Εξαιτίας μιας ερώτησης στο ProZ, διαπίστωσα ένα λεξικογραφικό κενό. Αναφέρομαι στον μαχόμενο δικηγόρο και τη μαχόμενη δικηγορία. Στο ΛΚΝ βρήκα «που χαρακτηρίζεται από δράση: Μαχόμενη δημοσιογραφία. Μαχόμενη δικηγορία, που ασκείται στα δικαστήρια» και εκεί σταματά η βοήθεια από τα λεξικά. Στο ΛΝΕΓ βρίσκω: «2. (αμετβ. κ. μετβ.) (κατ' επέκτ.-μτφ.) καταβάλλω έντονες και συστηματικές προσπάθειες (για να επιτύχω συγκεκριμένο στόχο), συμμετέχω σε σκληρό αγώνα, αναμέτρηση: (αμετβ.) μάχεται για τα δικαιώματα του | μάχομαι κατά τής διαφθοράς | μαχόμενη δημοσιογραφία / δικηγορία / εκπαίδευση […]».
Δεν πιστεύω ότι γίνεται κανείς σοφότερος ούτε για τη δικηγορία ούτε για τη δημοσιογραφία. Καμία βοήθεια σε άλλα λεξικά, μονόγλωσσα ή δίγλωσσα.
Έγραφε ο Ανδρέας Παππάς κάποτε στα υπο-γλώσσια:
Άλλες σελίδες για τον μαχόμενο δικηγόρο και τη μαχόμενη δικηγορία:
http://www.mysep.gr/?p=2333
http://www.eanda.gr/page.php?160
Τι θα προτείνατε εσείς σαν μετάφραση;
Κι αφού τελειώσουμε με τη δικηγορία, ας δούμε και τη μαχόμενη δημοσιογραφία. Γιατί υποψιάζομαι ότι δεν είναι αυτό που προτείνει το λεξικό Κοραής:
μαχόμενος επθ -η, -ο = active : Είναι χρόνια στη μαχόμενη δημοσιογραφία. = He has been in active journalism for years.
Δεν πιστεύω ότι γίνεται κανείς σοφότερος ούτε για τη δικηγορία ούτε για τη δημοσιογραφία. Καμία βοήθεια σε άλλα λεξικά, μονόγλωσσα ή δίγλωσσα.
Έγραφε ο Ανδρέας Παππάς κάποτε στα υπο-γλώσσια:
Δυο-τρεις αναγνώστες, δικηγόροι το επάγγελμα, μου έγραψαν ότι οι όροι «μαχόμενη δικηγορία» και «μαχόμενος δικηγόρος» έχουν νόημα και περιεχόμενο, καθώς δηλώνουν τον δικηγόρο ο οποίος αναλαμβάνει υποθέσεις που απαιτούν παρουσία/παράσταση στο δικαστήριο, τον ελεύθερο επαγγελματία με την πιο στενή έννοια του όρου (τον barrister των Άγγλων), σε αντιδιαστολή με τον εργαζόμενο σε εταιρεία, υπηρεσία, ίδρυμα, κτλ. τον νομικό σύμβουλο, τον solicitor.
Άλλες σελίδες για τον μαχόμενο δικηγόρο και τη μαχόμενη δικηγορία:
http://www.mysep.gr/?p=2333
http://www.eanda.gr/page.php?160
Τι θα προτείνατε εσείς σαν μετάφραση;
Κι αφού τελειώσουμε με τη δικηγορία, ας δούμε και τη μαχόμενη δημοσιογραφία. Γιατί υποψιάζομαι ότι δεν είναι αυτό που προτείνει το λεξικό Κοραής:
μαχόμενος επθ -η, -ο = active : Είναι χρόνια στη μαχόμενη δημοσιογραφία. = He has been in active journalism for years.