μπάστακας

nickel

Administrator
Staff member
Τα βάζω χύμα και θα τα σκεφτώ αργότερα...

μπάστακας (ο) (λαϊκ.) 1. σταθερή πέτρα ή βώλος, που χρησιμοποιείται ως στόχος σε παιδικό παιχνίδι 2. (μτφ. για πρόσ.) αυτός που στέκεται στη μέση ή βρίσκεται διαρκώς σε έναν χώρο εμποδίζοντας ή ενοχλώντας: φύγε απ’ τη μέση, μη στέκεσαι σαν μπάστακας! | τον έχουμε μπάστακα όλη μέρα στο σπίτι και ούτε κουβέντα δεν μπορούμε να πούμε. (ΛΝΕΓ)

μπάστακας ο (χωρίς γεν. πληθ.) : α. κάθε αντικείμενο, ιδίως πέτρα, που χρησιμοποιείται ως στόχος στο παιχνίδι με τις αμάδες. β. (μτφ.) για κπ. που στέκεται όρθιος και ακίνητος με αποτέλεσμα να γίνεται ενοχλητικός: Τι στέκεσαι (σαν) μπάστακας πάνω από το κεφάλι μου; (ΛΚΝ)

μπάστακας ουσ αρσ (προφ) = hindrance: Κάνε πιο πέρα! Τι στάθηκες στη μέση σαν μπάστακας; Move out of the way, will you? You're being a hindrance. (Κοραής)​

Tεχνογνωσία όχι όμως ξένο επίτροπο δέχεται ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Κώστας Σκανδαλίδης και απειλεί με παραίτηση στην αντίθετη περίπτωση. «Να έρθει [ένας] μπάστακας έξω από το γραφείο μου [...] δεν το αποδέχομαι».
http://www.zoomnews.gr/σκανδαλίδης-αν-έρθει-επίτροπος-μπάστ/

Δεν παραθέτω από άλλα ελληνοαγγλικά επειδή βοηθούν ακόμα λιγότερο... Έχουμε καμιά ωραία ιδιωματική λέξη, σε ίδιο ρέτζιστερ, για someone standing / looking over your shoulder;
 
Εννοείς βέβαια στα αγγλικά, οπότε δεν μου έρχεται τίποτε.
Αν ήταν στα ελληνικά είχαμε τον κεχαγιά (κεχαγιά σε βάλαμε στο κεφάλι μας; )
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Αν σταθούμε στις ερμηνείες των λεξικών, ο μπάστακας είναι συνώνυμο του σκιάχτρου (σαφέστερα στο ΛΝΕΓ). Έχω όμως την αίσθηση ότι ο μπάστακας που περιγράφει ο Σκανδαλίδης δεν θα είναι απλώς ακίνητος στα πόδια των υπουργών, αλλά θα είναι κάποιος που θα ανακατεύεται ενεργά. Όπως ο κεχαγιάς που αναφέρει ο sarant.

Από το ΛΚΝ:

κεχαγιάς ο [kexajás] Ο1 : (προφ., μειωτ.) αυτός που επιμένει να ελέγχει την εργασία ή τη συμπεριφορά κάποιου: Δε θέλω κεχαγιάδες πάνω από το κεφάλι μου. Δε θα σε βάλω κεχαγιά. [τουρκ. διαλεκτ. kehaya `διαχειριστής, αρχηγός των άλλων υπηρετών΄ (από τα περσ.) -ς]
 
Έχουμε καμιά ωραία ιδιωματική λέξη, σε ίδιο ρέτζιστερ, για someone standing / looking over your shoulder;

Υπάρχει το kibitzer ή kibbitzer, δηλ. αυτός που στέκεται πίσω σου και σου λέει ποιο χαρτί να παίξεις, ή ποιο πιόνι να κινήσεις. Ωραία λέξη αναμφισβήτητα είναι. Ιδιωματική δεν είναι, αλλά θα εντυπωσιάσεις τους φίλους σου αν το χρησιμοποιήσεις. Χρειάζεται εκστρατεία για την ευρύτερη διάδοσή της.:)
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Στο σκακιστικό μας γλωσσάρι: kibitz(er) = θεατής που πετάγεται και σχολιάζει την παρτίδα, κίμπιτζερ.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Ο μπάστακας νομίζω χρησιμοποιείται κυρίως για τον παθητικά ενοχλητικό (που δηλαδή δεν συνεισφέρει σε κάτι χρήσιμο) καθώς και για τον ενοχλητικά ασάλευτο (ενώ π.χ. εμείς θα θέλαμε να κουνηθεί ή να απομακρυνθεί εντελώς), και η θέση του δεν είναι αποκλειστικά πάνω απ' το κεφάλι μας. Συχνή και η χρήση «στήθηκε (σαν) μπάστακας» ή «έκατσε μπάστακας».

Για τον πραγματικά ανεπιθύμητο που στέκεται πάνω απ' το κεφάλι μας και μας παρακολουθεί (χωρίς όμως να είμαστε εμείς υποχρεωμένοι να του δώσουμε λόγο, όπως στον κεχαγιά) υπάρχει ο χάρος:
χάρος ο [xáros] O18 : [...] (έκφρ.) στέκεται από πάνω μου σαν το χάρο, για κπ. που στέκεται πάνω από το κεφάλι μας και μας παρακολουθεί. (ΛΝΚ)

χάρος (ο) [...] 2ζ τι στέκεσαι από πάνω μου σαν τον χάρο; ως έκφραση ενόχλησης που λέγεται από κάποιον που κάθεται προς κάποιον που στέκεται όρθιος δίπλα του. (ΛΝΕΓ)
Από τον μπάστακα και το μπαστακώνομαι "καρφώνομαι σε μια θέση, συνήθως ενοχλητική για άλλους" —το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις προσεγγίζει και το κατσικώνομαι— και το οποίο (όταν έχει να κάνει με σβέρκους κττ) δίνει τη σημασία "πάνω απ' το κεφάλι κάποιου".
 
Στα χνάρια του κεχαγιά, ακούγονται και τα δερβέναγας, δραγουμάνος και Βελιγκέκας (σπανιότερο, αλλά το έχω ακούσει). Βέβαια μ' αυτά αναφερόμαστε σε κάποιον που όχι μόνο ενοχλεί με την φυσική του παρουσία, αλλά και με τις υποδείξεις/παρατηρήσεις του (αντίθετα με τον μπάστακα, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω).
 

nickel

Administrator
Staff member
Τα είχαμε ξεχάσει αυτά, αλλά δόθηκε η ευκαιρία σήμερα και τα ξαναθυμήθηκα, και τον μπάστακα και το μπαστακώνομαι (που δεν έχει μπει στα λεξικά). Η συζήτηση αφορά βοηθό σερβιτόρου που στέκει σαν μπάστακας / έρχεται και μπαστακώνεται δίπλα στους συνδαιτυμόνες και παρακολουθεί πότε θα μισοαδειάσει κάποιο ποτήρι να το ξαναγεμίσει. Παράδειγμα:

Γιατί στέκεται εκεί σαν μπάστακας;
Γιατί ήρθε και μπαστακώθηκε δίπλα μας;

Δυο ιδέες:
Why is he standing there like a ghost?
(ή το αρχικό, #1): Why does he have to be standing over our shoulders all the time?
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ο Γιώργος Κλείτσας, κορυφαίος Έλληνας διεθνώς στο αγωνιστικό backgammon (47ος στον κόσμο στη λίστα Giants of Backgammon, για την ακρίβεια), χρησιμοποιεί τον όρο μπάστακας για να αποδώσει στα ελληνικά τον όρο sentinel. Ο όρος αναφέρεται σε ένα πούλι που, ενώ είναι το ίδιο εκτεθειμένο, αφενός απειλεί αντίπαλα πούλια και αφετέρου εμποδίζει την ανάπτυξη του αντίπαλου. Ένα τέτοιο κλασικό παράδειγμα (όπου θα δείτε τη χρήση του όρου και στα αγγλικά) είναι το επόμενο (από τα διαδικτυακά προβλήματα που δημοσιεύει στο ΦΒ ο Γ. Κλείτσας):

bastakas-corr.jpg
 
Θυμάμαι να το λένε χωροφύλακα, αν και όχι εκτεθειμένο -αλλά το τρίτο πούλι προχωρημένης πόρτας.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Στο παραπάνω παράδειγμα θα δεις ότι αναφέρεται σε κάτι διαφορετικό, πάντως: το 4 μπαίνει μέσα και στη συνέχεια πάει να κολλήσει δίπλα στο μοναχικό κόκκινο πούλι.
 
Κάπου είχα δει το looming over one's head με αυτή τη χρήση, αλλά δεν θυμάμαι πού και δεν μπορώ να το βρω συνεπώς.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Θυμάμαι να το λένε χωροφύλακα, αν και όχι εκτεθειμένο -αλλά το τρίτο πούλι προχωρημένης πόρτας.

(Διευκρίνιση από τον Γ.Κ.):
George Kleitsas said:
Ο χωροφύλακας είναι κάτι τελείως διαφορετικό (και άσχετο). Στα αγγλικά αποδίδεται με τον όρο spare (χιουμοριστικά σπυρί στα ελληνικά).
 
Top