προπηλακίστηκε = was verbally abused / attacked / assaulted, had abuse hurled at (him)

nickel

Administrator
Staff member
Είδα, σε μερικά λεξικά όπου κοίταξα το «προπηλακίζω», σκέτο το ρήμα abuse, ανάμεσα σε άλλα.

Το προπηλακίζω στα λεξικά:
(μτφ.) περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον (ΠαπΛεξ)
περιλούζω κπ. με βρισιές, με κοροϊδίες, τον χλευάζω, τον διασύρω: Προπηλακίστηκε άγρια από το συγκεντρωμένο πλήθος. [λόγ. < αρχ. προπηλακίζω (κυριολ. σημ.: 'ρίχνω λάσπη')] (ΛΚΝ)
εκστομίζω ύβρεις εναντίον κάποιου σε δημόσια εμφάνισή του (προϋποθέτει την ταυτόχρονη παρουσία στον ίδιο χώρο αυτού που προπηλακίζει και αυτού που προπηλακίζεται). (ΛΝΕΓ)

Αν πεις «He was abused by a group of students», μπορεί να προκύψουν παρεξηγήσεις. Καλύτερα με το «verbally»:
He was verbally abused by a group of students.
He was verbally attacked by a group of students.

Τα άλλα ρήματα που δίνουν τα λεξικά δεν με ενθουσιάζουν.
 
Τα λεξικά γενικά μεταφράζουν ένα ρήμα με ρήμα, επίθετο με επίθετο κ.ο.κ. Θα μπορούσαμε να πούμε και he had abuse hurled at him, - εννοείται βέβαια verbally, και καμία παρεξήγηση.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ναι, ωραίο, Philip. Στο προσωπικό μου γλωσσάρι έχω το προπηλακίζω = hurl abuse at, οπότε είναι καλή ιδέα να προσθέσω στον τίτλο το had abuse hurled at (him).
 

Zazula

Administrator
Staff member
Oμολογώ ότι με μπερδεύει το had abuse hurled at, σε σχέση με το hurled abuse at. Δηλαδή το δεύτερο είναι λάθος; Διότι βλέπω και hurled insults / accusations at. Και με προβληματίζει που το πρώτο το αντιμετωπίζω (πιθανότατα λόγω άγνοιας) σαν had sth done (δηλ. causative).

ΥΓ Νικέλ, γιατί at him και όχι at someone; Μόνον άρρενες προπηλακίζονται; :D
 

nickel

Administrator
Staff member
Επειδή ξεκίνησε το νήμα με μεσοπαθητικό (προπηλακίστηκε), πρόσθεσα την causative σύνταξη που πρότεινε ο Philip, η οποία ταιριάζει σ' αυτή την περίπτωση, όπως π.χ.

had stones / eggs thrown at him

Το «at him» θα μπορούσε να είναι «at him/her» αν θεωρήσουμε ότι το υποκείμενο είναι «he/she». Αν το υποκείμενο γίνει someone, τότε someone had abuse hurled at them. :eek: Λεξικογραφικοί καθωσπρεπισμοί. Σκεφτείτε «(αυτός) προπηλακίστηκε» και λήγει το θέμα.
 

SBE

¥
Το «at him» θα μπορούσε να είναι «at him/her» αν θεωρήσουμε ότι το υποκείμενο είναι «he/she». Αν το υποκείμενο γίνει someone, τότε someone had abuse hurled at them. :eek: Λεξικογραφικοί καθωσπρεπισμοί. Σκεφτείτε «(αυτός) προπηλακίστηκε» και λήγει το θέμα.

Γιατί αποφεύγετε τη σύνταξη με το απρόσωπο one;
 

nickel

Administrator
Staff member
Γιατί αποφεύγετε τη σύνταξη με το απρόσωπο one;

Γενικώς δεν μου αρέσουν τα απρόσωπα των λεξικών και προτιμώ τα παραδείγματα από την καθημερινή ζωή. Γι' αυτό προτίμησα εδώ το προπηλακίστηκε από το προπηλακίζομαι ή το προπηλακίζω. Βεβαίως, εδώ κάνουμε λίγο του κεφαλιού μας, ενώ ένα λεξικό πρέπει να έχει μια ενιαία πολιτική από την αρχή ως το τέλος.
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα. Από το σημερινό του Μπουκάλα:

Και πόθεν η κοινή λέξη «προπηλακισμός»; Από το προ και το αμάρτυρο πήλαξ υποθέτουν οι λεξικογράφοι, όπου πήλαξ = πηλός· άρα λοιπόν προπηλακίζω, κυριολεκτικώς, σημαίνει πασαλείφω με πηλό. Η λέξη ωστόσο πήρε σχεδόν αμέσως τη μεταφορική της σημασία, του διασυρμού και του ονειδισμού. Το Λεξικό της Σούδας μάλιστα σημειώνει ότι το «προπηλακίζων» «είρηται από το πολύν επιχρίεσθαι τα πρόσωπα των ατιμίαν και ύβριν καταψηφιζομένων, ους αρτίως ασβόλω χρίουσι». Από τον πηλό δηλαδή, με τον οποίο άλειφαν το πρόσωπο όσων είχαν διαπράξει ατιμία και ύβριν, στην ασβόλη των Βυζαντινών, την καπνιά, συνδυασμένη ως γνωστόν με τη μούντζα. Η ζωή μας κύκλους κάνει...
 
Συχνούτσικο το παρετυμολογικό ορθογραφικό λάθος: προπΥλακισμός, από κάποια πύλη.
 
Να προσθέσουμε και τα καθημερινά:
jeer and boo
πχ. Minister jeered and booed by protesters

heckle, shout down κτλ
 

daeman

Administrator
Staff member
Συχνούτσικο το παρετυμολογικό ορθογραφικό λάθος: προπΥλακισμός, από κάποια πύλη.

Από το κυνικό ρήμα προπυλακτώ: γαβγίζω προ των πυλών. [προ- + πύλη + υλακτώ, με τηλεσκοπική σύνθεση] :whistle:



Καλημέρα.
 

daeman

Administrator
Staff member
Καλημέρα. Από το σημερινό του Μπουκάλα:

Και πόθεν η κοινή λέξη «προπηλακισμός»; Από το προ και το αμάρτυρο πήλαξ υποθέτουν οι λεξικογράφοι, όπου πήλαξ = πηλός· άρα λοιπόν προπηλακίζω, κυριολεκτικώς, σημαίνει πασαλείφω με πηλό. Η λέξη ωστόσο πήρε σχεδόν αμέσως τη μεταφορική της σημασία, του διασυρμού και του ονειδισμού. Το Λεξικό της Σούδας μάλιστα σημειώνει ότι το «προπηλακίζων» «είρηται από το πολύν επιχρίεσθαι τα πρόσωπα των ατιμίαν και ύβριν καταψηφιζομένων, ους αρτίως ασβόλω χρίουσι». Από τον πηλό δηλαδή, με τον οποίο άλειφαν το πρόσωπο όσων είχαν διαπράξει ατιμία και ύβριν, στην ασβόλη των Βυζαντινών, την καπνιά, συνδυασμένη ως γνωστόν με τη μούντζα. Η ζωή μας κύκλους κάνει...

Αυτό με παραπέμπει στο drag through the mire (jemanden durch den Dreck ziehen, στα γερμανικά), ωστόσο δεν νομίζω ότι είναι κατάλληλο για τη σημερινή χρήση του προπηλακίζω, γιατί ναι μεν σημαίνει διασύρω, όμως δεν προϋποθέτει την ταυτόχρονη παρουσία στον ίδιο χώρο αυτού που προπηλακίζει και αυτού που προπηλακίζεται, που γράφει το ΛΝΕΓ.
 
Top