metafrasi banner

early = πρώιμος (;)

nickel

Administrator
Staff member
Έρχονται στιγμές που αγανακτείς, σου βγαίνει ένα «άι στο διάολο, κωλογλώσσα, με τις κουλαμάρες σου», αλλά δεν τολμάς να το γράψεις, μήπως και σου την πέσουν οι γλωσσολόγοι, άσε που φοβάσαι ότι κουλή είναι η δική σου γνώση της γλώσσας, όχι η ίδια η γλώσσα.

Πάντως, αν δεν είναι αυτό το τελευταίο, ας μη ρίξουμε το φταίξιμο στη γλώσσα, αλλά στους ομιλητές της — αυτοί φταίνε που δεν τολμούν. Σήμερα έχω κουρδιστεί με το επίθετο «early» και τις μεταφράσεις του. Όχι πως είναι η πρώτη φορά, αλλά σήμερα είπα να μη βρίσω μόνο, αλλά να το γράψω κιόλας. Υπάρχει ήδη σε άλλες σελίδες αναφορά στο πρόβλημα όταν ο Μπερλής έγραψε «το πρώτο ΕΑΜ» επηρεασμένος από το «early EAM» που σκεφτόταν:

Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι το "πρώτο ΕΑΜ" είναι υποσυνείδητη μετάφραση του "early EAM". Συμβαίνει συχνά να σκεφτόμαστε αγγλικά και να μεταφέρουμε στα ελληνικά, με τρόπο όχι ολωσδιόλου επιτυχή, αυτό που είχαμε κατά νουν. Ωστόσο, δύο παρατηρήσεις: (1) Δεν είμαι βέβαιος αν, όταν συμβαίνει αυτό, η μεταφορά είναι πράγματι ανεπιτυχής. Μήπως θα έπρεπε να είμαστε λίγο πιο θαρραλέοι; Μήπως οι αποδόσεις που μυρίζουν αγγλικά ανοίγουν τελικά το δρόμο σε νέες διατυπώσεις που με τον καιρό και την πολλή χρήση αποβαίνουν απολύτως εύστοχες, καλύπτοντας ένα κενό στην ημετέρα γλώσσα; (2) Με το "early" έχω συχνά βρει δυσκολίες στην απόδοσή του και αναγκάζομαι να καταφύγω σε περιφράσεις. The early Renaissance, για παράδειγμα, ή the early nineteenth century, δεν σας προκαλεί μια μεταφραστική αμηχανία; "Τα πρώτα χρόνια του δέκατου ένατου αιώνα" (;;), "στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα" (;;), "στον πρώιμο" (;;;) - τίποτα από αυτά δεν με ικανοποιεί. Any suggestions?

Να δεχτούμε πρώτα ότι η μετάφραση «Πρώιμη Αναγέννηση» για το early Renaissance είναι καθιερωμένη, μαζί με πολλά άλλα τέτοια… πρώιμα (όψιμα) φρούτα. Φάγαμε την «πρώιμη Αναγέννηση», ας φάμε τώρα και την «πρώιμη δεκαετία του ’60». Από τότε που χρησιμοποιήθηκε το «πρώιμος» για να περιγράψει το πρώτο στάδιο μιας χρονικής περιόδου (πρώιμη Αναγέννηση, πρώιμος Μεσαίωνας, πρώιμη Αρχαιότητα κ.ά.), πέρασε σε αιώνες (πρώιμος 20ος αιώνας), δεκαετίες (π.χ. στην ύστερη δεκαετία του 1230 ή την πρώιμη δεκαετία του 1240), τέχνες (πρώιμη ελληνική αγγειογραφία) ή και… γεωγραφικές περιοχές (πρώιμες Κυκλάδες, πρώιμη Ελλάδα).

Να θυμηθούμε τι σημαίνει πρώιμος, πρώτα από το ΠαπΛεξ:
1. (κυρίως για άνθη και οπωροκηπευτικά) αυτός που παράγεται ή ωριμάζει νωρίς, πριν από την κανονική ή συνήθη εποχή (α. «πρώιμα αχλάδια»· β. «ὁ πρώιμος κράτιστος ἤ ὁ μέσος ἤ ὁ ὀψιμώτατος [σπόρος]», Ξεν.)· 2. (για ζώα) αυτός που γεννιέται πριν από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμα αρνιά»)· 3. (για εποχές, καιρικές συνθήκες ή για μεταβολές) αυτός που επέρχεται, που συμβαίνει πριν από την ώρα του (α. «πρώιμο κρύο»· β. «ἕως λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον», ΚΔ)· 4. (μτφ.) αυτός που εκδηλώνεται ή αυξάνεται πριν από την ώρα του, άκαιρος, πρόωρος (α. «πρώιμη ενέργεια»· β. «πρώιμος πονηρία», Μητροδ. Λ.)· || (νεοελλ.) (για δέντρα και φυτά) 1. αυτός που ανθίζει ή καρποφορεί πριν από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμη αμυγδαλιά»)· 2. αυτός που παράγει πριν από την ώρα του («πρώιμο αμπέλι»)· 3. (φρ.) α) «πρώιμη ποικιλία»· (γεωπ.) καλλιεργούμενη ποικιλία φυτού που φθάνει σε ένα ορισμένο στάδιο ανάπτυξης σε συντομότερο χρονικό διάστημα από άλλες· β) «πρώιμο ζώο»· ζώο τού οποίου το νεογνό είναι σχετικά ανεξάρτητο από τη γονική φροντίδα και το οποίο είναι ικανό να κινείται και, συχνά, να τρέφεται και να ελέγχει τη θερμοκρασία του ανεξάρτητα από τους γονείς του· γ) «πρώιμος τοκετός»· (ιατρ.) τοκετός που γίνεται πριν από την 28η εβδομάδα τής εγκυμοσύνης. Επίρρ. πρωίμως / πρωΐμως ΝΜΑ, και πρώιμα Ν· πριν από τον καθορισμένο χρόνο, νωρίς, πρόωρα.

Πιο λιγόλογα από το ΛΝΕΓ:
1. (για καρπούς, λουλούδια κ.λπ.) αυτός που παράγεται πριν από την κανονική του εποχή: πρώιμα φρούτα. ΣΥΝ. πρόωρος ΑΝΤ. όψιμος 2. (για δέντρα και φυτά) αυτός που καρποφορεί πριν από τη συνηθισμένη εποχή: πρώιμη αχλαδιά / αμυγδαλιά 3. (κατ' επέκτ.) αυτός που εκδηλώνεται πριν από την εποχή ή τη στιγμή που αναμενόταν: είναι λίγο πρώιμο ακόμη να μιλούμε για βελτίωση τής υγείας του ΑΝΤ. όψιμος, πάρωρος.

Σε όλες τις σημασίες υπάρχει το «πριν την ώρα του».

Το κακό ίσως ξεκίνησε με τα «πρώιμα έργα». Τα early works, αντί να μεταφράζονται «πρώτα έργα» ή «νεανικά έργα» ή «έργα της πρώτης περιόδου», έγιναν «πρώιμα» (πριν την ώρα τους, δηλαδή;). Μια στιγμή, ο Κριαράς τα έχει τα «πρώιμα έργα»: πρώιμος εκείνος που εμφανίζεται πριν από τον κατάλληλο χρόνο: πρώιμα έργα του ζωγράφου· πρώιμα φρούτα (αντ. όψιμος). Είναι ικανοποιητικός αυτός ο ορισμός όταν πρόκειται για πρώιμα έργα;

Μόνο το ΛΚΝ φιλοξενεί αυτή τη σημασία του πρώτου σταδίου στο πρώιμος (και του τελευταίου στο όψιμος) — αν και με μπερδεύει στην ετυμολογία ο συσχετισμός με τη γερμανική και τη γαλλική λέξη για το πρόωρος. Οι σημασίες του 2 προέρχονται από το αγγλικό early και μόνο, έτσι;

πρώιμος -η -ο [próimos] E5 : 1α1. για καρπό που ωριμάζει νωρίτερα από τη συνηθισμένη εποχή. ANT όψιμος: Tα κεράσια είναι πρώιμα φέτος. Πρώιμη ποικιλία ντομάτας / πρώιμη ντομάτα. || για φυτό που παράγει πρώιμους καρπούς: Πρώιμο αμπέλι. α2. για ζώο που γεννιέται νωρίτερα από τη συνηθισμένη εποχή: Πρώιμο αρνί. β. πρόωρος: Πρώιμη εφηβεία. 2α. που γίνεται, που παρουσιάζεται όταν κτ. βρίσκεται σε αρχικό στάδιο: Πρώιμη διάγνωση του καρκίνου. ANT καθυστερημένη. Πρώιμη αντίδραση. ANT όψιμη. β. που αποτελεί την πρώτη φάση μιας χρονικής περιόδου. ANT όψιμος: H πρώιμη χαλκοκρατία. πρώιμα EΠIPP: Tα σύκα ωρίμασαν ~. Στα θερμοκήπια τα λαχανικά αναπτύσσονται ~. [1α: αρχ. πρώιμος• 1β, 2: λόγ. σημδ. γερμ. frühzeitig & γαλλ. prématuré]

Και στο λήμμα όψιμος:
ANT πρώιμος. 1. που γίνεται αργά, στο τέλος της κανονικής περιόδου. α. (για καρπό φυτών) που ωρίμασε αργά: Όψιμα φρούτα / λαχανικά. || (για φυτό) που οι καρποί του ωριμάζουν αργά: Mια όψιμη κερασιά. β. (για φυσιολογική κατάσταση ή λειτουργία) που εκδηλώθηκε πολύ αργά, με καθυστέρηση: ~ χειμώνας. Όψιμη οδοντοφυΐα. Όψιμο ξύπνημα του ερωτικού ενστίκτου. γ. (για ανθρώπινη ενέργεια) που έγινε πολύ αργά: Όψιμη σπορά. Όψιμο ενδιαφέρον για τα προβλήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, που εκδηλώθηκε αργά. Όψιμοι αγωνιστές της ελευθερίας. 2. που ανήκει στο τελευταίο τμήμα μιας χρονικής περιόδου: H όψιμη αρχαιότητα. O ~ μεσαίωνας. Tα όψιμα ρωμαϊκά / βυζαντινά χρόνια.

Νομίζω ότι το ΛΚΝ καλύπτει αυτές τις χρήσεις ικανοποιητικά (τρόπος του λέγειν, τέτοια ικανοποίηση να τη βράσω). Μου γεννιούνται τα παρακάτω ερωτηματικά, ωστόσο:

  • Το early warning system είναι σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης ή σύστημα πρώιμης προειδοποίησης;
  • Τα early diagnosis και early detection of cancer είναι πρώιμη ή έγκαιρη διάγνωση / ανίχνευση του καρκίνου;
  • Το early registration θα το πούμε πρώιμη εγγραφή;
  • Το «The early bird catches the worm» μπορούμε να συνεχίζουμε να το μεταφράζουμε «Το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι»;
  • Μήπως και το during early pregnancy θα γίνει «κατά την πρώιμη κύηση» αντί τού «κατά την έναρξη της κύησης»;
  • Στην πρόταση «Η πρώιμη ανάπτυξη του εμβρύου ξεκινάει μετά τις 10 εβδομάδες από την κλινική έναρξη της εγκυμοσύνης» πώς θα είμαστε βέβαιοι ότι δεν πρόκειται για πρόωρη ανάπτυξη;
  • Τους πρωτανθρώπους (early men) επιτρέπεται να τους λέμε και «πρώιμους ανθρώπους»;
  • Γιατί αγνοεί το ΛΚΝ ότι το ύστερος ανταγωνίζεται το όψιμος στις μεταφράσεις του late (με τη σημασία «που ανήκει στην τελευταία φάση μιας χρονικής περιόδου»);

Ιδού το ύστερος του ΛΚΝ:
ύστερος -η -ο [ísteros] E5 : 1.(λόγ.) που ακολουθεί, κατοπινός, επόμενος: Ύστερη σκέψη. Σε υστερότερους χρόνους. (έκφρ.) εκ των υστέρων, κατόπιν, αφού συμβεί ή πραγματοποιηθεί κτ. ANT εκ των προτέρων: Eκ των υστέρων είναι εύκολο να κάνεις κριτική. 2. (λογοτ.) τελευταίος, στερνός: Tο ύστερο φιλί. ύστερα* EΠIPP. [λόγ. < αρχ. ὕστερος]

Και το ύστερος του ΛΝΕΓ:
ύστερος, -η, -o αυτός που είναι μεταγενέστερος, αυτός που ακολουθεί ή έρχεται στο τέλος, τελευταίος στη σειρά: ύστερη περίοδος / ύστερος καπιταλισμός / ΣΥΝ. κατοπινός, επόμενος ΦΡ. (α) εκ των υστέρων έπειτα από κάτι που έχει προηγηθεί. αφού έχει ήδη διαπραχθεί: ~ αναγνωρίζει το λάθος του ΣΥN. (λατ.) a posteriori ΑΝΤ. εκ των προτέρων (β) τα ύστερα τού κόσμου οι τελευταίες μέρες τού κόσμου, η συντέλεια.


Τι λέμε εναλλακτικά όταν δεν θέλουμε να πούμε «πρώιμος»;
in the early 17th century = στις αρχές του 17ου αιώνα
from Ancient Greece to early Christianity = από την αρχαία Ελλάδα μέχρι τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους
The printing revolution in early Modern Europe = Η τυπογραφική επανάσταση στις απαρχές της νεότερης Ευρώπης
The power of fantasy in early learning = Η δύναμη της φαντασίας στα πρώτα χρόνια της μάθησης
(όλα αυτά, από τίτλους βιβλίων)
Και πρώτη Αναγέννηση (primo Rinascimento, Première Renaissance, δικαιώνεται ο Μπερλής με το «πρώτο ΕΑΜ»), πρωτοαναγεννησιακή εποχή, απαρχές της Αναγέννησης.

Με λίγα λόγια: το «πρώιμος» είχε μια σαφέστατη σημασία, ίδια με το πρόωρος, και, επειδή δεν βρήκαμε καλύτερη λέξη για το αγγλικό early, δώσαμε στο «πρώιμος» τη σημασία τού «πρώτος, αρχικός, της πρώτης περιόδου». Το ίδιο κάναμε στην άλλη άκρη του φάσματος με το «όψιμος».

Ο ευαίσθητος μεταφραστής κάνει πως δεν βλέπει τις χιλιάδες τα (επίσημα) ευρήματα και μεταφράζει με ό,τι του βρίσκεται πιο πρόχειρο; Ή αφήνει να τον συμπαρασύρει το κύμα; Και μέχρι ποιο σημείο; Θα φτάσει να γράφει για «πρώιμες ημέρες της κινητής τηλεφωνίας»; Και δεν θα πρέπει να ζητήσει να ενημερωθούν και τα λεξικά;

Προς το παρόν, θα ζητήσω να μη μου αλλάξουν την παροιμία «Τα στερνά τιμούν τα πρώτα». Μη μου την κάνουν «Τα όψιμα τιμούν τα πρώιμα»!
 
Υποκλίνομαι.
Πάντως, εγώ δεν θα έβαζα με τίποτα το "πρώιμος" σε καθορισμένης διάρκειας χρονικές περιόδους, παρά μόνο σε ασαφούς διάρκειας που είθισται να χωρίζονται σε στάδια. Έτσι, ναι στην πρώιμη Αναγέννηση, αλλά όχι στον 20ό αιώνα ή στη δεκαετία του 1920. Εκεί: στις αρχές, στα πρώτα χρόνια.
Το πρώτο ΕΑΜ του Μπερλή είχε εκτός των άλλων το μειονέκτημα ότι υποβάλλει στο νου το ενδεχόμενο να υπήρχε και δεύτερο, όπως η ΕΟΚΑ. Κατά τα άλλα, το πρώτος για μερικές χρήσεις του early δεν είναι κακό.
 
Ωχ ωχ... πόσες και πόσες φορές δεν έχω γράψει για τον "πρώιμο 17ο αιώνα"... (κυρίως προς αποφυγήν της γενικογενικής: πχ "η ανάπτυξη της βιοτεχνίας του πρώιμου 18ου αιώνα" αντί για "της βιοτεχνίας των αρχών του ...."). Θα το προσέχω στο εξής! Και, tsioutsiou, αυτό το "γύρισμα του αιώνα", πολύ με έχει ταλαιπωρήσει και μένα.
 
Ωχ ωχ... πόσες και πόσες φορές δεν έχω γράψει για τον "πρώιμο 17ο αιώνα"...
Πήγα να το γράψω, αλλά, μιας και το ανέφερες: κτγμ μπορείς άφοβα να συνεχίσεις. Το πρώιμος - όψιμος / ύστερος (προτίμηση: ύστερος) το θεωρώ από καιρό δικό μας με τη σημασία του αρχικός, στην πρώτη φάση ή στο τέλος κλπ., και καθιερωμένο.
Κάποια λεξικά να ξυπνήσουν, που φαίνεται τα "σώματά" τους αναπαύονται εκτός σύγχρονης ιστοριογραφίας!
 
Θα ήθελα να μου επιτρέψετε να κάνω μια επισήμανση.

To early έχει δύο σημασίες:

1. near the beginning of a period of time (αρχικός)
2. before the usual or expected time (πρώιμος)

Το early μπορεί να αποδοθεί ως «πρώιμος» μόνο στην περίπτωση όπου το συγκείμενο καθιστά σαφές ότι επακολουθεί ή πρέπει να επακολουθήσει εξέλιξη που θα οδηγήσει σε περαιτέρω πρόοδο, ωρίμαση ενός φαινομένου. Το «πρώιμος» στην ιστοριογραφία σημαίνει «άγουρος» (όχι στην περίπτωση των φρούτων), «πρόωρος», και προϋποθέτει την αναμενόμενη διαδικασία προόδου, ακμής και ωρίμασης και ως εκ τούτου υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα μπορούσε να εκληφθεί και ως κακόσημο.

Αν δεν υφίσταται η ανωτέρω προϋπόθεση της αναμενόμενης προόδου, ακμής και ωρίμασης, τότε το early πρέπει να αποδοθεί ως προσδιορισμός που δηλώνει την αρχική περίοδο μιας κατάστασης, η οποία παρεμπιπτόντως θα μπορούσε να ακολουθείται όχι από πρόοδο ή ωρίμαση αλλά από παρακμή. Μερικοί τρόποι να αποδοθεί το early ως χρονικός προσδιορισμός χωρίς να υποδηλώνει κάτι περισσότερο για την ποιότητα της περαιτέρω εξέλιξης είναι «αρχαίος, αρχικός, πρώτος, αρχέγονος», αν και το τελευταίο είναι επίσης αμφίσημο σαν το early.

Επί παραδείγματι, το early Christianity στην επιστημονική βιβλιογραφία συνήθως αποδίδεται «πρωτοχριστιανισμός» ή «αρχέγονος χριστιανισμός». Το αν είναι «πρώιμος» ή όχι σχετίζεται με τις απόψεις του συγγραφέα περί της ακολουθούμενης εξέλιξης. Αν τα όσα ακολούθησαν στην ιστορία του χριστιανισμού θεωρηθούν πρόοδος και ολοκλήρωση, τότε μπορεί να αποδοθεί και ως «πρώιμος χριστιανισμός». Αλλά αν η συνεχεία θεωρείται παρακμιακή, τότε το «πρώιμος» είναι εντελώς ακατάλληλο.

Το early Christians μπορεί να αποδοθεί «πρώτοι χριστιανοί» ή «αρχαίοι χριστιανοί», σίγουρα όχι «πρώιμοι χριστιανοί».

Τελικά έχουμε τα εξής αντίθετα:

αρχαίος, αρχικός, πρότερος, πρώτος / ύστερος

πρώιμος / όψιμος

Φυσικά, οι διαφωνίες είναι καλοδεχούμενες.
 
Ευτυχώς μέχρι στιγμής συμφωνούμε. Αλλά και κάνα καβγαδάκι πότε-πότε είναι τονωτικό :)
 
Εγώ εκείνο που δεν βρίσκω καθόλου επιτυχές είναι το "όχι ολωσδιόλου επιτυχή":

ολωσδιόλου [olozδiólu] επίρρ. : σε καταφατική πρόταση επιτείνει τη μειωτική σημασία του όρου της πρότασης που ακολουθεί· εντελώς, τελείως: ~ ανίκανος / τεμπέλης / ηλίθιος. Είναι ~ εκτός κλίματος.
 
Πάντως, η αντίθετη άσκηση, δηλ. η απόδοση του ελληνικού 'πρώιμος' στα αγγλικά, δίνει 3 τουλάχιστον αποτελέσματα: early, premature, untimely. Άρα, μήπως πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό; Επίσης, από πού κι ως πού ένα πρώιμο φρούτο είναι κακόσημο ή σχεδόν; Απ' ό,τι ξέρω, πιάνει πολύ καλές τιμές στην αγορά. Πρώιμος είναι ο πρωινός, όπως όψιμος είναι ο βραδινός. Πρόωρος ο πριν της ώρας/εποχής του. Αλλά μπορείς να πεις 'ο πρωινός εικοστός αιώνας" ή ο 'νωρινός (early) εικοστός αιώνας" ή "ο αργινός (late)"; Όχι. Οπότε, λες πρώιμος κι είσαι μια χαρά και δε(ν πρέπει να) φοβάσαι κανέναν. Σαφώς και μπορείς να πεις 'στις αρχές (beginning) του εικοστού αιώνα', αλλά αυτό και πιο δύσκαμπτο είναι γλωσσικά και χρονικά πιο περιορισμένο, π.χ. στα πρώτα δέκα χρόνια, ενώ ο πρώιμος μπορεί άνετα να εκληφθεί ως τα τριάντα πρώτα, σ' ένα σχήμα πρώιμος-μέσος-ύστερος.

Όσον αφορά το όψιμος, δεν μου πολυαρέσει να το χρησιμοποιώ, γιατί παράγει νομίζω ένα δίλημμα αν πρόκειται για ώριμο ή για ύστερο/αργοπορημένο, π.χ. στον όρο High Renaissance.

όψιμος -η -ο [ópsimos] Ε5 : ANT πρώιμος. 1. που γίνεται αργά, στο τέλος της κανονικής περιόδου. α. (για καρπό φυτών) που ωρίμασε αργά: Όψιμα φρούτα / λαχανικά. || (για φυτό) που οι καρποί του ωριμάζουν αργά: Mια όψιμη κερασιά. β. (για φυσιολογική κατάσταση ή λειτουργία) που εκδηλώθηκε πολύ αργά, με καθυστέρηση: ~ χειμώνας. Όψιμη οδοντοφυΐα. Όψιμο ξύπνημα του ερωτικού ενστίκτου. γ. (για ανθρώπινη ενέργεια) που έγινε πολύ αργά: Όψιμη σπορά. Όψιμο ενδιαφέρον για τα προβλήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, που εκδηλώθηκε αργά. Όψιμοι αγωνιστές της ελευθερίας. 2. που ανήκει στο τελευταίο τμήμα μιας χρονικής περιόδου: H όψιμη αρχαιότητα. Ο ~ μεσαίωνας. Tα όψιμα ρωμαϊκά / βυζαντινά χρόνια. όψιμα ΕΠIΡΡ: Ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε ~.

Αν λοιπόν δεχτούμε ένα τριμερές σχήμα, το 'πρώιμος' είναι στην αρχή και το 'όψιμος' στο τέλος, αν και εγώ προτιμώ να χρησιμοποιώ το ύστερος στη θέση του όψιμου, γιατί θεωρώ πως το όψιμος δεν είναι απολύτως σαφές στον Νεοέλληνα, ενώ το ύστερος είναι. Στη δε μέση είναι το 'μέσος' ή 'στα μέσα', και, σε πιο εξεζητημένες περιπτώσεις, το 'ώριμος' (High Renaissance).

Τώρα, ότι δεν μπορεί το early να αποδίδεται πρώιμος σε περιπτώσεις όπως η 'έγκαιρη' προειδοποίηση, σαφώς και συμφωνώ. Επίσης, ότι το Early Christian είθισται να αποδίδεται πρωτοχριστιανικός, ισχύει, αλλά είναι θέμα συνήθειας και δε σημαίνει τίποτα. Το early bronze είναι πρώιμη χαλκοκρατία και ορισμένοι παλιοί αρχαΐζοντες το λέγανε και 'πρωτοχαλκή'. Όπως σας αρέσει, με άλλα λόγια. Οι δε αναλύσεις του Tsialas για το early Christianity δεν έχουν εφαρμογή, κατά τη γνώμη μου, στη μεταφραστική πρακτική. Σαν μεταφραστής, εγώ θα δω ένα early Christianity κι αυτό είν' όλο, και καλούμαι να το αποδώσω. Δεν μπορώ ούτε υποκειμενικά αλλά ούτε και αντικειμενικά μπορεί να δοθεί σαφής απάντηση αν μετά ακολουθεί παρακμή ή τελείωση κλπ. Αυτά ας τα σκεφτεί ο Έλληνας συγγραφέας, ενδεχομένως, αλλά μόνο αυτός. Όσο για το ότι το 'πρώιμοι χριστιανοί' είναι σώνει και καλά κακό, δεν συμφωνώ, όχι γιατί θα το χρησιμοποιούσα εγώ αλλά γιατί και πάλι πιστεύω πως είναι θέμα γλωσσικής συνήθειας και τίποτε ουσιωδώς παραπάνω. Και ας κάνουμε, παρακαλώ, πάλι την αντίστροφη άσκηση. Αν ο Άγγλος μεταφραστής δει στο ελληνικό πρωτότυπο την έκφραση 'πρώτοι χριστιανοί', πώς θα το αποδώσει; early Christians ή first Christians; Θα έχει και αυτός/ή το ίδιο δίλημμα, ακριβώς γιατί οι λέξεις δεν είναι ορισμένες τόσο στενά. Λίγο πιο χαλαρή προσέγγιση, λοιπόν, θα πρότεινα εγώ.

Το 'πρώτο ΕΑΜ' έχει ένα προβληματάκι στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό που επισήμανε ο sarant. Περισσότερο μάλιστα από την πρώτη ΕΟΚΑ, ελλοχεύουν το πρώτο και το δεύτερο αντάρτικο. Γι' αυτό εγώ θα έβαζα 'το πρώιμο ΕΑΜ' και θα κοιμόμουνα μετά σαν πουλάκι. Πρώιμο ΕΑΜ, ώριμο ΕΑΜ, ύστερο ΕΑΜ. Πού είναι το πρόβλημα; Αλλά και το 'πρώτο ΕΑΜ' δεν μπορείς να το πεις λάθος.
 
+1 στο κατεβατό (Έχω ήδη εκφρασθεί, οπότε δεν είναι όψιμο :))
Στα υπόψη και το αρχόμενος-η-ο. Ἐχουμε και incipient άλλωστε.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ευτυχώς μέχρι στιγμής συμφωνούμε. Αλλά και κάνα καβγαδάκι πότε-πότε είναι τονωτικό :)

Καθόλου δεν συμφωνούμε. Και το γεγονός ότι έχουν ήδη διατυπωθεί τόσες απόψεις δείχνει ότι υπάρχει θέμα. «Πρώιμος είναι ο πρωινός, όπως όψιμος είναι ο βραδινός», λέει ο Κώστας — μόνο που οι λέξεις δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ με αυτές τις σημασίες. Όσοι δεν ασχολούνται με ιστορικές περιόδους ξέρουν ότι το ένα είναι πριν την ώρα του και το άλλο μετά την ώρα του. Μερικοί τα χρησιμοποιούν με τις νέες σημασίες τους χωρίς πρόβλημα, άλλοι δυσανασχετώντας και άλλοι δεν τις έχουν μάθει ακόμα. Τα περισσότερα λεξικά δεν τις έχουν μάθει. Και οι περισσότεροι εδώ «τραβάνε τη γραμμή» σε διαφορετικό σημείο («αυτό το λέω, αλλά αυτό δεν θα το έλεγα»). Αφήστε που ακόμα περιμένω μια καλή μετάφραση για το early registration. Δεν είναι «έγκαιρη εγγραφή», είναι το κάνεις την εγγραφή σου νωρίς, μεταξύ των πρώτων. Χάρηκα που τόλμησε ο Κώστας να γράψει το νωρινός, και αναρωτιέμαι αν είναι μια λέξη που όλοι έχουμε στο νου μας, αλλά σπάνια τη λέμε και ποτέ δεν τη γράφουμε (περίπου τα ίδια και το αργινός).
 
Ακόμα και με το νωρίς σε μορφή επιθέτου, σημασιολογικά και ετυμολογικά πάλι κύκλο κάνουμε μέσα από τα πρώιμος και πριν την ώρα του...και στην ώρα του! Οπότε ας το πάρουμε απόφαση ότι η σύναψη θα μας καθορίζει πού αρχικός, πού πρόωρος κλπ. όπως λέμε τα πρόωρα στο βρεφοκοκομείο και τα πρώιμα στο χωράφι.
νωρίς [norís] επίρρ. χρον. : 2α. εγκαίρως: Ευτυχώς φτάσαμε ~. Aυτό έπρεπε να το σκεφτείς / να το κάνεις νωρίτερα. β. πιο πριν από ό,τι πρέπει: Δεν έπρεπε να έρθουμε τόσο ~. 3α. πρόωρα: Έχασαν τον πατέρα τους πολύ ~. β. σε πρώιμο στάδιο: Tα πρώτα συμπτώματα της παρακμής παρουσιάστηκαν ~. [μσν. νωρίς < *ενωρίς με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐνώρως (αρχ. φρ. ἐν ὥρα `στην ώρα του΄) κατά τα επιρρ. σε -ίς: αποβραδίς]

πρωεγγραφή (με υπογεγραμμένη) :)
 
Συμφωνώ με τα όσα έχει πει ο Nickel και που κατά καιρούς έχουν προβληματίσει κι εμένα. Απλά η χρήση της λέξης πρώιμος με τη σημασία του πρώτου σταδίου, παρόλο που δεν είναι ακριβής γίνεται καταχρηστικά και ίσως για να αποφύγει ο μεταφραστής/συγγραφέας άλλες επιπλοκές. Κάποιες φορές συμβαίνει επειδή ο εκάστοτε μεταφραστής δεν μπορεί να διακρίνει αν το early χρησιμοποιείται με τη σημασία αυτού που είναι λίγο πριν την αρχή ή αυτού που είναι στην αρχή.
 
Νομίζω ότι η ουσία των πραγμάτων έχει ήδη διατυπωθεί και πρέπει ο καθένας να ασκήσει κρίση και να πάρει τις προσωπικές του αποφάσεις.

Για άλλη μια φορά έρχεται στο προσκήνιο το γεγονός ότι δεν πρέπει να παρασυρόμαστε από τυποποιημένες αποδόσεις, διότι είναι αδύνατο να ταυτίζεται το σημασιολογικό περιεχόμενο μιας ελληνικής λέξης με αυτό μιας αγγλικής. Εκ των πραγμάτων είναι αναγκαία η κατανόηση του κειμένου και στη συνέχεια η ευελιξία και η επινοητικότητα.

Αν το «πρώιμος» κάποτε καθιερωθεί να σημαίνει «αρχικός», υποθέτω ότι αυτό θα έχει συμβεί ως μεταφραστικό δάνειο της αμφισημίας του early. Το «πρώιμος» μέχρι σήμερα σημαίνει «πρόωρος» και «αρχικός σε φάση εξέλιξης», δηλαδή «σε πρώτο στάδιο», και όχι απλώς «αρχικός» σε μια χρονική σειρά. Αυτό το απέδειξε περίτρανα ο nickel. Επειδή όμως συνήθως στην ιστοριογραφία υπάρχουν εξελίξεις (π.χ. η αρχαιότητα και η Αναγέννηση έχουν φάσεις κλιμάκωσης και εξέλιξης), το «πρώιμος» συνηθίζεται χωρίς να δημιουργεί παρενέργειες. Αλλά δεν πρέπει να επιλέγεται αβίαστα, μόνο και μόνο επειδή έχουμε συνηθίσει να το βλέπουμε ή μόνο και μόνο επειδή επιθυμούμε να διατηρήσουμε τη συντακτική δομή του αγγλικού κειμένου. Θα συμφωνήσω με τον nickel και τον sarant στο ότι υπάρχουν περιπτώσεις που η χρήση του «πρώιμος» είναι απαράδεκτη, και γενικά αυτό ισχύει στις περιπτώσεις όπου το early αναφέρεται αποκλειστικά στον χρόνο και όχι σε φάση εξέλιξης.
 
Σημερινό από τα νέα μουσεία Νικόπολης και Μεσσηνίας
Εδώ [νέο αρχ/γικό Μεσσηνίας] τα αρχαϊκά και τα κλασικά ευρήματα μαζί με τα πρώιμα βυζαντινά και τα βυζαντινά αντικείμενα...
φράσεις αρχαιολογικής ρουτίνας :)
 

nickel

Administrator
Staff member
Μα ρουτίνα είναι και μεταξύ αυτών που λησμόνησαν να βάλουν τη σημασία στα λεξικά. Το παρακάτω, από τα περιεχόμενα της Συνοπτικής ιστορίας της ελληνικής γλώσσας (του καθηγητή Μπαμπινιώτη).

 

Attachments

  • EarlyByz.jpg
    EarlyByz.jpg
    36.3 KB · Views: 350
Ωστόσο, εύστοχα το όψιμος χρησιμοποιείται παράλληλα με το πρώιμος, όχι το ύστερος. Ο Μπαμπινιώτης διακρίνει τη λεπτή σημασιολογική διαφορά.
 
Σημερινό από τα νέα μουσεία Νικόπολης και Μεσσηνίας
Εδώ [νέο αρχ/γικό Μεσσηνίας] τα αρχαϊκά και τα κλασικά ευρήματα μαζί με τα πρώιμα βυζαντινά και τα βυζαντινά αντικείμενα...
φράσεις αρχαιολογικής ρουτίνας :)

Στο λινκ που έδωσες, δε μ' αρέσει καθόλου το εξής:

Το καλοκαίρι των νέων μουσείων
Αυτό της Νικόπολης και εκείνο της Μεσσηνίας φιλοδοξούν να δώσουν νέα πολιτιστική πνοή στη Δ. Ελλάδα

Απαπαπαπα...
 
Μα ρουτίνα είναι και μεταξύ αυτών που λησμόνησαν να βάλουν τη σημασία στα λεξικά. Το παρακάτω, από τα περιεχόμενα της Συνοπτικής ιστορίας της ελληνικής γλώσσας (του καθηγητή Μπαμπινιώτη).



Έχω μάλλον γίνει παράξενος, και κολλάω στα ίδια και στα ίδια: μου τη δίνει όλο και πιο πολύ η χρήση του 'μεταβυζαντινός' προκειμένου για τη φραγκοκρατία και την τουρκοκρατία. [1][2]
 
Top