Γράφω συστηματικά «Καλώς ήρθες!», «Καλώς όρισες!» αλλά:
Στο ΛΝΕΓ:
καλωσορίζω ρ. μετβ. {καλωσόρισ-α, -τηκα, -μένος} υποδέχομαι (κάποιον) λέγοντας «καλωσόρισες»· (κατ' επέκτ.) υποδέχομαι (κάποιον) περιποιητικά: ο οικοδεσπότης τους καλωσόρισε στην είσοδο τού σπιτιού ΣΥΝ. καλοδέχομαι, δεξιώνω· ΦΡ. καλωσόρισες | καλωσορίσατε χαιρετισμός που λέγεται κατά την υποδοχή επισκέπτη, φιλοξενουμένου κ.λπ., δηλώνοντας ότι είναι ευπρόσδεκτος: μας υποδέχθηκε η μητέρα της λέγοντας «καλωσορίσατε, καλωσορίσατε». — καλωσόρισμα.
Στο ΛΚΝ:
καλωσορίζω [kalosorízo] Ρ2.1α : υποδέχομαι κπ. λέγοντάς του, «καλώς όρισες», και με επέκταση, τον υποδέχομαι με θερμές εκδηλώσεις: Πήγε στο σταθμό / βγήκε στην πόρτα, για να τους καλωσορίσει. Σε καλωσορίζω στο σπίτι μου, προσφώνηση σε κπ. που με επισκέπτεται για πρώτη φορά ή ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα. || ευχή όταν υποδεχόμαστε κπ.: Kαλωσόρισες / καλωσορίσατε, καλώς όρισες, καλώς ορίσατε και ως ουσ. το καλωσόρισες / το καλωσορίσατε.
καλωσήρθες [kalosírθes] : ευχή όταν υποδεχόμαστε κπ.: Καλωσήρθες!, καλώς ήρθες, καλωσόρισες. || (ως ουσ.): Ήρθαν να πουν το καλωσήρθες.
Δεν το γράφει (το ΛΚΝ), αλλά να υποθέσουμε ότι σωστό είναι και το «Καλωσήρθατε». Στο ΛΝΕΓ, δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Υποθέτουμε όμως ότι, αν δεχτούμε το «Καλωσόρισες» με τη σημασία «Καλώς όρισες» (και όχι σαν μεταβατικό ρήμα, π.χ. «Τον καλωσόρισες ή ακόμα;», «Καλωσορίσατε τα νέα μέλη;»), τότε δεκτά πρέπει να είναι και από τα δύο λεξικά όλα τα υπόλοιπα, αφού με τον ίδιο τρόπο φτιάχτηκαν, εξίσου έχουν χάσει τον τόνο στο «Καλώς» και εξίσου συνηθισμένα είναι πια και τα τέσσερα.
Τι λέτε;
................................................................................
Σε περίπτωση που για άλλο λόγο μπήκατε σ' αυτό το νήμα, εδώ βρίσκεται το νήμα «Καλώς σας βρίσκω!».
Στο ΛΝΕΓ:
καλωσορίζω ρ. μετβ. {καλωσόρισ-α, -τηκα, -μένος} υποδέχομαι (κάποιον) λέγοντας «καλωσόρισες»· (κατ' επέκτ.) υποδέχομαι (κάποιον) περιποιητικά: ο οικοδεσπότης τους καλωσόρισε στην είσοδο τού σπιτιού ΣΥΝ. καλοδέχομαι, δεξιώνω· ΦΡ. καλωσόρισες | καλωσορίσατε χαιρετισμός που λέγεται κατά την υποδοχή επισκέπτη, φιλοξενουμένου κ.λπ., δηλώνοντας ότι είναι ευπρόσδεκτος: μας υποδέχθηκε η μητέρα της λέγοντας «καλωσορίσατε, καλωσορίσατε». — καλωσόρισμα.
Στο ΛΚΝ:
καλωσορίζω [kalosorízo] Ρ2.1α : υποδέχομαι κπ. λέγοντάς του, «καλώς όρισες», και με επέκταση, τον υποδέχομαι με θερμές εκδηλώσεις: Πήγε στο σταθμό / βγήκε στην πόρτα, για να τους καλωσορίσει. Σε καλωσορίζω στο σπίτι μου, προσφώνηση σε κπ. που με επισκέπτεται για πρώτη φορά ή ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα. || ευχή όταν υποδεχόμαστε κπ.: Kαλωσόρισες / καλωσορίσατε, καλώς όρισες, καλώς ορίσατε και ως ουσ. το καλωσόρισες / το καλωσορίσατε.
καλωσήρθες [kalosírθes] : ευχή όταν υποδεχόμαστε κπ.: Καλωσήρθες!, καλώς ήρθες, καλωσόρισες. || (ως ουσ.): Ήρθαν να πουν το καλωσήρθες.
Δεν το γράφει (το ΛΚΝ), αλλά να υποθέσουμε ότι σωστό είναι και το «Καλωσήρθατε». Στο ΛΝΕΓ, δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Υποθέτουμε όμως ότι, αν δεχτούμε το «Καλωσόρισες» με τη σημασία «Καλώς όρισες» (και όχι σαν μεταβατικό ρήμα, π.χ. «Τον καλωσόρισες ή ακόμα;», «Καλωσορίσατε τα νέα μέλη;»), τότε δεκτά πρέπει να είναι και από τα δύο λεξικά όλα τα υπόλοιπα, αφού με τον ίδιο τρόπο φτιάχτηκαν, εξίσου έχουν χάσει τον τόνο στο «Καλώς» και εξίσου συνηθισμένα είναι πια και τα τέσσερα.
Τι λέτε;
................................................................................
Σε περίπτωση που για άλλο λόγο μπήκατε σ' αυτό το νήμα, εδώ βρίσκεται το νήμα «Καλώς σας βρίσκω!».