Νησιωτική βιογεωγραφία: Οικολογικό γλωσσάρι

nickel

Administrator
Staff member
Από το βιβλίο:
Νησιώτικη βιογεωγραφία: Οικολογία, εξέλιξη και διατήρηση
(Island Biogeography: Ecology, Evolution, and Conservation)

J. Robert Whittaker, José María Fernández-Palacios
Μετάφραση: Βασιλική Βακάκη, επιμέλεια: Σπύρος Σφενδουράκης
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2009



Url πρωτοτύπου: http://www.cup.gr/ViewShopProduct.aspx?ProductId=279687&LangId=1
Στο παρακάτω έγινε αγγλοελληνικός ευρετηριασμός.
Εδώ μπορείτε να βρείτε το αντίστοιχο γλωσσάρι της αγγλικής έκδοσης.

Not checked
 

nickel

Administrator
Staff member
  • actinomorphic = ακτινομορφικό: Φυτό που τα άνθη του εμφανίζουν ακτινωτή συμμετρία.
  • adaptive radiation = προσαρμοστική ακτινωτή διαφοροποίηση: Η εξελικτική διαδικασία μέσω της οποίας από ένα προγονικό είδος προκύπτει μια σειρά ειδών με μεγάλη οικολογική, μορφολογική ή συμπεριφορική ποικιλότητα.
  • alien species = ξενικό είδος: Ένα ξένο (εξωτικό ή μη ιθαγενές) είδος που μεταφέρεται από τον άνθρωπο σε μια περιοχή έξω από τη φυσική γεωγραφική περιοχή εξάπλωσής του ή έξω από το φυσικό περιβάλλον του.
  • alleles = αλληλόμορφα: Δύο ή περισσότερες μορφές ενός γονιδίου που καταλαμβάνουν τον ίδιο γενετικό τόπο σε ένα χρωμόσωμα.
  • allelopathy = αλληλοπάθεια: Μορφή ανταγωνισμού αλληλεπίδρασης μέσω ενώσεων που παράγονται από ένα είδος φυτού, οι οποίες μειώνουν την ικανότητα βλάστησης, εγκατάστασης, ανάπτυξης, επιβίωσης ή αναπαραγωγής ενός άλλου φυτικού είδους.
  • allochthonous = αλλόχθονος: Αυτός που έχει προέλθει από περιοχή διαφορετική από εκείνη στην οποία απαντά τώρα.
  • allogamy = αλλογαμία: Γονιμοποίηση που γίνεται με γύρη και σπερματική βλάστη οι οποίες προέρχονται από: (1) διαφορετικά άνθη (είτε αυτά βρίσκονται στο ίδιο φυτό είτε όχι), (2) γενετικώς διάφορα άτομα του ίδιου είδους.
  • allopatric speciation = αλλοπάτρια ειδογένεση: Ο σχηματισμός διαφορετικών ειδών μέσω της διαφοροποίησης πληθυσμών που βρίσκονται σε γεωγραφική απομόνωση.
  • allozyme = αλλοένζυμο: Μία από τις μορφές ενός ενζύμου που κωδικοποιείται από διαφορετικά αλληλόμορφα ενός γενετικού τόπου.
  • anacladogenesis = ανακλαδογένεση: Εξελικτική αλλαγή σε μια γενεαλογική γραμμή, κατά την οποία το προγονικό είδος επιβιώνει με ελάχιστες αλλαγές μαζί με το θυγατρικό είδος.
  • anagenesis = αναγένεση: Εξελικτική αλλαγή σε μια γενεαλογική γραμμή, κατά την οποία το προγονικό είδος εξαφανίζεται.
  • anemochory = ανεμοχωρία: Διασπορά μέσω του ανέμου.
  • anemophily = ανεμοφιλία: Επικονίαση μέσω του ανέμου.
  • area cladogram = κλαδόγραμμα περιοχών: Κλαδόγραμμα στο οποίο τα ακραία τάξα έχουν αντικατασταθεί από τις αντίστοιχες γεωγραφικές κατανομές τους.
  • assemblage = συνάθροιση: Το σύνολο των φυτικών ή ζωικών ειδών που απαντούν σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική μονάδα ή περιοχή.
  • assembly rules = κανόνες συγκρότησης: Δομή που αναγνωρίζεται στη σύνθεση μιας σειράς νησιών (ή άλλων λειτουργικών μονάδων), η οποία τυπικά καθορίζεται μέσα σε οικολογικές συντεχνίες. Οι κανόνες συγκρότησης περιλαμβάνουν: (1) τους κανόνες συμβατότητας, (2) τους κανόνες συχνότητας εμφάνισης και (3) τους κανόνες συνδυασμού.
  • assortative equilibrium = ομοιοτυπική ισορροπία: Στο πλαίσιο της θεωρίας ισορροπίας της νησιωτικής βιογεωγραφίας, ο αριθμός ειδών της αρχικής κατάστασης ισορροπίας μπορεί με την πάροδο του χρόνου να αυξηθεί, δημιουργώντας μια νέα τιμή ισορροπίας που αντανακλά τις οικολογικές αλληλεπιδράσεις μέσα στον βιόκοσμο.
  • atoll = ατόλη: Κοραλλιογενής ύφαλος που δημιουργείται γύρω από καταβυθιζόμενα ηφαίστεια.
  • auto-compatibility = αυτοσυμβατότητα: Η ικανότητα ενός φυτικού είδους να αυτογονιμοποιείται (τα είδη αυτά ονομάζονται επίσης απλώς "συμβατά").
  • autogamy = αυτογαμία: Αυτογονιμοποίηση.
  • auto-succession = αυτοδιαδοχή: Η συγκρότηση μιας βιοκοινότητας χωρίς εμφανή περιβαλλοντική αλλαγή ή μετάβαση.
  • bauplan = bauplan: Ένα συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό σχέδιο του σώματος.
  • benthic = βενθικός: Αυτός που ζει στον πυθμένα ενός υδάτινου όγκου ή σχετίζεται με δομές που βρίσκονται εκεί.
  • biodiversity = βιοποικιλότητα: Κάθε είδους ποικιλομορφία στους ζωντανούς οργανισμούς, όπως π.χ. ανάμεσα σε άτομα του ίδιου είδους, μεταξύ διαφορετικών ειδών ή οικοσυστημάτων.
  • biodiversity hotspot = θερμό σημείο βιοποικιλότητας: Μπορεί να αναφέρεται σε μια γεωγραφική περιοχή με υψηλά επίπεδα πλούτου ειδών ή/και ενδημισμού. Χρησιμοποιείται επίσης για περιοχές που παρουσιάζουν μεν υψηλή βιοποικιλότητα, αλλά που αυτή δέχεται σοβαρές απειλές (π.χ. λόγω απώλειας βιοτόπων).
  • biogeographical regions, kingdoms, and provinces = βιογεωγραφικές περιφέρειες, βασίλεια και επικράτειες: Μεγάλες βιογεωγραφικές υποδιαιρέσεις του πλανήτη με βάση κυρίως την κοινή σύσταση σε επίπεδο οικογένειας.
  • biomass = βιομάζα: Το συνολικό βάρος των ζωντανών ιστών των οργανισμών που συσσωρεύεται με την πάροδο του χρόνου. Συνήθως εκφράζεται ως ξηρή μάζα οργανικής ύλης ανά μονάδα έκτασης.
  • biosphere reserve = βιοσφαιρικό απόθεμα: Περιοχές των χερσαίων ή των παράκτιων οικοσυστημάτων που έχουν αναγνωριστεί διεθνώς στο πλαίσιο του Προγράμματος Άνθρωπος και Βιόσφαιρα της UNESCO.
  • biota = βιόκοσμος: Όλα τα είδη φυτών, ζώων και μικροβίων που ζουν σε συγκεκριμένη περιοχή.
  • bottleneck = στενωπός: Σημαντική μείωση του πληθυσμιακού μεγέθους που συχνά σχετίζεται με μειωμένη γενετική ποικιλότητα και ετεροζυγωτία, αλλά και μειωμένη προσαρμοστικότητα του πληθυσμού αυτού.
  • caldera = καλδέρα: Μεγάλος κρατήρας (συνήθως διαμέτρου 5-20 km) που σχηματίζεται από την κατάρρευση ενός ηφαιστείου μετά την εκκένωση του μάγματος από υποκείμενο θάλαμο αποθήκευσής του.
  • Cenozoic = Καινοζωικό: Υποδιαίρεση του γεωλογικού χρόνου, που περιλαμβάνει το Τριτογενές και το Τεταρτογενές, δηλ. τα τελευταία 65 εκατομμύρια χρόνια.
  • character displacement = απόκλιση χαρακτήρων: Η διαφοροποίηση ενός γνωρίσματος δύο παρόμοιων ειδών στα μέρη όπου επικαλύπτονται οι περιοχές εξάπλωσής τους, με αποτέλεσμα το καθένα να χρησιμοποιεί διαφορετικούς πόρους.
  • chequerboard distribution = κατανομή τύπου σκακιέρας: Πρότυπο που παρουσιάζουν δύο ή περισσότερα είδη με αμοιβαία αποκλειόμενες, αλλά αλληλοσυνδεόμενες, κατανομές σε μια σειρά απομονωμένων περιοχών, κατά το οποίο κάθε νησί (ή βιότοπος) υποστηρίζει ένα μόνο είδος.
  • clade = κλάδος: Κάθε εξελικτικός κλάδος σε μια φυλογένεση, ιδίως όταν βασίζεται σε γενεαλογικές σχέσεις.
  • cladogenesis = κλαδογένεση: Εξελικτική αλλαγή μέσα σε μια γενεαλογική γραμμή, κατά την οποία το προγονικό είδος χωρίζεται σε δύο ή περισσότερες γενεαλογικές γραμμές και εξαφανίζεται.
  • cladogram, phylogenetic tree = κλαδόγραμμα (φυλογενετικό δέντρο) = Γραμμικό διάγραμμα προερχόμενο από κλαδιστική ανάλυση, που δείχνει την υποθετική αλληλουχία διακλάδωσης ενός μονοφυλετικού τάξου και χρησιμοποιεί τις κοινές παράγωγες καταστάσεις χαρακτήρων για τον χρονικό προσδιορισμό της απόκλισης κάθε κλάδου.
  • coenocline = κοινοκλινές: Συνεχές βλάστησης κατά μήκος μιας διαβάθμισης.
  • colonization = εποίκιση/εποικισμός: Η σχετικά παρατεταμένη παραμονή ενός μεταναστευτικού είδους σε κάποιο νησί, ιδίως στις περιοχές όπου επιτυγχάνεται η αναπαραγωγή και η αύξηση του πληθυσμού του.
  • competition = ανταγωνισμός: Αρνητική, καταστροφική αλληλεπίδραση μεταξύ οργανισμών, προκαλούμενη από το ότι αυτοί χρειάζονται κάποιον κοινό πόρο. Ανταγωνισμός μπορεί να εκδηλώνεται μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους (ενδοειδικός ανταγωνισμός) ή διαφορετικών ειδών (διαειδικός ανταγωνισμός).
  • competitive exclusion = ανταγωνιστικός αποκλεισμός: Η αρχή σύμφωνα με την οποία όταν συνυπάρχουν δύο είδη με τις ίδιες απαιτήσεις πόρων, το ένα τελικά υπερτερεί έναντι του άλλου και προκαλεί την εξαφάνισή του.
  • connectance = συνδετικότητα: Το ποσοστό όλων των πιθανών ζευγών ειδών που μπορούν να αλληλεπιδράσουν άμεσα μεταξύ τους ως τροφολήπτης και τροφή σε μια βιοκοινότητα. Με άλλα λόγια, ο αριθμός των πραγματικών συνδέσεων σε ένα τροφικό δίκτυο (ή δίκτυο επικονίασης), διαιρεμένος με τον συνολικό αριθμό των δυνατών συνδέσεων.
  • conservation = διατήρηση: Ανθρώπινη παρέμβαση με σκοπό τη διατήρηση πολύτιμης βιοποικιλότητας (γενετικής ποικιλομορφίας, ειδών, οικοσυστημάτων, τοπίων, φυσικών πόρων).
  • continental fragments, micro-continents = ηπειρωτικά θραύσματα (μικροήπειροι): Τμήματα που αποσπάστηκαν από τις ηπείρους λόγω τεκτονικής μετατόπισης πριν από εκατομμύρια χρόνια, μαζί με τα είδη που έφεραν.
  • continental islands, land bridge islands = ηπειρωτικά νησιά (νησιά-χερσαίες γέφυρες) = Αναδυόμενα τμήματα της ηπειρωτικής κρηπίδας τα οποία χωρίζονται από τις ηπείρους από μικρού πλάτους, ρηχά νερά. Ο διαχωρισμός τους από την ήπειρο είναι συχνά πρόσφατος και οφείλεται σε μεταπαγετώδη άνοδο της θαλάσσιας στάθμης που απομόνωσε τα είδη στο νησί από τους ηπειρωτικούς πληθυσμούς τους.
  • continental shelf = ηπειρωτική κρηπίδα: Η περιοχή του θαλάσσιου πυθμένα που έχει μικρό βάθος (<200 m) και εκτείνεται κατά μήκος της ηπειρωτικής χέρσου πάνω σε ηπειρωτικό φλοιό. Ουσιαστικά πρόκειται για την προέκταση των ηπείρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
 

nickel

Administrator
Staff member
  • convergent evolution = συγκλίνουσα εξέλιξη: Εξέλιξη παρόμοιων γνωρισμάτων ανεξάρτητα σε μη συγγενικά τάξα, συνήθως από διαφορετικά προγονικά γνωρίσματα ή μέσω διαφορετικών εξελικτικών οδών.
  • corridor = διάδρομος: Οδός διασποράς με ευνοϊκό τύπο βιοτόπου, η οποία επιτρέπει την άμεση εξάπλωση ειδών από ένα τμήμα μιας περιοχής ή ενός βιοτόπου σε κάποιο άλλο.
  • counter-adaptation = αντιπροσαρμογή: Η εξελικτική αντίδραση του ιθαγενούς είδους ενός νησιού στην άφιξη ενός νέου είδους, που έχει ως αποτέλεσμα το πρώτο είδος να αρχίσει με την πάροδο του χρόνου να εκμεταλλεύεται ή να ανταγωνίζεται το νέο είδος πιο αποτελεσματικά, μειώνοντας την ανταγωνιστική του ικανότητα.
  • crassulacean acid metabolism [CAM] plants = φυτά με μεταβολισμό οξέων κατά Crassulaceae: Συνήθως σαρκώδη ξηρόφυτα, στα οποία το διοξείδιο του άνθρακα που προσλαμβάνεται στη διάρκεια της νύχτας αποθηκεύεται υπό τη μορφή μηλικού οξέος μέχρι να δεσμευθεί με τη χρήση της οδού C3 την επόμενη ημέρα.
  • cryptoturnover = κρυπτοαντικατάσταση: Αντικατάσταση ειδών (εξαφάνιση ακολουθούμενη από αποικισμό) που δεν εντοπίζεται, επειδή λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε δύο περιόδους καταγραφής.
  • density compensation = αντιστάθμιση πυκνότητας: Φαινόμενο κατά το οποίο η πυκνότητα ενός είδους σε ένα νησί είναι υψηλότερη από το φυσιολογικό, κάτι που συνήθως αποδίδεται στον χαμηλότερο συνολικό πλούτο ειδών της νησιωτικής συνάθροισης.
  • density overcompensation = υπεραντιστάθμιση πυκνότητας: Κατάσταση κατά την οποία η αντιστάθμιση πυκνότητας συμβαίνει σε εμφανώς υπερβολικό βαθμό για ένα ή περισσότερα είδη.
  • density stasis = στάση πυκνότητας: Κατάσταση κατά την οποία ο συνολικός πληθυσμός της βιοκοινότητας στο νησί είναι μικρότερος από εκείνο του ηπειρωτικού συστήματος αναφοράς, έτσι ώστε τα πληθυσμιακά μεγέθη ανά είδος να είναι ίδια με αυτά της ηπειρωτικής περιοχής.
  • diffuse competition = διάχυτος ανταγωνισμός: Διαειδικός ανταγωνισμός σε επίπεδο βιοκοινότητας μέσα σε μια ομάδα ειδών, κατά τον οποίο κάθε είδος υπόκειται σε μια σειρά ανταγωνιστικών πιέσεων που ασκούν άλλα είδη.
  • dioecious species = δίοικο είδος: Είδος στο οποίο τα φύλα εμφανίζονται σε χωριστά άτομα.
  • diplochory = διπλόχωρα: Φυτικά είδη με δύο διαφορετικούς μηχανισμούς διασποράς.
  • disassembly = αποσυγκρότηση: Η διαδικασία απώλειας ειδών από μια βιοκοινότητα ή ψηφίδα βιοτόπου ως αποτέλεσμα, για παράδειγμα, απώλειας βιοτόπων και αυξημένης απομόνωσης λόγω κατακερματισμού τους.
  • disharmony = δυσαρμονία: Χαρακτηριστικό των νησιωτικών βιοκόσμων κατά το οποίο παρατηρείται προτίμηση στην εκπροσώπηση ανώτερων τάξων σε σχέση με τις γειτονικές ηπειρωτικές περιοχές προέλευσης.
  • disjunction = διάζευξη: Πρότυπο κατανομής που επιδεικνύουν τάξα των οποίων οι πληθυσμοί είναι γεωγραφικά διαχωρισμένοι.
  • dispersal = διασπορά: Η απομάκρυνση οργανισμών από το σημείο προέλευσής τους.
  • disturbance = διαταραχή: Κάθε σχετικά διακριτό γεγονός στον χρόνο που ευθύνεται για την απώλεια οργανισμών και δημιουργεί κενό χώρο, τον οποίο μπορούν να καταλάβουν άτομα του ίδιου ή διαφορετικού είδους.
  • dwarfism = νανισμός: Η τάση ορισμένων απομονωμένων πληθυσμών να μειώνουν σημαντικά το μέγεθος του σώματός τους σε σύγκριση με άλλους πληθυσμούς του ίδιου είδους.
  • ecological release = οικολογική απελευθέρωση: Ένα είδος που φθάνει σε κάποιο νησί συναντά ένα περιβάλλον από το οποίο απουσιάζουν συγκεκριμένοι ανταγωνιστές ή άλλοι οργανισμοί με τους οποίους αλληλεπιδρά, όπως θηρευτές κ.λπ. Η απόκρισή του στην απελευθέρωση από αυτές τις περιοριστικές δυνάμεις μπορεί να εκδηλωθεί, π.χ. με επέκταση του τροφικού του θώκου ή απώλεια αμυντικών γνωρισμάτων.
  • ecological trap = οικολογική παγίδα: Η προτίμηση ορισμένων ειδών να αναπαράγονται σε ακραίους βιοτόπους αν και η θνησιμότητα εκεί είναι υψηλότερη απ’ ό,τι στο θραύσμα.
  • ecoregion = οικοπεριοχή: Ο μείζων τύπος οικοσυστήματος που κυριαρχεί σε μια περιοχή και που προκύπτει από μεγάλης κλίμακας προβλέψιμα πρότυπα ηλιακής ακτινοβολίας και υγρασίας, τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζουν τα είδη τοπικών οικοσυστημάτων, ζώων και φυτών που απαντούν εκεί.
  • ecosystem transformer = τροποποιητής οικοσυστήματος: Εισηγμένο είδος που εγκλιματίζεται και το οποίο γίνεται εισβλητικό και τροποποιεί σημαντικά τις ιδιότητες του οικοσυστήματος, κάτι που έχει αντίκτυπο στα ιθαγενή είδη.
  • ecotone = οικότονος: Η ζώνη μετάβασης μεταξύ δύο γειτονικών βιοκοινοτήτων/βιοτόπων, η οποία συνήθως παρουσιάζει ένα μείγμα των ιδιοτήτων τους.
  • ecotourism = οικοτουρισμός: Τουρισμός που βασίζεται στο ενδιαφέρον για παρατήρηση της φύσης, κατά προτίμηση με τον ελάχιστο οικολογικό αντίκτυπο.
  • edge effect = φαινόμενο παρυφών: Στα κατακερματισμένα τοπία, οι παρυφές μιας ψηφίδας βιοτόπου εμφανίζουν συνήθως διαφορετικές φυσικές και βιοτικές ιδιότητες, οι οποίες επεκτείνονται σε κάποιο βαθμό προς τον πυρήνα της ψηφίδας.
  • effective population size = δραστικό μέγεθος πληθυσμού: Το ποσοστό του ενήλικου πληθυσμού που πράγματι συμμετέχει στην αναπαραγωγή.
  • El Nino–Southern Oscillation, ENSO = Νότια Διακύμανση El Nino: Κλιματικές ανωμαλίες που επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στα πρότυπα βροχόπτωσης, θερμοκρασίας, υγρασίας και καταιγίδων σε μεγάλο μέρος των τροπικών και των υποτροπικών περιοχών του πλανήτη, λόγω της εισβολής θερμών επιφανειακών νερών από το δυτικό τμήμα της ισημερινής λεκάνης του Ειρηνικού προς το ανατολικό, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται η ανάβλυση κατά μήκος της δυτικής ακτής της Νότιας Αμερικής.
  • empty niche = κενός θώκος: Στο νησιωτικό πλαίσιο, αφορά την έλλειψη εκπροσώπησης μας συγκεκριμένης οικολογικής συντεχνίας ή θώκου της ηπείρου, η οποία παρέχει εξελικτικές ευκαιρίες που μπορούν να εκμεταλλευθούν οι αποικιστές.
  • en echelon lines = κλιμακωτές γραμμές: Βραχείες γραμμές αδυναμίας του φλοιού, οι οποίες είναι υπο-παράλληλες μεταξύ τους.
  • endemic = ενδημικό: Ένα τάξο που περιορίζεται σε συγκεκριμένη περιοχή, είτε πρόκειται για κορυφή βουνού είτε για νησί, αρχιπέλαγος, ήπειρο ή βιογεωγραφική περιοχή.
  • entomochory = εντομοχωρία: Διασπορά μέσω εντόμων.
  • entomophily = εντομοφιλία: Επικονίαση μέσω εντόμων.
  • equilibrium = ισορροπία: Κατάσταση ισορροπίας μεταξύ αντίθετων μεταξύ τους δυνάμεων, όπως φερ’ ειπείν μεταξύ του ρυθμού αποίκισης και εξαφάνισης.
  • establishment = εγκατάσταση: Η επιτυχής έναρξη ή θεμελίωση ενός πληθυσμού.
  • eustatic sea level changes = ευστατικές αλλαγές της θαλάσσιας στάθμης: Αλλαγές της θαλάσσιας στάθμης που προκλήθηκαν από αλλαγές στον όγκο του θαλάσσιου νερού.
  • explosive radiation = εκρηκτική ακτινωτή διαφοροποίηση: Εξελικτική διαδικασία που οδηγεί στη δημιουργία εξαιρετικά υψηλού αριθμού μονοφυλετικών ειδών, όπως π.χ. οι δροσοφιλίδες μύγες της Χαβάης ή οι κιχλίδες (είδη ιχθύων) της λίμνης Μαλάουι.
  • extinction = εξαφάνιση: Η απώλεια όλων των πληθυσμών ενός είδους από κάποιο νησί ή η απώλεια ενός είδους σε παγκόσμια κλίμακα.
  • extinction debt = χρέος εξαφάνισης: Η τελική απώλεια ειδών που αναμένεται σε μια περιοχή κατακερματισμένων βιοτόπων, μετά τον κατακερματισμό.
  • extirpation = εξολόθρευση: Η απώλεια ενός τοπικού (νησιωτικού) πληθυσμού που δεν υποδηλώνει απώλεια του είδους σε παγκόσμια κλίμακα
  • faunal drift = πανιδική παρέκκλιση: Το τυχαίο δείγμα ειδών που φθάνουν σε ένα "άδειο" περιβάλλον, τα οποία δημιουργούν ένα νέο (δυσαρμονικό) βιοτικό περιβάλλον όπου η επιλογή προκαλεί διαφοροποίηση σε πολλούς και ποικίλους νέους θώκους.
  • fitness = αρμοστικότητα: Ο αριθμός απογόνων που παράγει ένα άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής του.
  • founder effect = φαινόμενο ιδρυτή: Γενετική απώλεια που συμβαίνει όταν εγκαθιδρύεται ένας πληθυσμός που απομονώθηκε πρόσφατα, από μικρό αριθμό εποικιστών.
  • founder event = ιδρυτικό συμβάν: Ο αποικισμός ενός νησιού από τους πρώτους εκπροσώπους ενός είδους.
  • frugivore = φρουτοφάγο: Ζώο που τρέφεται με φρούτα.
  • geitonogamy = γειτονογαμία: Μεταφορά γύρης μεταξύ διαφορετικών ανθέων του ίδιου ατόμου.
  • gene flow = γονιδιακή ροή: Η κίνηση των αλληλομόρφων μέσα σε έναν πληθυσμό ή μεταξύ πληθυσμών λόγω διασποράς γαμετών ή απογόνων.
 

nickel

Administrator
Staff member
  • generalist species = γενικευμένο είδος: Είδος που χρησιμοποιεί σχετικά μεγάλο ποσοστό ή, σε ακραίες περιπτώσεις, το σύνολο των διαθέσιμων τύπων πόρων.
  • genetic drift = γενετική παρέκκλιση: Αλλαγές στη συχνότητα ενός γονιδίου σε κάποιον πληθυσμό, που οφείλονται αποκλειστικά στην τύχη και δεν υφίστανται επιδράσεις από τη φυσική επιλογή.
  • Ghyben–Herzberg lens = φακός Ghyben–Herzberg: Συσσώρευση βρόχινου νερού το οποίο επιπλέει πάνω στο πυκνότερο αλμυρό ή υφάλμυρο νερό που διαποτίζει τη βάση ενός νησιού.
  • gigantism = γιγαντισμός: Η τάση ορισμένων απομονωμένων πληθυσμών να αυξάνουν σημαντικά το μέγεθος του σώματός τους σε σχέση με τους ηπειρωτικούς πληθυσμούς του ίδιου είδους.
  • Gondwanaland = Γκοντβάνα: Η νότια υπερήπειρος, η οποία αποσχίστηκε από την Παγγαία (την τελευταία ενιαία χερσαία μάζα του πλανήτη) περίπου 160 Ma (εκατομμύρια χρόνια πριν). Αποτελούνταν από τις περιοχές που σήμερα είναι γνωστές ως Νότια Αμερική, Αφρική, Ανταρκτική, Αυστραλία, Ινδία, Μαδαγασκάρη, Νέα Ζηλανδία και Νέα Καληδονία.
  • guild = συντεχνία: Ομάδα ειδών που εκμεταλλεύονται την ίδια κατηγορία πόρων με παραπλήσιο τρόπο.
  • guyot = γκυγιό: Τύπος υποθαλάσσιου όρους με επίπεδη κορυφή, το οποίο σχηματίζεται από τη συσσώρευση ανθρακικών ιζημάτων στην κορυφή ενός καταβυθιζόμενου ηφαιστείου.
  • habitat fragmentation = κατακερματισμός βιοτόπου: Ανθρωπογενής διαδικασία μέσω της οποίας ένας εκτεταμένος, συνεχής βιότοπος μειώνεται σε έκταση και χωρίζεται σε πάρα πολλά απομονωμένα θραύσματα.
  • habitat island = βιοτοπικό νησί: Διακριτή ψηφίδα συγκεκριμένου τύπου βιοτόπου που περιβάλλεται από μήτρα εντελώς διαφορετικού βιοτόπου.
  • halophytes = αλόφυτα: Φυτικά είδη ανεκτικά στο αλάτι, τα οποία απαντούν συνήθως σε αλμυρά έλη, ξηρότοπους και αλμυρές λίμνες.
  • hermaphrodites = ερμαφρόδιτα: Άτομα που διαθέτουν τις αναπαραγωγικές δομές τόσο του αρσενικού όσο και του θηλυκού.
  • herpetofauna = ερπετοπανίδα: Πανίδα αμφιβίων και ερπετών.
  • heterozygote = ετερόζυγο: Άτομο που διαθέτει διαφορετικά αλληλόμορφα σε έναν γενετικό τόπο.
  • Holocene = Ολόκαινο: Η πιο πρόσφατη υποδιαίρεση του γεωλογικού χρόνου, που αρχίζει πριν από 11.500 χρόνια περίπου, στο τέλος του Πλειστοκαίνου.
  • homozygote = ομόζυγο: Άτομο που φέρει το ίδιο αλληλόμορφο και στα δύο αντίγραφα ενός γενετικού τόπου.
  • hybridization = υβριδισμός: Η παραγωγή απογόνων από γονείς που ανήκουν σε δύο διαφορετικά είδη, πληθυσμούς ή έχουν διαφορετικούς γονοτύπους.
  • hydrochory = υδροχωρία: Διασπορά μέσω του νερού.
  • hyperdynamism = υπερδυναμισμός: Αύξηση στη συχνότητα ή/και στην ένταση της δυναμικής πληθυσμού, βιοκοινότητας και τοπίου, σε κατακερματισμένους βιοτόπους.
  • immigration = αποίκιση/αποικισμός: Στη νησιωτική οικολογία, αναφέρεται στη διαδικασία άφιξης ενός διασπορίου σε κάποιο νησί που δεν είχε κατοικηθεί από το είδος αυτό (μπορεί να διακριθεί από τον "συμπληρωματικό εποικισμό", δηλ. τις μετέπειτα ενισχύσεις).
  • impoverishment = μείωση πλούτου: Χαρακτηριστικό κατά το οποίο τα νησιά έχουν λιγότερα είδη ανά μονάδα έκτασης απ’ ό,τι οι ήπειροι σε συγκρίσιμα οικοσυστήματα, διάκριση που γίνεται εντονότερη όσο μικρότερο είναι το μέγεθος του νησιού.
  • inbreeding depression = ομομεικτικός υποβιβασμός: Μείωση της αρμοστικότητας σε έναν φυσιολογικά ετερογαμικό πληθυσμό λόγω της αυξημένης ομοζυγωτίας που προκαλεί η ομομειξία.
  • incidence functions = συναρτήσεις συχνότητας εμφάνισης: Βιογεωγραφικό εργαλείο για την περιγραφή της διακύμανσης της πιθανότητας εμφάνισης ενός είδους σε συνάρτηση με επιλεγμένα χαρακτηριστικά των νησιών (πλούτος ειδών, έκταση, απομόνωση κ.λπ.).
  • introduction = εισαγωγή: Η εκούσια ή συμπτωματική μεταφορά μεμονωμένων ειδών από τον άνθρωπο σε μια τοποθεσία έξω από τη φυσική, ιστορική περιοχή εξάπλωσής τους.
  • introgressive hybridization, introgression = διεισδυτικός υβριδισμός (διείσδυση): Η ενσωμάτωση γονιδίων ενός είδους στη γονιδιακή δεξαμενή ενός άλλου είδους.
  • invader complex = σύμπλοκο εισβολέων: Φαινόμενο κατά το οποίο τα εισηγμένα είδη δημιουργούν αλληλεπιδράσεις κατά προτίμηση με άλλα εισηγμένα είδη.
  • invasion = εισβολή: Η εξάπλωση ενός εγκλιματισμένου εξωτικού είδους σε φυσικά ή ημιφυσικά ενδιαιτήματα, απ’ όπου προέρχεται και ο όρος "εισβλητικό είδος".
  • island rule = νησιωτικός κανόνας: Τάση εμφάνισης μιας σειράς αλλαγών στο μέγεθος που αποκτούν τα νησιωτικά είδη σπονδυλωτών σε σχέση με τα ηπειρωτικά είδη του ίδιου γένους, κατά τις οποίες τα μικρόσωμα είδη έχουν την τάση να γίνονται μεγαλύτερα, και το αντίστροφο.
  • island sterilization = αποστείρωση νησιού: Διαδικασία κατά την οποία η απόθεση καταστροφικών ροών ηφαιστειακής τέφρας σε ένα ολόκληρο νησί εξαλείφει παντελώς τον υπάρχοντα βιόκοσμο. Αυτό σημαίνει ότι η εποίκιση του νησιού θα πρέπει να ξεκινήσει πάλι από το μηδέν.
  • isolating mechanism = μηχανισμός απομόνωσης: Κάθε δομικός, φυσιολογικός, οικολογικός ή συμπεριφορικός μηχανισμός που εμποδίζει ή επηρεάζει έντονα την ανταλλαγή γονιδίων μεταξύ δύο πληθυσμών.
  • isostatic sea level changes = ισοστατικές μεταβολές της θαλάσσιας στάθμης: Μεταβολές της θαλάσσιας στάθμης που οφείλονται στη σχετική προσαρμογή του υψομέτρου της επιφάνειας της χέρσου, π.χ. (1) λόγω της ανύψωσης που προκαλεί η απομάκρυνση μάζας από τη χέρσο, όπως συμβαίνει με την τήξη ενός παγοκαλύμματος, ή (2) μέσω τεκτονικής ανύψωσης.
  • keystone species = είδος-κλειδί: Είδος που παρέχει έναν πόρο ζωτικής σημασίας ή επιτελεί μια κρίσιμη λειτουργία σε ένα οικοσύστημα, με αποτέλεσμα η μεταβολή του αριθμού των πληθυσμών του να επηρεάζει καθοριστικά βασικές λειτουργικές ιδιότητες του οικοσυστήματος.
  • kipuka = kipuka: Όρος που χρησιμοποιείται στη Χαβάη για την περιγραφή ενός παλαιού δασικού οικοσυστήματος το οποίο απομονώθηκε από νέα ροή λάβας.
  • lag time = υστέρηση φάσης: Ο χρόνος που απαιτείται για τη χαλάρωση ή τη μείωση του πλούτου ειδών μετά τον κατακερματισμό (δηλ. ο χρόνος που απαιτείται για την εξόφληση του χρέους εξαφάνισης).
  • landscape = τοπίο: Χωρική έννοια, που στην οικολογία αναφέρεται στο σύμπλοκο αλληλεπιδρώντων συστημάτων τα οποία βρίσκονται πάνω και κοντά στην επιφάνεια της Γης, όπως π.χ. τμήματα της ατμόσφαιρας, της βιόσφαιρας, της υδρόσφαιρας, της λιθόσφαιρας και της εδαφόσφαιρας.
  • landslides = κατολισθήσεις: Βαρυτικές αστάθειες που στις θεαματικότερες περιπτώσεις μπορούν να οδηγήσουν στην κατάρρευση των κλιτύων ενός νησιού, με αποτέλεσμα τη ροή μεγάλων μαζών από κορήματα, συνολικού όγκου εκατοντάδων km3, στη θάλασσα. Οι καταρρεύσεις αυτές μπορεί να λάβουν χώρα αναπάντεχα και αιφνίδια, και να εξαφανίσουν σημαντικό τμήμα ενός νησιού μέσα σε λίγα λεπτά.
  • late successional species = είδη μεταγενέστερων σταδίων διαδοχής: Είδη που εμφανίζονται κυρίως, ή που κυριαρχούν, κατά τα μεταγενέστερα στάδια διαδοχής.
  • laurisilva = δαφνόδασος: Υπολειμματικό υποτροπικό αειθαλές ορεινό νεφοσκεπές δάσος, τυπικό των νησιών της Μακαρονησίας, όπου κυριαρχούν είδη δέντρων της οικογένειας Laureaceae• παλιότερα η κατανομή του ήταν πολύ ευρύτερη.
  • lignification = αποξύλωση: Σε ένα νησιωτικό φυτικό είδος που προέρχεται από ποώδεις ηπειρωτικούς προγόνους, η απόκτηση ξυλώδους χαρακτήρα.
  • Macaronesia = Μακαρονησία: Βιογεωγραφική περιοχή της Παλαιοαρκτικής, που αποτελείται από τα ηφαιστειακά αρχιπελάγη του Ατλαντικού ?κεανού: Αζόρες, Μαδέρα, Νήσοι Σωτηρίας, Κανάρια και νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου.
  • Makatea islands = νησιά μακατέα: Νησιά που σχηματίζονται από νεαρά ηφαίστεια, με την ανύψωση κοραλλιογενών υφάλων λίγα μέτρα πάνω από τη θαλάσσια στάθμη.
  • marine transgression = διείσδυση θάλασσας: Φαινόμενο κατά το οποίο η θάλασσα κατακλύζει τη στεριά εξαιτίας της ανόδου της θαλάσσιας στάθμης είτε λόγω απόλυτης αλλαγής της θαλάσσιας στάθμης (μεσοπαγετώδεις περίοδοι) είτε λόγω τεκτονικής καθίζησης.
  • mesopredator release = απελευθέρωση θηρευτών μέσου μεγέθους: Αύξηση του αριθμού μικρότερων σε μέγεθος παμφάγων και θηρευτών λόγω της απουσίας μεγαλύτερων θηρευτών• το φαινόμενο μπορεί να προκληθεί από τον κατακερματισμό ενδιαιτήματος.
  • metapopulation = μεταπληθυσμός: Πληθυσμός γεωγραφικά χωρισμένων υποπληθυσμών που συνδέονται μεταξύ τους με πρότυπα γονιδιακής ροής, εξαφάνισης και επανεποίκισης.
 

nickel

Administrator
Staff member
  • minimum viable area, MVA = ελάχιστη έκταση επιβίωσης: Η έκταση που απαιτείται για τη διατήρηση του ελάχιστου βιώσιμου πληθυσμού ενός είδους.
  • minimum viable metapopulation, MVM = ελάχιστος βιώσιμος μεταπληθυσμός: Ελάχιστος αριθμός αλληλεπιδρώντων τοπικών πληθυσμών που απαιτείται να υπάρχουν για τη μακροπρόθεσμη παραμονή ενός είδους σε μια περιοχή.
  • minimum viable population, MVP = ελάχιστος βιώσιμος πληθυσμός: Ελάχιστο μέγεθος ενός πληθυσμού ικανό να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη επιβίωσή του, δηλ. που διασφαλίζει π.χ. 95% πιθανότητα παραμονής στα επόμενα 100 ή 1.000 χρόνια.
  • molecular clock = μοριακό ρολόι: Με βάση την ιδέα ότι οι πρωτεΐνες και το DNA εξελίσσονται με σταθερό λίγο-πολύ ρυθμό, ο βαθμός μοριακής απόκλισης (αποδίδεται σε τυχαίες μεταλλαγές) χρησιμοποιείται ως μέτρο για τη χρονολόγηση συμβάντων κατά την ανάπτυξη μιας γενεαλογικής γραμμής• τα μοριακά ρολόγια είναι πιο αξιόπιστα όταν μπορούν να βαθμονομηθούν ανεξάρτητα.
  • monoecy = μόνοικα: Είδη που έχουν χωριστά αρσενικά και θηλυκά άνθη στο ίδιο άτομο.
  • monophyletic group = μονοφυλετική ομάδα: Ομάδα τάξων που έχουν έναν κοινό πρόγονο και που περιλαμβάνει όλους τους απογόνους του προγόνου αυτού. Ονομάζεται επίσης κλάδος.
  • natural selection = φυσική επιλογή: Η διαδικασία εξάλειψης από έναν πληθυσμό των ατόμων κατώτερης αρμοστικότητας μέσω διαφορικής επιβίωσης και αναπαραγωγής.
  • naturalized species = εγκλιματισμένο είδος: Μη ιθαγενές είδος που δημιούργησε αναπαραγόμενο πληθυσμό.
  • neoendemic = νεοενδημικό: Είδος που απαντά κατ’ αποκλειστικότητα σε συγκεκριμένη περιοχή (νησί ή ομάδα νησιών), το οποίο αρχικά εποίκισε την περιοχή με τη μορφή ενός ηπειρωτικού προγόνου (αντίθετα με το παλαιοενδημικό είδος) και κατόπιν ανέπτυξε in situ δικά του διακριτά χαρακτηριστικά.
  • nestedness = εγκιβωτισμός: Σε ένα σύνολο νησιών ιεραρχημένων σύμφωνα με τον πλούτο ειδών, η τάση κάθε διαδοχικά μικρότερη συνάθροιση να αποτελεί υποσύνολο κάποιου ευρύτερου συνόλου.
  • niche = θώκος: Οι συνολικές απαιτήσεις ενός πληθυσμού ή ενός είδους για πόρους και φυσικές συνθήκες.
  • niche expansion = διεύρυνση θώκου: Αύξηση του εύρους των ενδιαιτημάτων ή των πόρων που εκμεταλλεύεται ένας πληθυσμός, κάτι που μπορεί να συμβεί απουσία κάποιου δυνάμει ανταγωνιστή.
  • non-adaptive radiation = μη προσαρμοστική ακτινωτή διαφοροποίηση: Διαδικασία ακτινωτής διαφοροποίησης που κατευθύνεται όχι από τη φυσική επιλογή αλλά από γενετική παρέκκλιση ή από τη φυλετική επιλογή.
  • non-equilibrium = μη ισορροπία: Χαρακτηριστικό των βιοκοινοτήτων που αλλάζουν συνεχώς τη δομή και τη σύνθεσή τους ανάλογα με τις αλλαγές του περιβάλλοντος και που δεν φθάνουν σε σταθερά τελικά σημεία.
  • nuees ardentes = διάπυρα νέφη: Βλ. πυροκλαστική ροή.
  • oceanic islands = ωκεάνια νησιά: Νησιά που προέρχονται από υποθαλάσσια ηφαιστειακή δραστηριότητα, συνήθως με βασαλτικό υπόβαθρο, τα οποία δεν ήταν ποτέ ενωμένα με τις ηπείρους. Αρχικά κατοικήθηκαν από είδη που ήλθαν από αλλού με διασπορά και κατόπιν εμπλουτίστηκαν μέσω της ειδογένεσης.
  • palaeoendemic = παλαιοενδημικό: Eίδος που απαντά αποκλειστικά σε μία περιοχή (νησί ή ομάδα νησιών), το οποίο φαίνεται να μην έχει αλλάξει παρά ελάχιστα από τη στιγμή της εποίκισης και το οποίο έχει εξαφανιστεί από την ηπειρωτική περιοχή προέλευσής του (σε αντίθεση με τα νεοενδημικά είδη).
  • Pangaea = Παγγαία: Η υπερήπειρος που περιελάμβανε όλες τις σημερινές ηπείρους, η οποία συνενώθηκε κατά το Ανώτερο Λιθανθρακοφόρο ή το Κατώτερο Πέρμιο και διασπάστηκε περίπου 70 εκατομμύρια χρόνια αργότερα, στα τέλη του Τριαδικού.
  • panmictic population = παμμεικτικός πληθυσμός: Πληθυσμός όπου το ζευγάρωμα είναι τυχαίο σε σχέση με την κατανομή των γονοτύπων στον πληθυσμό.
  • parallel evolution = παράλληλη εξέλιξη: Η εξέλιξη παρόμοιων ή πανομοιότυπων γνωρισμάτων ανεξάρτητα, σε γενεαλογικές γραμμές που δεν συγγενεύουν μεταξύ τους.
  • parapatric speciation = παραπάτρια ειδογένεση: Τρόπος ειδογένεσης κατά τον οποίο σημειώνεται διαφοροποίηση όταν δύο πληθυσμοί έχουν γειτονικές αλλά όχι επικαλυπτόμενες περιοχές εξάπλωσης, που συχνά αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικούς τύπους ενδιαιτήματος.
  • paraphyletic group = παραφυλετική ομάδα: Ατελής εξελικτική μονάδα στην οποία ένας ή περισσότεροι απόγονοι ενός συγκεκριμένου προγόνου έχουν εξαιρεθεί από την ομάδα• ονομάζεται επίσης "βαθμίδα".
  • parthenogenesis = παρθενογένεση: Η ανάπτυξη ωαρίων χωρίς γονιμοποίηση από αρσενικό γαμέτη.
  • peninsular effect = φαινόμενο χερσονήσου: Η υποθετική τάση μείωσης του πλούτου των ειδών σε μια διαβάθμιση από τη βάση ώς το απώτατο άκρο μιας χερσονήσου.
  • phylogeny = φυλογένεση: Οι εξελικτικές σχέσεις μεταξύ ενός προγόνου και όλων των γνωστών απογόνων του.
  • phylogeographical analysis = φυλογεωγραφική ανάλυση: Η ανάλυση του γεωγραφικά δομημένου γενετικού σήματος μέσα σε ένα τάξο (π.χ. είδος). Η ανακατασκευασμένη γενεαλογική ιστορία χρησιμοποιείται για τη διαπίστωση παλαιότερων επεισοδίων επέκτασης του πληθυσμού, στενωπών, βικαριανιστικών συμβάντων και εποίκισης• π.χ., σε ένα νησιωτικό πλαίσιο, της αλληλουχίας των συμβάντων διασποράς μεταξύ νησιών.
  • pioneer species = πρωτοπόρο είδος: Είδος που εποικεί νωρίς σε μια διαδοχή.
  • plate boundary = όριο πλακών: Το άκρο μίας από τις λιθοσφαιρικές πλάκες της Γης• τα όρια μπορεί να αποκλίνουν (δημιουργία νέας πλάκας), να συγκλίνουν (καταστροφή πλάκας) ή μην εμφανίζουν σχετική κίνηση.
  • Pleiocene = Πλειόκαινο: Η τελευταία υποδιαίρεση του Τριτογενούς, που εκτείνεται περίπου 5,3 ώς 1,8 Ma.
  • Pleistocene = Πλειστόκαινο: Η πρώτη υποδιαίρεση του Τεταρτογενούς, που τυπικά θεωρείται ότι ξεκινά περίπου 1,8 Ma (αν και η πτώση της μέσης θερμοκρασίας του κλίματος που χαρακτηρίζει την περίοδο αυτή είχε ίσως ήδη ξεκινήσει 2,5 Ma) και ότι τελειώνει περίπου 11.500 χρόνια πριν, με τη μετάβαση στο Ολόκαινο.
  • pollination = επικονίαση: Η μεταφορά γυρεόκοκκων σε δεκτικά στίγματα, π.χ με τη βοήθεια του ανέμου ή ζώων.
  • polyphyletic group = πολυφυλετική ομάδα: Ταξινομική ομάδα αποτελούμενη από πολλές, μη συγγενικές μεταξύ τους, μονοφυλετικές ομάδες.
  • population viability analyses, PVA = αναλύσεις βιωσιμότητας πληθυσμού: Πληθυσμιακές αναλύσεις που βασίζονται σε δεδομένα κύριων δημογραφικών και γενετικών παραμέτρων, τα οποία έχουν ως σκοπό την εκτίμηση της πιθανότητας επιβίωσης ενός πληθυσμού συγκεκριμένου μεγέθους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
  • productivity rate = ρυθμός παραγωγικότητας: Ο ρυθμός με τον οποίο μια βιοκοινότητα οργανισμών παράγει νέα βιομάζα.
  • propagule = διασπόριο (μονάδα διασποράς): Ο ελάχιστος αριθμός ατόμων ενός είδους που είναι σε θέση να αποικίσει με επιτυχία ένα κατοικήσιμο νησί.
  • pseudoturnover = ψευδοαντικατάσταση: Στις αναλύσεις νησιωτικής οικολογίας, είδη που φαίνεται να παρουσιάζουν αντικατάσταση (να υπόκεινται σε εξαφάνιση και επανεποίκιση) λόγω ελλιπών δημογραφικών δεδομένων, ενώ στην πραγματικότητα ζούσαν στο νησί καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης ή, εναλλακτικά, ποτέ δεν εποίκισαν πραγματικά το νησί.
  • pyroclastic flow = πυροκλαστική ροή: Ταχύτατη μαζική ροή καυτής τέφρας που κινητοποιείται από διαστελλόμενα αέρια και κινείται με ταχύτητες που ξεπερνούν τα 100 km/h.
  • Quaternary = Τεταρτογενές: Η πιο πρόσφατη υποδιαίρεση της κλίμακας του γεωλογικού χρόνου, που ακολουθεί το τέλος του Πλειοκαίνου και συνεχίζεται ώς σήμερα. Περιλαμβάνει το Πλειστόκαινο και το Ολόκαινο.
  • radiation = ακτινωτή διαφοροποίηση: Στην εξελικτική βιολογία, ο όρος περιγράφει την επέκταση μιας ομάδας και υποδεικνύει την παραγωγή πολλών νέων ειδών.
  • radiation zone = ζώνη ακτινωτής διαφοροποίησης: Η ζώνη μέσα σε έναν ωκεανό, κοντά στα δραστικά όρια διασποράς ενός ανώτερου τάξου (π.χ. χερσαίων θηλαστικών), όπου ελάχιστες γενεαλογικές γραμμές φθάνουν και όπου η ακτινωτή διαφοροποίηση σ’ αυτές τις γενεαλογικές γραμμές είναι αντίστοιχα μεγαλύτερη ως συνέπεια του "κενού χώρου θώκου" που συναντούν.
  • red [data] book = κόκκινο βιβλίο [δεδομένων]: Κατάλογος στον οποίο παρατίθενται τα είδη που είναι σπάνια ή κινδυνεύουν με εξαφάνιση σε τοπικό, εθνικό ή παγκόσμιο επίπεδο (π.χ. τα κόκκινα βιβλία της IUCN).
  • refugia = καταφύγια: Περιοχές επιβίωσης ειδών υπό αντίξοες συνθήκες, κυρίως κατά τις παγετώδεις περιόδους.
 

nickel

Administrator
Staff member
  • relictualism = υπολειμματισμός: Η παρουσία σε ορισμένα νησιά παλαιοενδημικών, δηλ. υπολειμματικών, τάξων που παλαιότερα εμφάνιζαν ηπειρωτική κατανομή και τα οποία εξαφανίστηκαν από την περιοχή προέλευσής τους, αφού εποίκισαν το νησί, π.χ. λόγω κλιματικών ή γεωλογικών αλλαγών.
  • reproductive isolation = αναπαραγωγική απομόνωση: Η αδυναμία ατόμων διαφορετικών πληθυσμών να παράγουν βιώσιμους απογόνους.
  • rescue effect = φαινόμενο διάσωσης: Η αποτροπή της εξαφάνισης ενός μικρού νησιωτικού πληθυσμού από την περιστασιακή εισροή ατόμων από κάποια άλλη (π.χ. ηπειρωτική) περιοχή.
  • Sahul = Σαχούλ: Ήπειρος του Πλειστοκαίνου, η οποία περιελάμβανε τις σημερινές Αυστραλία, Νέα Γουινέα και Τασμανία.
  • seamount = υποθαλάσσιο όρος: Όρος κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας (βλ. επίσης γκυγιό).
  • sexual selection = φυλετική επιλογή: Εξαρτάται από την επιτυχία ορισμένων ατόμων έναντι άλλων του ίδιου φύλου, όσον αφορά τη διαιώνιση του είδους, και μπορεί να οδηγήσει στην εξέλιξη χαρακτήρων που φέρουν κόστος αρμοστικότητας και που διαφορετικά δεν θα συνιστούσαν πλεονέκτημα.
  • shield volcanoes = ασπιδικά ηφαίστεια: Ηφαίστεια μεγάλου πλάτους, με πλαγιές μικρής κλίσης, τα οποία δημιουργούνται σε στρώσεις από ροές βασαλτικού μάγματος μέσα από σχισμές ή ανοίγματα μεγάλου μήκους.
  • sink population = ετεροδιατηρούμενος πληθυσμός: Όρος που χρησιμοποιείται στη μεταπληθυσμιακή βιβλιογραφία για την περιγραφή ενός πληθυσμού ο οποίος καταλαμβάνει ένα δυσμενές περιβάλλον και συντηρεί την παρουσία του μέσω συμπληρωματικής μετανάστευσης απογόνων από πληθυσμούς προέλευσης.
  • SLOSS debate = αντιπαράθεση SLOSS: Η αντιπαράθεση σχετικά με το ποια στρατηγική είναι καλύτερη για τα συστήματα προστατευόμενων περιοχών: μία μεγάλη ή πολλές μικρές (Single Large Or Several Small) προστατευόμενες περιοχές.
  • source population = πληθυσμός προέλευσης: Πληθυσμός που καταλαμβάνει ένα ευνοϊκό ενδιαίτημα και επομένως παράγει περίσσεια απογόνων οι οποίοι θα μεταναστεύσουν σε λιγότερο ευνοϊκά ενδιαιτήματα όπου μπορούν να διατηρηθούν ετεροδιατηρούμενοι πληθυσμοί με αρνητική δημογραφία.
  • specialist species = εξειδικευμένο είδος: Είδος που χρησιμοποιεί σχετικά μικρό ποσοστό των διαθέσιμων τύπων πόρων.
  • speciation = ειδογένεση: Διαδικασία κατά την οποία δύο ή περισσότερα σύγχρονα είδη έχουν εξελιχθεί από έναν μόνο προγονικό πληθυσμό.
  • species swarm = σμήνος ειδών: Μεγάλος αριθμός ειδών που συγγενεύουν στενά μεταξύ τους, τα οποία απαντούν μαζί σε μια περιοχή (π.χ. ένα αρχιπέλαγος) και προέρχονται από τον πολλαπλό διαχωρισμό ενός προγονικού στελέχους.
  • species turnover = αντικατάσταση ειδών: Το αποτέλεσμα των αντίθετων ρυθμών αποικισμού και εξαφάνισης των ειδών σε ένα νησί. Η ακριβής εξισορρόπηση των ρυθμών αυτών επιφέρει μια κατάσταση δυναμικής ισορροπίας, με τον πλούτο ειδών να παραμένει σταθερός με την πάροδο του χρόνου, αλλά με τη σύνθεση των ειδών να μεταβάλλεται συνεχώς.
  • species-area relationship, SAR = σχέση αριθμού ειδών-έκτασης: Η σχέση ανάμεσα στον αριθμό ειδών και στην έκταση του δείγματος ή του νησιού. Η απλή αυτή ιδέα εμπεριέχει πολλές και ποικίλες σημαντικές διακρίσεις, οι οποίες δεν έχουν αναγνωριστεί όπως θα έπρεπε.
  • stepping stones = νησιά μεταγωγής: Νησιά ή ομάδες νησιών που διευκολύνουν τη διασπορά ειδών στους ωκεανούς, καταλαμβάνοντας ενδιάμεση γεωγραφική θέση ανάμεσα σε μια ηπειρωτική δεξαμενή ειδών και σε ένα συγκεκριμένο νησί.
  • stratovolcano = στρωματοηφαίστειο: Ο σύνθετος κώνος με έντονη κλίση που δημιουργείται από ένα ηφαίστειο που εκτινάσσει τόσο τηγμένα όσο και στερεά υλικά.
  • subduction = καταβύθιση: Η διαδικασία της τεκτονικής των πλακών κατά την οποία ο ωκεάνιος φλοιός που φέρει τη λιθόσφαιρα καταστρέφεται με τη μετατόπιση της μίας πλάκας κάτω από την άλλη, κατά την οποία σχηματίζεται θαλάσσια τάφρος. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε θέρμανση και κατόπιν σε εκ νέου τήξη της κάτω πλάκας, που με τη σειρά της δημιουργεί ηφαιστειακή δράση, σχηματίζοντας συνήθως ένα τόξο ηφαιστειακών νησιών πάνω από την περιοχή καταβύθισης.
  • subfossil = υποαπολίθωμα: Νεκρός οργανισμός που δεν έχει απολιθωθεί πλήρως.
  • subsidence = υποχώρηση (καθίζηση): Η κατωφερής κίνηση ενός αντικειμένου σε σχέση με τον περίγυρό του. Η καθίζηση της λιθόσφαιρας μπορεί να οφείλεται σε αυξημένη μάζα (π.χ. αυξημένο φορτίο πάγου, νερού ή πετρωμάτων) ή στην απομάκρυνση του νησιού από τις μεσοωκεάνιες ράχες και άλλες περιοχές που μπορούν να στηρίξουν μια ασυνήθιστη μάζα.
  • succession = διαδοχή: Αναφέρεται σε μια κατευθυνόμενη αλλαγή στις φυτικές (κυρίως) βιοκοινότητες ύστερα από κάποια σημαντική διατάραξη του οικοσυστήματος ή μετά τη δημιουργία μιας εντελώς νέας χερσαίας έκτασης.
  • successional turnover = διαδοχική αντικατάσταση: Στο πλαίσιο της νησιωτικής οικολογίας, αναφέρεται στην αντικατάσταση ειδών που αποδίδεται σε διαδικασίες διαδοχής.
  • supertramp = υπεραλήτης: Είδος με εξαιρετικές ικανότητες εποικισμού, αλλά όχι καλός ανταγωνιστής σε διαφορετικές βιοκοινότητες.
  • sustainable development = αειφόρος ανάπτυξη: Ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής χωρίς να μειώνει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες.
  • sweepstake dispersal route = λαχειοφόρος οδός διασποράς: Η λιγότερο ευνοϊκή από τις πιθανές οδούς μετανάστευσης ως προς το ότι μπορεί να ακολουθηθεί πολύ σπάνια και με μεγάλη δυσκολία, ή υπό συνθήκες που απαντούν πολύ σπάνια.
  • sympatric speciation = συμπάτρια ειδογένεση: Η διαφοροποίηση δύο αναπαραγωγικά απομονωμένων ειδών από έναν αρχικό πληθυσμό στην ίδια περιοχή, μεταξύ των οποίων θα μπορούσε να συμβεί ή συμβαίνει πράγματι σημαντική ροή γονιδίων.
  • taxon cycle = κύκλος τάξου: Προτεινόμενη σειρά οικολογικών και εξελικτικών αλλαγών, σε ένα είδος που μόλις έφθασε σε κάποιο απομονωμένο νησί, από την κατάσταση κατά την οποία είναι ολόιδιο με τους ηπειρωτικούς συγγενείς του ώς την κατάσταση κατά την οποία αποτελεί ένα ιδιαίτερα διαφοροποιημένο ενδημικό είδος, την εξαφάνιση και την αντικατάστασή του από νέους αποικιστές.
  • tephra = τέφρα: Συλλογικός όρος για όλα τα μη στερεοποιημένα, κυρίως πυροκλαστικά, προϊόντα μιας ηφαιστειακής έκρηξης, ανεξαρτήτως μεγέθους κόκκων.
  • territoriality = χωροκρατικότητα: Συμπεριφορά που σχετίζεται με την υπεράσπιση συγκεκριμένης περιοχής (της χωροκράτειας) από εισβολείς.
  • Tertiary = Τριτογενές: Υποδιαίρεση του γεωλογικού χρόνου που διήρκεσε από 65 Ma περίπου ώς τις αρχές του Τεταρτογενούς.
  • translocation programmes = προγράμματα μετεγκατάστασης ειδών: Απόπειρες διατήρησης ειδών που αφορούν τη μετακίνηση αριθμού ατόμων σε περιοχή από την οποία αυτή τη στιγμή το είδος απουσιάζει (και όπου συνήθως άλλοτε ζούσε).
  • trophic cascade = τροφική κλιμάκωση: Η αλυσίδα άμεσων εξαφανίσεων μετά την απώλεια ενός ή λίγων ειδών που παίζουν κρίσιμο ρόλο (π.χ. ως επικονιαστές) στη λειτουργία του οικοσυστήματος.
  • trophic level = τροφικό επίπεδο: Θέση σε μια τροφική αλυσίδα που καθορίζεται από τον αριθμό βημάτων μεταφοράς ενέργειας ώς αυτό το επίπεδο.
  • vagility = κινητικότητα: Η ικανότητα ενεργητικής μετακίνησης από το ένα μέρος στο άλλο.
  • vicariance = βικαριανισμός: Ο χωρισμός ενός πληθυσμού ή είδους σε χωριστές ομάδες, που προκύπτουν από τον σχηματισμό ενός φυσικού φράγματος.
  • Wallace’s line = γραμμή Wallace: Όριο που περιγράφηκε από τον Alfred Russel Wallace, το οποίο τέμνει το αρχιπέλαγος της Ινδονησίας και χωρίζει τις πανίδες που χαρακτηρίζουν τα νησιά της ηπειρωτικής κρηπίδας της Σούνδης από εκείνα της Σαχούλ. Πολλές παραλλαγές αυτής της γραμμής έχουν προταθεί στην περιοχή αυτή, η οποία ονομάστηκε Wallacea.
  • widow species = χηρευμένο είδος: Είδος που έχει χάσει τον μοναδικό του επικονιαστή (ή διασπορέα, θήραμα, ξενιστή κ.λπ.), και επομένως οδεύει προς εξαφάνιση.
  • zoochory = ζωοχωρία: Η διασπορά των σπερμάτων με τη βοήθεια ζώων, είτε διαμέσου του γαστρεντερικού τους σωλήνα (ενδοζωόχωρα) είτε με την προσκόλλησή τους στο δέρμα, στο τρίχωμα ή στα φτερά (εξωζωόχωρα).
  • zygomorphic = ζυγομορφικό: Φυτό που τα άνθη του εμφανίζουν αμφίπλευρη συμμετρία.
 
Πήγαινα όλα χαρά να γράψω ότι το radiation, εκτός από ακτινοβολία είναι και ακτινωτή διαφοροποίηση στην ειδογένεση, και σκέφτομαι "Ας δω τι λέει ο Γούγλης": τσουπ, νάτη στην πέμπτη θέση η Λεξιλογία με το πολύ καλό αυτό γλωσσάρι!
 
Top