Οι κοινοί τόποι δεν είναι (πάντα) κοινοτοπίες

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Αλλιώς τα λένε --μού είπε ο συνεργάτης μου-- τα λεξικά. Το ΛΝΕΓ γράφει στο λήμμα τόπος:
τόπος: 1(ζ) κοινός τόπος η κοινοτοπία (βλ.λ). η ανάγκη περιορισμού των ελλειμμάτων αποτελεί κοινό τόπο πλέον
Το ΛΚΝ πάλι λέει:
τόπος ο [tópos] Ο18 ... 2α. ... κοινός ~, για ιδέα, διαπίστωση πολύ γνωστή και διόλου πρωτότυπη• κοινοτοπία
και
κοινοτοπία η [kinotopía] Ο25 : σκέψη ή λόγος που έχει χρησιμοποιηθεί πολύ και από πολλούς και στερείται έτσι κάθε πρωτοτυπίας: Γράφω / λέω κοινοτοπίες. Mας αράδιασε ένα σωρό κοινοτοπίες.
[λόγ. < φρ. κοι ν(ός) -ο- + τόπ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. lieu commun ή αγγλ. common-place κατά τη σημ. της αρχ. λ. τόπος (στη ρητορ.)]

Μπορούμε άραγε, τον ρώτησα, να αντικαταστήσουμε το κοινός τόπος με το κοινοτοπία στα επόμενα παραδείγματα (όλα από το Διαδίκτυο) και, αν όχι, κατά πόσο μπορούμε να θεωρούμε συνώνυμες τις έννοιες;
  • Eίναι κοινός τόπος πως η εξέλιξη της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα ... είναι θέμα πολιτικής βούλησης (από πολιτικό φυλλάδιο).
    [*]Εκτιμώ όμως ότι είναι κοινός τόπος, το ότι απαιτείται παρέμβαση στην Ελληνική Αστυνομία... (από ομιλία στη Βουλή)
    [*]Στο ότι ο κοινός τόπος παράγεται συνεχώς μέσα από την σύγκλιση μοναδικοτήτων....
    [*]...σε ποιο βαθμό τα δικαιώματα των γυναικών έχουν καταστεί κοινός τόπος;
    [*]Ώστε να βρεθεί κοινός τόπος για την εκλογή του προέδρου...

Το μυστικό βρίσκεται ίσως στην άνω τελεία του ΛΚΝ. Η κοινοτοπία είναι ένας φραστικός κοινός τόπος, ο κοινός τόπος δεν είναι απαραίτητα κοινοτοπία. Δεν υπάρχει αμφιμονοσήμαντη συνωνυμία, που θάλεγαν οι μαθηματικοί.
 
Last edited:

nickel

Administrator
Staff member
Το πρόβλημα που διαπιστώνω (δεν το γνώριζα) είναι ότι τα ελληνικά λεξικά δεν καλύπτουν τη μη κακόσημη σημασία της φρ. κοινός τόπος, η οποία ωστόσο χρησιμοποιείται για να μεταφράσει τη μη κακόσημη σημασία του αγγλικού commonplace, όταν δεν σημαίνει το κακόσημο platitude, «κοινοτοπία». Μία από τις σημασίες στο OED, αλλά και σε άλλα λεξικά, είμαι σίγουρος:
A common or ordinary topic; an opinion or statement generally accepted or taken for granted; a stock theme or subject of remark, an every-day saying. Slightingly: A platitude or truism.
 

nickel

Administrator
Staff member
Για παράδειγμα, με μεζούρα το Altavista, που δεν υπερβάλλει, βρίσκω 6 παραδείγματα που λένε «Αποτελεί κοινοτοπία ότι» και 391 που λένε «Αποτελεί κοινό τόπο ότι», συχνά υποθέτω για να μεταφράσουν το «It is a commonplace that...». Όταν, για παράδειγμα, ο καθηγητής Γ. Παπαδημητρίου γράφει «Αποτελεί κοινό τόπο ότι η διαφθορά πλήττει τη δημοκρατία...», δεν υπάρχει κάτι απαξιωτικό στον χαρακτηρισμό, απλώς εικάζει ότι συμφωνούμε όλοι και δεν χρειάζεται να σταθούμε σ' αυτό.
 
Last edited:

nickel

Administrator
Staff member
Γιά κοίτα, λοιπόν, που σήμερα έπεσα πάνω και σε δεύτερη (δηλαδή τρίτη) σημασία του «κοινού τόπου». Από τον σημερινό Στάθη της Ελευθεροτυπίας:

Επιτέλους! καλά νέα -μετά από πολύ καιρό- απ' τον ΣΥΡΙΖΑ! Υστερα από μία περίοδο διχόνοιας και ερίδων που ταλάνισαν έως παράλυσης σχεδόν τις συνιστώσες και τη συνισταμένη, βρέθηκε επιτέλους ο κοινός τόπος, το τίμιο ξύλο, η ιερά σινδόνη που μπόρεσε να τους τυλίξει όλους σε ένα ψήφισμα ενότητας: υπέρ της κυρίας Δραγώνα! Θαύμα-θαύμα!

Σ' αυτή την περίπτωση ο κοινός τόπος είναι μάλλον ίδιος με το κοινό έδαφος και θα μεταφραζόταν common ground ή το κοινό σημείο αναφοράς (common point of reference).

Το κείμενο (με τον ταιριαστό τίτλο Sancta Simplicitas, Ιερά απλοϊκότης), όπως και το κοινό έδαφος του Στάθη με τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό, ανήκουν στην αρμοδιότητα
άλλου νήματος.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Γιά κοίτα, λοιπόν, που σήμερα έπεσα πάνω και σε δεύτερη (δηλαδή τρίτη) σημασία του «κοινού τόπου».

Σ' αυτή την περίπτωση ο κοινός τόπος είναι μάλλον ίδιος με το κοινό έδαφος και θα μεταφραζόταν common ground ή το κοινό σημείο αναφοράς (common point of reference).
Είναι αυτό που κάποιοι λένε «κοινός γεωμετρικός τόπος»;
 

nickel

Administrator
Staff member
Είναι αυτό που κάποιοι λένε «κοινός γεωμετρικός τόπος»;

Νοηματικά, ναι. Αντιστοιχεί, υποθέτω, στο αγγλικό common locus. Άλλωστε (αντιγράφω από το OED, λήμμα commonplace):

A rendering of L. locus communis = Gr. κοινὸς τόπος, in Aristotle simply τόπος, explained by Cicero (Inv. ii. xiv. § 47 et seq.) as a general theme or argument applicable to many particular cases. In later times, collections of such general topics were called loci communes.
 
Το ίδιο ισχύει και για το "topos"; "Κοινός τόπος" και αυτό ή μοτίβο;
 

nickel

Administrator
Staff member
Έπεσα πάνω σε μια *κοινοτυπία σε σημερινό κείμενο του Δαβαράκη («μια χιλιοειπωμένη κοινοτυπία») και ανακάλυψα ότι δεν έχουμε κάνει εδώ καμιά μνεία του συνηθισμένου λάθους. Είναι μάλιστα τόσο συνηθισμένο που το ΛΝΕΓ δημιουργεί λήμμα κοινοτυπία για να δώσει τον χαρακτηρισμό «εσφαλμ. τ.» και να παραπέμψει στην κοινοτοπία (όπου φιλοξενεί σχετικό σημείωμα σε πλαίσιο). Πολύ σωστά αναφέρεται ότι είναι μεταφραστικό δάνειο από το common-place και ότι η *κοινοτυπία προέρχεται από παρετυμολογική συσχέτιση με την πρωτοτυπία. Δεν μας τα λέει καλά το Wiktionary:

κοινοτυπία θηλυκό
αδόκιμος όρος που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην καθομιλούμενη αντί του κοινοτοπία
Ετυμολογία
κοινοτυπία < ουσιαστικό κοινοτοπία, με αντικατάσταση του δεύτερου συνθετικού τόπος με τύπος < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική common type
 
Top