείς; Εδώ η έμφαση δεν είναι στο βασανιστήριο αλλά στη διαπόμπευση, οπότε υπάρχει κάτι καλύτερο από το διαδικτυακό ξεφωνητήρι που κατασκεύασα; (Διαδικτυακός) Διαπομπευτής της βιομηχανίας τροφίμων;

Ή μήπως πρόκειται απλώς για ένα διαδικτυακό σεντράρισμα της βιομηχανίας τροφίμων;
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Η ενέργεια: (τροφική) ιστηλίτευση / ηλεστηλίτευση, εάν γίνεται με την κυκλοφορία ηλεμηνυμάτων.
Το ρήμα: ιστηλιτεύω / ηλεστηλιτεύω
Το μέσο: ιστήλη / ηλεμήνυμα


στηλιτεύω [stilitévo] -ομαι P5.1 : αποδοκιμάζω, επικρίνω κπ. ή κτ. με ιδιαίτερη οξύτητα και συνήθ. δημόσια: H προδοτική συμπεριφορά του στηλιτεύτηκε από τις στήλες των εφημερίδων. O ιεροκήρυκας στηλίτευσε από τον άμβωνα την έκλυση των ηθών / τους ασεβείς. [λόγ. < ελνστ. στηλιτεύω (αρχική σημ.: 'γράφω σε στήλη')]

Παρηχεί και ριμάρει και με το ληστεύω.
 
Top