Ο διαρρήκτης είναι πολύ μεταγενέστερη λέξη. Οι αρχαίοι είχαν τον τοιχωρύχο.
Προσθέτω από ΠαπΛεξ:
τοιχωρύχος
ο, ΝΑ· 1. αυτός που εισέρχεται παράνομα σε ένα κτήριο διατρυπώντας τους τοίχους· 2. (συνεκδ.) διαρρήκτης, λωποδύτης· || (αρχ.) (ως επίθ.) (για πράγμ.) άθλιος, ελεεινός («τοιχωρύχον λαγύνιον», Δίφιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].