Εντάξει, παιδί της πόλης είμαι. Το τσικρίκι το έμαθα ψάχνοντας πώς λένε το καρούλι με την πετονιά στα χαμηλής τεχνολογίας καλάμια ψαρέματος. Με ενημέρωσε η ίδια η Ματζέντα αυτοπροσώπως:
Τσικρίκι λοιπόν; Υπάρχει τέτοιο πράγμα; Ναι υπάρχει. Το ονλάιν ΛΚΝ με διαβεβαιώνει:
Τα πράγματα ζορίσανε. Κλείνω τα μάτια και βγάζω στην τύχη από το ράφι ένα τρίτο λεξικό (το τυχερό ήταν της Νέας ελληνικής γλώσσας, των εκδ. Πελεκάνος) που με σπρώχνει ακόμη πιο βαθιά στο δρόμο της Ψαξώς:
Ευτυχώς, ο Γούγλης έχει και εικόνες:
...και ευρήματα με ψάρεμα (εκτός από λήμματα λεξικών): Είναι όμως ουσιαστικά από δύο ιστότοπους όλους κι όλους.
Δύο ευρήματα συν το αγγλοελληνικό λεξικό; Να το ρισκάρω; Αχ Αλλαξώ! Αχ Ψαξώ!
Για να θυμάμαι την ημέρα που δεν μπορούσα να δουλέψω επειδή έτρεχα καθε τόσο στην τηλεόραση να δω αν θα φτάσει τελικά η φωτιά στην πολυτελή εξοχική Βίλα-Παράγκα (60 τετραγωνικών) των γονιών μου....
fishing reel τσικρίκι καλαμιού ψαρέματος
Εγώ λέξη από τσικρίκ- ήξερα μόνο τον Τσικρικά, έναν από τους γραφικούς πρωταγωνιστές του ελληνικού κατς (το εξαιρετικό κομμάτι «ο θάνατος του κατς στην Ελλάδα»εδώ) .Τσικρίκι λοιπόν; Υπάρχει τέτοιο πράγμα; Ναι υπάρχει. Το ονλάιν ΛΚΝ με διαβεβαιώνει:
τσικρίκι το [tsikríki] Ο44 : χειροκίνητο μηχάνημα που το χρησιμοποιούν για να στρίβουν το νήμα. [τουρκ. çιkrιk -ι]
Χμμμ. Πουθενά καλάμια και ψαρέματα. Γραμμή στον Μπαμπινιώτη για επιβεβαίωση (από την 1η έκδοση, αλλά δεν βαριέσαι -–κι εδώ τα ίδια περίπου):τσικρίκι (το) {τσικρικ-ιού/-ιών} (λαϊκ.) είδος διπλής ρόκας. [ΕΤΥΜ < τουρκ. çιkrιk]
Ξαφνικά αρχίζουν να αναβοσβήνουν στο μυαλό μου προειδοποιητικά φωτάκια και να ηχούν εξίσου προειδοποιητικά κουδουνάκια. Πολύ αργά· τα ουράνια σχίζονται και μπροστά μου εμφανίζεται η Εναλλακτική του Μεταφραστή: από τη μία η μούσα Αλλαξώ και από την άλλη η μούσα Ψαξώ. Η πρώτη κρατάει ανοιχτό το πανό με τη μόνιμη συμβουλή της «Πες το αλλιώς και τέλειωνε», η δεύτερη κρατάει ένα μικρό χαρτί με μία μόνο λέξη: «Γούγλε».Τα πράγματα ζορίσανε. Κλείνω τα μάτια και βγάζω στην τύχη από το ράφι ένα τρίτο λεξικό (το τυχερό ήταν της Νέας ελληνικής γλώσσας, των εκδ. Πελεκάνος) που με σπρώχνει ακόμη πιο βαθιά στο δρόμο της Ψαξώς:
τσικρίκι το (ουσ.): είδος διπλής ρόκας, ηλακάτη διπλή με δυο διχάλες για μαλλί, || το ροδάνι του αργαλιού || το ανεμίδι . [ΣΥΝΩΝ] Ρόκα.
Ουφ! Κι άλλη άγνωστη λέξη. Το ανεμίδι. Μάλλον από την ανέμη. Γιατί όμως δεν την έχει ως λήμμα ούτε το ίδιο το λεξικό που την χρησιμοποιεί; Ευτυχώς, την έχει το ονλάιν ΛΚΝ:
ανεμίδι το [anemíδi] Ο44 : όργανο της υφαντικής με το οποίο τυλίγουμε σε μασούρια το νήμα που ξετυλίγεται από την ανέμη• ανεμίδα.
Έλα όμως που το ΛΚΝ αναφέρει και τα...
ανεμίδια τα [anemíδja] Ο44 : τα μικρότερα και λεπτότερα από τα περιβλήματα των καρπών (σιτηρών και οσπρίων), αυτά που κατά το λίχνισμα παρασύρονται ευκολότερα από τον άνεμο: Tα ~ ως ζωοτροφή είναι θρεπτικότερη από το άχυρο.
Στο Ιντερνέτι γρήγορα! Η Live-Pedia, εδώ, μου προσθέτει ακόμη μία ερμηνεία:
τσικρίκι το (ουσιαστικό) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τσικρικ(τουρκ. λ. cikrik = ανέμη) -ι]
1 .... (τα γνωστά)
2 (ειδ. φρ.) "έγινε τσικρίκι", αποσυνδέθηκε, χάλασε, ξεβιδώθηκε.
Λυπάμαι Αλλαξώ, το ’χασες το παιχνίδι. Γούγλη, βοήθεια! Τι είναι τελικά αυτό το τσικρίκι;1 .... (τα γνωστά)
2 (ειδ. φρ.) "έγινε τσικρίκι", αποσυνδέθηκε, χάλασε, ξεβιδώθηκε.
Ευτυχώς, ο Γούγλης έχει και εικόνες:
...και ευρήματα με ψάρεμα (εκτός από λήμματα λεξικών): Είναι όμως ουσιαστικά από δύο ιστότοπους όλους κι όλους.
Δύο ευρήματα συν το αγγλοελληνικό λεξικό; Να το ρισκάρω; Αχ Αλλαξώ! Αχ Ψαξώ!
Για να θυμάμαι την ημέρα που δεν μπορούσα να δουλέψω επειδή έτρεχα καθε τόσο στην τηλεόραση να δω αν θα φτάσει τελικά η φωτιά στην πολυτελή εξοχική Βίλα-Παράγκα (60 τετραγωνικών) των γονιών μου....