εκπίπτουν και εκπίπτονται

nickel

Administrator
Staff member
Με το που έγραψα τον τίτλο, ο ορθογραφικός διορθωτής μου υπογράμμισε το «εκπίπτονται», που σημαίνει ότι η Neurolingo δεν αναγνωρίζει μεσοπαθητική φωνή για το ρήμα εκπίπτω, όπως άλλωστε δεν δέχεται και για το πέφτω.

Διαβάζω στο Εγκόλπιο της ορθής γραφής (Δ. Ν. Μαρωνίτη, Ταχυδρόμος, 1998):

Το ρήμα εκπίπτω είναι αμετάβατο· αποτελεί λάθος η χρήση του ως μεταβατικού ρήματος. Γράφουμε και λέμε:
  • εκπίπτει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων από τη φορολογία - όχι: δικαιούται ο φορολογούμενος να εκπέσει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων από το προσεχές έτος
  • θα εκπέσει ο φόρος ακίνητης περιουσίας - όχι: οι φορολογούμενοι δικαιούνται να εκπέσουν τον φόρο ακινήτου περιουσίας από το προσεχές έτος.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Το εκπίπτω ως αμετάβατο ρήμα, δεν τρέπεται σε μέσο ή παθητικό ρήμα. Γράφουμε:
το ποσό εκπίπτει - όχι: εκπίπτεται· ο φόρος εισοδήματος συγγραφικών δικαιωμάτων εκπίπτει - όχι: εκπίπτεται.


Το πίπτω (όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος), τα πιο γνωστά παράγωγά του (π.χ. εμπίπτω, καταπίπτω, μεταπίπτω, συμπίπτω) αλλά και το πέφτω δεν είναι μεταβατικά ρήματα και δεν έχουν μεσοπαθητική φωνή. Λέμε: δεν εμπίπτει στις διατάξεις του νόμου. Η εγγύηση καταπίπτει / κατέπεσε.

Ωστόσο, οι γλωσσικές ανάγκες της πιάτσας έχουν μπερδέψει τα πράγματα. Υπάρχουν 3.000 εκπίπτονται ή εκπίπτεται στο διαδίκτυο.

Ακόμα πιο σημαντικό: Το «εκπίπτεται» υπάρχει σε 264 άρθρα νομοθετημάτων και το «εκπίπτονται» σε 192. Από παλιά. Π.χ. στο άρθρο 99/06.12.1949 του Αγροτικού Κώδικα γράφει:
Εκ του αθροίσματος της κατά το άρθρ. 103 του παρόντος αποζημιώσεως και των τόκων εκπίπτεται κατά σειράν πρώτον η […] καθορισθείσα αποζημίωσις χρήσεως

Στο ΛΝΕΓ (Β΄ 2006) μας περιμένει και μια έκπληξη, το παρακάτω σημείωμα στο λήμμα εκπίπτω:
εκπίπτω ή εκπίπτομαι; Επειδή η λέξη χρησιμοποιείται πολύ σε σχέση με τον φόρο εισοδήματος και την εφορία εν γένει, αξίζει να σημειωθούν τα εξής. Το εκπίπτω, αρχαία λέξη, χρησιμοποιήθηκε —όπως και στην αρχαία— ως μεταβατικό ρήμα με νέα σημασία, αυτή τού «υποτιμώ, κατεβάζω, αφαιρώ». Με αυτή τη σημασία σχημάτισε (όπως το αφαιρώ) και παθητικό τύπο εκπίπτομαι = αφαιρούμαι. Άρα, όχι μόνο δεν είναι λάθος να λέμε «Εκπίπτεται το ποσό των 100.000 δρχ. κατά συντηρούμενο άτομο», αλλά είναι και το σωστό. Άρα: Η εφορία εκπίπτει τα ποσά για ασφάλιση και σπουδές των τέκνων — Τα ποσά για ασφάλιση … εκπίπτονται από την εφορία.
Δεν ξέρω αν έχει αλλάξει το παραπάνω σχόλιο στη νέα έκδοση, ωστόσο τα παραδείγματα παραμένουν περιγραφικά και όχι ρυθμιστικά: τα έξοδα ενδύσεως εκπίπτουν του φόρου | οι τόκοι των στεγαστικών δανείων εκπίπτονται από το εισόδημα (και στο Σχολικό: τα έξοδα ενδύσεως εκπίπτουν).

Στο ΛΚΝ, δεν γίνονται τέτοιες συστάσεις και τα παραδείγματα τονίζουν τη χρήση της πρόθεσης από αντί για τη γενική πτώση: (για χρηματικά ποσά) αφαιρούμαι από το τελικό ποσό ενός λογαριασμού: Από το ολικό χρέος εκπίπτει ποσοστό 8%. Οι δαπάνες για ιατρική περίθαλψη εκπίπτουν από το συνολικό ετήσιο εισόδημα και δε φορολογούνται.

Η προσωπική μου ματιά: το πίπτω είναι αμετάβατο, το ίδιο και το εκπίπτω. Η αρχαία χρήση δεν επηρέασε κανέναν, ούτε και η λαϊκή τού «πέφτω» (ΛΚΝ: πληρώνω: Πέσε πρώτα το παραδάκι και ύστερα θα πάρεις το εμπόρευμα). Ούτε και μεταφράσεις από αγγλικά με κάποιο deduct. Οι ανάγκες των ελληνικών διατυπώσεων έχουν διαμορφώσει το σημερινό χάος — όπως σε διατυπώσεις του είδους «διέρρευσαν την πληροφορία», «να επικοινωνήσουμε το μήνυμα», «εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι», «διαπραγματευόμενες μετοχές». Με φιλοσοφία Μάο («αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν») και Χότζα («κι εσύ έχεις δίκιο») σκέφτομαι ότι μπορούμε να αφήσουμε ελεύθερο και χωρίς αφορισμούς το πεδίο δράσης, δηλαδή ούτε μόνο «οι δαπάνες εκπίπτουν» ούτε μόνο «εσύ εκπίπτεις τις δαπάνες και οι δαπάνες εκπίπτονται», αλλά και τα δύο ταυτόχρονα (όπως συμβαίνει με το «διαρρέω» — μας αρέσει, δεν μας αρέσει), π.χ.

Ποιες δαπάνες εκπίπτουν από τη φορολογία εισοδήματος
μπορείτε να εκπέσετε από το εισόδημα τη δαπάνη του ενοικίου
Έχετε το δικαίωμα να εκπίπτετε κάθε χρόνο και τις αποσβέσεις του κτιρίου
ο κατάλογος με τις δαπάνες που θα εκπίπτονται από το εισόδημα

εκπίπτουσες δαπάνες (ελάχιστα ευρήματα)
εκπιπτόμενες δαπάνες (πάμπολλα ευρήματα)

Όπως συμβαίνει σε αυτά τα «γενναιόδωρα» κείμενα, που φιλοξενούν και εκπίπτουν και εκπίπτονται. Δεν πρόκειται για έκπτωση της γλώσσας. Τις δυνατότητές της δοκιμάζει.

Με τον αόριστο τι να κάνουμε;
 

Zazula

Administrator
Staff member
Κατ' αρχάς, θαυμάστε το υπέροχο Πρωίας (1933):
εκπίπτω και ξεπέφτω (ρ.), αόριστ. εξέπεσα και ξέπεσα, μετοχ. παθ. παρακ. εκπεπτωκώς και ξεπεσμένος· (ως αμετάβ.) [...] || επί εμπορευμάτων, αποβάλλω μέρος της αγοραίας μου τιμής, υποτιμώμαι: «οι καφέδες / τα σιτηρά / τα σταφύλια εξέπεσαν» || (ως μεταβ.) υποβιβάζω την τιμή πράγματός τινος, υποτιμώ ή κάμνω έκπτωσιν: «ξέπεσα όλα μου τα εμπορεύματα», «μου ξέπεσε 1000 δραχ. από το λογαριασμό». Εκ της μεταβ. σημασίας προήλθεν ο παθητικός τύπος: εκπίπτομαι, υποτιμώμαι: «εκ του ολικού χρέους εκπίπτεται ποσόν 8%» || [...]

Προσέξτε τη σιγουριά με την οποία το Πρωίας, 65 ολόκληρα χρόνια πριν από το ΛΚΝ, δίνει ακριβώς το ίδιο παράδειγμα (με το 8%!) χρησιμοποιώντας το εκπίπτομαι, το οποίο το ΛΚΝ σε μια κρίση συντηρισμού το κάνει εκπίπτει. Προσέξτε τα μεγαλειώδη παραδείγματα με τον μεταβ. ενεργητ. αόριστο, εκεί όπου εμείς σήμερα λέμε «σκότωσα όλα μου τα εμπορεύματα» και «μου έκοψε 2,93€ από το λογαριασμό».

Και επειδή αναρωτιόμαστε για τον παθητικό αόριστο: Η πιάτσα δεν καταλαβαίνει από αδιέξοδα, και λέει εκπέστηκε. Και τι γίνηκε με το απαρέμφατο του παθητ. αορίστου; Εκπεστεί. :)
 

hellex

New member
εκπιπτόμενος ΦΠΑ

Γειά σας:confused:,

Είχα το προβληματισμό για την έκφραση που χρησιμοποιείται στην εφορία ""εκπιπτόμενος ΦΠΑ" Και είδα το άρθρο σας. Το πιο ορθό στην επικοινωνία μου με την εφορία κατά τη γνώμη ειναι να γράφω εκπεσμένος ΦΠΑ ώστε να γλυτώνω και από την επινόηση του αορίστου. Είναι αποδεκτό γραμματικά; Και αν πρέπει να επινοήσω το εκπίπτομαι γιατί να μην το επινοήσω ως εκπίπτωμαι;


Με το που έγραψα τον τίτλο, ο ορθογραφικός διορθωτής μου υπογράμμισε το «εκπίπτονται», που σημαίνει ότι η Neurolingo δεν αναγνωρίζει μεσοπαθητική φωνή για το ρήμα εκπίπτω, όπως άλλωστε δεν δέχεται και για το πέφτω.

Διαβάζω στο Εγκόλπιο της ορθής γραφής (Δ. Ν. Μαρωνίτη, Ταχυδρόμος, 1998):

Το ρήμα εκπίπτω είναι αμετάβατο· αποτελεί λάθος η χρήση του ως μεταβατικού ρήματος. Γράφουμε και λέμε:
  • εκπίπτει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων από τη φορολογία - όχι: δικαιούται ο φορολογούμενος να εκπέσει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων από το προσεχές έτος
  • θα εκπέσει ο φόρος ακίνητης περιουσίας - όχι: οι φορολογούμενοι δικαιούνται να εκπέσουν τον φόρο ακινήτου περιουσίας από το προσεχές έτος.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Το εκπίπτω ως αμετάβατο ρήμα, δεν τρέπεται σε μέσο ή παθητικό ρήμα. Γράφουμε:
το ποσό εκπίπτει - όχι: εκπίπτεται· ο φόρος εισοδήματος συγγραφικών δικαιωμάτων εκπίπτει - όχι: εκπίπτεται.


Το πίπτω (όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος), τα πιο γνωστά παράγωγά του (π.χ. εμπίπτω, καταπίπτω, μεταπίπτω, συμπίπτω) αλλά και το πέφτω δεν είναι μεταβατικά ρήματα και δεν έχουν μεσοπαθητική φωνή. Λέμε: δεν εμπίπτει στις διατάξεις του νόμου. Η εγγύηση καταπίπτει / κατέπεσε.

Ωστόσο, οι γλωσσικές ανάγκες της πιάτσας έχουν μπερδέψει τα πράγματα. Υπάρχουν 3.000 εκπίπτονται ή εκπίπτεται στο διαδίκτυο.

Ακόμα πιο σημαντικό: Το «εκπίπτεται» υπάρχει σε 264 άρθρα νομοθετημάτων και το «εκπίπτονται» σε 192. Από παλιά. Π.χ. στο άρθρο 99/06.12.1949 του Αγροτικού Κώδικα γράφει:
Εκ του αθροίσματος της κατά το άρθρ. 103 του παρόντος αποζημιώσεως και των τόκων εκπίπτεται κατά σειράν πρώτον η […] καθορισθείσα αποζημίωσις χρήσεως

Στο ΛΝΕΓ (Β΄ 2006) μας περιμένει και μια έκπληξη, το παρακάτω σημείωμα στο λήμμα εκπίπτω:
εκπίπτω ή εκπίπτομαι; Επειδή η λέξη χρησιμοποιείται πολύ σε σχέση με τον φόρο εισοδήματος και την εφορία εν γένει, αξίζει να σημειωθούν τα εξής. Το εκπίπτω, αρχαία λέξη, χρησιμοποιήθηκε —όπως και στην αρχαία— ως μεταβατικό ρήμα με νέα σημασία, αυτή τού «υποτιμώ, κατεβάζω, αφαιρώ». Με αυτή τη σημασία σχημάτισε (όπως το αφαιρώ) και παθητικό τύπο εκπίπτομαι = αφαιρούμαι. Άρα, όχι μόνο δεν είναι λάθος να λέμε «Εκπίπτεται το ποσό των 100.000 δρχ. κατά συντηρούμενο άτομο», αλλά είναι και το σωστό. Άρα: Η εφορία εκπίπτει τα ποσά για ασφάλιση και σπουδές των τέκνων — Τα ποσά για ασφάλιση … εκπίπτονται από την εφορία.
Δεν ξέρω αν έχει αλλάξει το παραπάνω σχόλιο στη νέα έκδοση, ωστόσο τα παραδείγματα παραμένουν περιγραφικά και όχι ρυθμιστικά: τα έξοδα ενδύσεως εκπίπτουν του φόρου | οι τόκοι των στεγαστικών δανείων εκπίπτονται από το εισόδημα (και στο Σχολικό: τα έξοδα ενδύσεως εκπίπτουν).

Στο ΛΚΝ, δεν γίνονται τέτοιες συστάσεις και τα παραδείγματα τονίζουν τη χρήση της πρόθεσης από αντί για τη γενική πτώση: (για χρηματικά ποσά) αφαιρούμαι από το τελικό ποσό ενός λογαριασμού: Από το ολικό χρέος εκπίπτει ποσοστό 8%. Οι δαπάνες για ιατρική περίθαλψη εκπίπτουν από το συνολικό ετήσιο εισόδημα και δε φορολογούνται.

Η προσωπική μου ματιά: το πίπτω είναι αμετάβατο, το ίδιο και το εκπίπτω. Η αρχαία χρήση δεν επηρέασε κανέναν, ούτε και η λαϊκή τού «πέφτω» (ΛΚΝ: πληρώνω: Πέσε πρώτα το παραδάκι και ύστερα θα πάρεις το εμπόρευμα). Ούτε και μεταφράσεις από αγγλικά με κάποιο deduct. Οι ανάγκες των ελληνικών διατυπώσεων έχουν διαμορφώσει το σημερινό χάος — όπως σε διατυπώσεις του είδους «διέρρευσαν την πληροφορία», «να επικοινωνήσουμε το μήνυμα», «εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι», «διαπραγματευόμενες μετοχές». Με φιλοσοφία Μάο («αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν») και Χότζα («κι εσύ έχεις δίκιο») σκέφτομαι ότι μπορούμε να αφήσουμε ελεύθερο και χωρίς αφορισμούς το πεδίο δράσης, δηλαδή ούτε μόνο «οι δαπάνες εκπίπτουν» ούτε μόνο «εσύ εκπίπτεις τις δαπάνες και οι δαπάνες εκπίπτονται», αλλά και τα δύο ταυτόχρονα (όπως συμβαίνει με το «διαρρέω» — μας αρέσει, δεν μας αρέσει), π.χ.

Ποιες δαπάνες εκπίπτουν από τη φορολογία εισοδήματος
μπορείτε να εκπέσετε από το εισόδημα τη δαπάνη του ενοικίου
Έχετε το δικαίωμα να εκπίπτετε κάθε χρόνο και τις αποσβέσεις του κτιρίου
ο κατάλογος με τις δαπάνες που θα εκπίπτονται από το εισόδημα

εκπίπτουσες δαπάνες (ελάχιστα ευρήματα)
εκπιπτόμενες δαπάνες (πάμπολλα ευρήματα)

Όπως συμβαίνει σε αυτά τα «γενναιόδωρα» κείμενα, που φιλοξενούν και εκπίπτουν και εκπίπτονται. Δεν πρόκειται για έκπτωση της γλώσσας. Τις δυνατότητές της δοκιμάζει.

Με τον αόριστο τι να κάνουμε;
 

nickel

Administrator
Staff member
Γεια σας και καλωσήρθατε.

Πρώτα, το εύκολο: Δεν μπορεί να είναι *εκπίπτωμαι γιατί δεν υπάρχει ούτε ένα ρήμα που να τελειώνει σε —ωμαι. Έχουμε μόνο ρήματα που τελειώνουν σε —ώμαι με τόνο (παλιά με περισπωμένη), ρήματα από συναίρεση: τιμώμαι, αποσπώμαι, προσαρτώμαι και άλλα πολλά που έχουν γίνει σε —ιέμαι, π.χ. πλανώμαι, πλανιέμαι.

Τώρα η μετοχή εκπεσμένος είναι λίγο... μπάσταρδη. Δηλαδή: το εκπίπτω το εκσυγχρονίζουμε κάνοντάς το μεταβατικό, αλλά δεν το εκλαϊκεύουμε. Το λαϊκό είναι ξεπέφτω, και αυτό μας δίνει μια ωραία μετοχή ξεπεσμένος, που την έχουμε για λόρδους και όχι για φόρους. Όμως το εκπίπτω πρέπει να κρατηθεί σε λόγιους τύπους για να μη φαίνεται αλλοπρόσαλλο: η μετοχή του (του αμετάβατου) θα ήταν εκπεπτωκώς και θα μας παίρναν με τις πέτρες. Ακόμα και ο (αμετάβατος) αόριστος εκπεσών κάνει παρέα με τον παράδεισο και τους αγγέλους, αλλά κατάφερα να βρω ελάχιστες χρήσεις με οικονομικά: εκπεσόντων ποσών, εκπεσόντος φόρου — λόγια αλλά σωστά. Φαίνεται ότι για το μεσοπαθητικό θα μείνουμε στον λόγιο ενεστώτα εκπιπτόμενος φόρος και στα σύγχρονα λόγια εκπεσθείς / εκπεσθέντες. Κάποιοι που χρησιμοποιούν το αστείο εκπεσμένος, π.χ. εκπεσμένος άγγελος, ξεχνούν το έκπτωτος. Αλλά πάλι η γλώσσα έχει εκπλήξεις και το σημερινό εξάμβλωμα μπορεί να είναι αυριανό στολίδι. Άλλωστε, πόση απόσταση έχει το εκπεσμένος από το εκπέστηκε;

Αν, λοιπόν, θέλετε χρόνο παρελθοντικό, προς το παρόν διαλέγετε ανάμεσα σε παλιό εκπεσών ΦΠΑ και σύγχρονο εκπεσθείς ΦΠΑ.
 

hellex

New member
εκπιπτόμενος ΦΠΑ

Χίλια ευχαριστώ ;) .
Το εκπεσθείς μου φαίνεται πιο δόκιμο από το εκπιπτόμενος αν και το εκλαικευμένο εκπεσμένος το συνάντησα στη βιβλιογραφία (Ελευθερουδάκη Τόμος 5 από 12, σελ.156)
 

nickel

Administrator
Staff member
το εκλαϊκευμένο εκπεσμένος το συνάντησα στη βιβλιογραφία (Ελευθερουδάκη Τόμος 5 από 12, σελ.156)
Μα αυτό είναι πολύτιμο εύρημα! Επειδή δεν έχω την εγκυκλοπαίδεια, αν μπορούσατε να μας πείτε το λήμμα και να μας αντιγράψετε εδώ την πρόταση όπου απαντά το εκπεσμένος, θα σας ήμουν υπόχρεος.
 
Θα ήταν καλή λύση το εκπεσμένος, γιατί αυτό το εκπεσθείς δεν (μου φαίνεται να) στέκει πουθενά.
 

hellex

New member
εκπιπτόμενος ΦΠΑ

Με μεγάλη χαρά θα το κάνω.

Αναφέρει τα ακόλουθα:

εκπίπτω (ρ. αμετ., αόρ. εξέπεσον, ΝΕΓ εξέπεσα, μετ. πρκμ. εκπεπτωκός και ΝΕΓ εκπεσμένος) Κυρίως μετ' αυτοπαθούς και παθητικής σημασίας, πίπτω έξω, κν. πέφτω έξω: εκπίπτω δίφρου, έξω από τον δίφρον(.) ναυαγός εξέπεσεν εις αλίμενον γήν. || Εν τη ΑΕΓ εις πλείστας μεταφοράς, εκβάλλομαι, εκτινάσσομαι, εξορμώ, εκτρέπομαι, φεύγω διωκόμενος, εξορίζομαι, εξαρθρούμαι (επί των μελών του σώματος), διαθρυλούμαι(.) και, ως και νυν, καταντώ εις αποτυχίαν, γίνομαι έκπτωτος, χάνω την αξίαν μου, κν. ξεπέφτω: εξέπεσε του αξιώματος, του βαθμού, του δικαιώματος της διαδοχής(.) εξέπεσεν εις την εσχάτην ένδειαν, εις τα όμματα του κόσμου.|| (Νυν ειδικώς επί πλοίου) Παρασύρομαι υπό του ανέμου ή του ρεύματος λοξώς ή καθέτως προς την τρόπιν ή την ακολουθούμενην πλεύσιν. ||(Εν τη ΝΕΓ καταχρηστικώς, ως ρ.μετ., σχηματίζον παθ. αορ. εξεπέσθην) Αφαιρώ, ελαττώνω, καταβιβάζω, υποβιβάζω, κν. ξεπέφτω, κατεβάζω: τον επλήρωσα, αφού εξέπεσα όσα ποτήρια έσπασε(.) τα εκπεσθέντα εκ του ολικού χρέους(.) εκπίπτεται (αντί του ορθού εκπίπτει) η απομείωσις(.) εκπίπτονται 10%. Βλ. και έκπτωσις.

Συγχωρέστε όμως την απώλεια των πνευμάτων και της άνω τελείας από τον κείμενο. Θα χρειαστώ ειδικό πληκτρολόγιο με τόνους και πνεύματα που δε γνωρίζω προς το παρόν πως γίνεται και θα πρέπει να το ερευνήσω. Την άνω τελεία προς το παρόν αντικαθιστώ με (.)


Μα αυτό είναι πολύτιμο εύρημα! Επειδή δεν έχω την εγκυκλοπαίδεια, αν μπορούσατε να μας πείτε το λήμμα και να μας αντιγράψετε εδώ την πρόταση όπου απαντά το εκπεσμένος, θα σας ήμουν υπόχρεος.
 

nickel

Administrator
Staff member
Πόπο, πρέπει να συμβουλεύομαι πιο συχνά τα λεξικά. :) Ο Δρανδάκης (ναι, ναι) γράφει «παθ. μετχ. δημοτ. εκπεσμένος». (Έχει και την ωραία παλιά μεταβατική χρήση «Πόσο θα μου το εκπέσεις;») Δεν έχει το εξεπέσθην και τα εκπεσθέντα, που έχει ο Ελευθερουδάκης και που με θα με σώσουν από τα νύχια του Σαραντάκου. Οπότε τίθεται το ερώτημα: πώς αντιδρούμε σήμερα στα «εκπεσμένος ΦΠΑ», «εκπεσμένος φόρος», «εκπεσμένο ποσό», συντάγματα για τα οποία θα μπορείτε να πείτε ότι τα πρωτοείδατε εδώ. (Εγώ όχι θετικά, αλλά αυτό θα το έχετε ήδη αντιληφθεί.)




 

hellex

New member
Συμμερίζομαι τις αντιρρήσεις σας αναφορικά το εκπεσμένος. :cool:
Για το λόγο αυτό θεωρώ δόκιμο το εκπεσθείς. Όμως αν θεωρήσουμε ότι υφίσταται ως ρήμα μεταβατικό με παθ. αορ. εξεπέσθην μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και το ξεπεσθείς;

Αν και για το εκπιπτόμενος θέλω να εκφράσω τον ακὀλουθο προβληματισμό:
Τό πίπτω ανήκει στην ίδια συζυγία όπως το πετώ (πέτομαι). Και έχει υποστεί συγκοπή του ε> δηλαδή ήταν πι-πετ-ώ.
Η μετοχή των ρημάτων β'συζυγίας -σύμφωνα με wikipedia http://el.wikipedia.org/wiki/Μετοχή_(γραμματική) κάνει -ώμενος και όχι -όμενος. Εξ ού και η αντίρρησή μου για το όμικρον. Το βλέπω πιό κοντά στο "εκπιπτώμενος" και όχι στο "εκπιπτόμενος".
 

nickel

Administrator
Staff member
Αρχίζω από το δεύτερο ζήτημα: τα ρήματα της δεύτερης συζυγίας είναι τα παλιά συνηρημένα.
Λέει η Βικιπαίδεια:
  • αν [η μετοχή] είναι προπαροξύτονη, -όμενος, π.χ. ερχόμενος. Ειδικά οι μετοχές που προέρχονται από ρήματα δεύτερης συζυγίας καταλήγουν σε -ώμενος, π.χ. περισπώμενος.
  • αν είναι παροξύτονη, -ωμένος, π.χ. αγχωμένος.

Η μετοχή αγχωμένος έχει το -ω- από το αγχώνω. Ο περισπώμενος το έχει από το συνηρημένο περισπώμαι. Ο εκπιπτόμενος από το εκπίπτομαι είναι σαν τον ερχόμενο από το έρχομαι. Για να δούμε πώς θα γράψουμε το [ómenos] πρέπει πρώτα να σκεφτούμε πώς γράφουμε το [óme] του ενεστώτα της οριστικής.

Σε σχέση τώρα με το ξεπεσθείς, πρέπει να ομολογήσω ότι μου προκαλεί περισσότερα ρίγη (και δεν είναι συγκίνησης) από το εκπεσμένος. Το τελευταίο αυτό είναι λαϊκό στο δεύτερο μέρος του, το πρώτο είναι λαϊκό στο πρώτο (στο «ξε»). Για το εκπεσμένος έκανα την πρόβλεψη ότι δεν αποκλείεται να το δούμε μια μέρα να χρησιμοποιείται, αφού ήδη είδαμε το εκπέστηκε. Μαύρα μεσάνυχτα: ο τύπος υπήρχε από τα χρόνια του παππού μου (άλλο αν δεν έχει περάσει ακόμα στις συγκεκριμένες συμφράσεις). Ωστόσο, για το άλλο μπάσταρδο μπορώ να κάνω την πρόβλεψη ότι δεν έχει καμία ελπίδα — και νομίζω ότι δεν θα φάω τα μούτρα μου πάλι.
 

hellex

New member
Το πετώ δηλαδή δεν είναι ρήμα δεύτερης συζυγίας ούτε συνηρημένο::eek:

Καλά το κρατάμε το εκπιπτόμενος προς το παρόν!

Τώρα σχετικά με τη μετοχή του ε-ξεπ-έσθην δε σχηματίζεται ως ξεπ-εσθείς όπως όλες οι παθ. μετοχές των ρημάτων πχ παθ. αορ ε-κρ-ίθην, μετ. παθ. αορ. κρ-ιθείς:confused:
 

nickel

Administrator
Staff member
Το εξεπέσθην δεν είναι του ξεπέφτω, αλλά του εκπίπτομαι. Τη δίνει τη μετοχή ο Ελ.: εκπεσθέντα (εκπεσθείς στον ενικό). Μόνο που στον αόριστο παίρνει αύξηση, εσωτερική, επέσθην, και το -κ- του εκ- γίνεται -ξ-. Όπως εκτελώ, εξετελέσθη, εκτελεσθέντες.

Από το ξεπέφτω δεν μπορούμε να φτιάξουμε παρόμοιους τύπους. Δεν έχει τέτοιους τύπους η δημοτική. Με ρήματα που δεν ανήκουν στη λόγια παράδοση αλλά είναι ξεκάθαρα ρήματα της δημοτικής, μόνο για να γελάσουμε θα φτιάξουμε τέτοιους τερατώδεις σχηματισμούς. Μου φαίνεται ότι ο Σαραντάκος είχε κάπου θυμηθεί ένα παιχνίδι που υπήρχε παλιά (και, γιατί όχι, μπορεί να υπάρχει ακόμα): ένα βιβλίο με κάθε σελίδα του κομμένη οριζοντίως σε τρία ίσα κομμάτια. Κάθε σελίδα παρίστανε κάποιο διαφορετικό άτομο με χαρακτηριστική εμφάνιση, ξερωγώ πειρατή, μπαλαρίνα κ.ο.κ. Ξεφύλλιζες το βιβλίο και κατέληγες σε κάποια γελοία σύνθεση, με το πάνω μέρος ενός κλόουν, το μεσαίο ενός γρεναδιέρου και τα πόδια ενός ποδοσφαιριστή. Ή το έκανες με ζώα και έφτιαχνες ζώα φανταστικά, που ούτε στη μυθολογία μας δεν τα είχαν επινοήσει.

Όπως λοιπόν δεν βάζουμε κάποιο ουσιαστικό της δημοτικής στη δοτική πτώση (π.χ. άμα τω ραψίμω του κουμπιού), έτσι δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις ένα από τα ρήματα από ξε– (όλα ρήματα της δημοτικής) σε τύπους της λόγιας παράδοσης (της αρχαίας ή της καθαρεύουσας). Μπορεί να λέει το «Πιστεύω» «σταυρωθέντα επί Ποντίου Πιλάτου», αλλά δεν μπορείς να πεις για μαθητή «ξεστραβωθέντα επί Ποντίου δασκάλου» — παρά μόνο για να γελάσουμε. :D
 

hellex

New member
Ήταν πολύ δημιουργική η επικοινωνία μας και σας ευχαριστώ.

Το εκπεσσόμενος μου είναι πιό εύηχο :) από το εκπεσμένος. Η θα ξεπέσουμε ανεπανόρθωτα; (Δε μου αρέσει το εκπιπτόμενος).
 

nickel

Administrator
Staff member
Συ είπας. Με *εκπεσσόμενο ή και *εκπεσόμενο, το ξέπεσμα και ο ξεπεσμός άμα τε και η έκπτωση και ο εκπεσμός θα είναι όλα ανεπανόρθωτα! :)
 

hellex

New member
Η Αρχαία Ελληνική Γλώσσα έχει απαράμιλλο λεκτικό πλούτο. Τόσο η αρχαία ελληνική όσο και η νεοελληνική έχουν λογική. Ιδιαίτερα δε η αρχαία ελληνική και νοητική.

Την έκφραση «εκπιπτόμενος ΦΠΑ» στα επίσημα νεοελληνικά έγγραφα είτε γραφεί λόγια, είτε λαϊκά είτε ανορθόγραφα θεωρώ λεκτικό ξεπεσμό :mad: .Ελπίζω δε, μέσα από την τόσο εποικοδομητική συζήτηση που γίνεται εδώ να μπορεί να προταθεί ο αντικαταστάτης του λόγιου «εκπτιπτόμενος ΦΠΑ» ;).

Έτσι λοιπόν διερωτώμαι;
Τι θέλουμε να εκφράσουμε όταν χρησιμοποιούμε την έκφραση «εκπτιπτόμενος ΦΠΑ;»

Θαρρώ ότι εννοούμε τα ακόλουθα:

Όταν κάνουμε μια αγορά 123 Ευρώ, τα 23 Ευρώ διεκδικούμε να μας επιστρέψει η εφορία. Αντίστοιχα δε, όταν κάνουμε μια πώληση 123 Ευρώ, διεκδικεί η εφορία να της επιστρέψουμε 23 Ευρώ. Και επομένως θα πρέπει να αναγράφεται στα επίσημα κείμενά μας μια έκφραση της μορφής « ; ΦΠΑ».

Μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί η έκφραση «διεκδικούμενος ΦΠΑ» ή συνώνυμο αυτής.

Θα ήθελα δε την άποψή σας ή και τη γνώμη σας που είναι και χρήσιμη και εποικοδομητική.
 

nickel

Administrator
Staff member
Η Αρχαία Ελληνική Γλώσσα έχει απαράμιλλο λεκτικό πλούτο. Τόσο η αρχαία ελληνική όσο και η νεοελληνική έχουν λογική. Ιδιαίτερα δε η αρχαία ελληνική και νοητική.
Γρήγορη παρένθεση, επειδή έχω τις παραξενιές μου: «απαράμιλλο λεκτικό πλούτο για την εποχή της / στην εποχή της» — για να ακριβολογούμε. Δεν μπορεί να συγκριθεί με τις σύγχρονες γλώσσες, που μόνο το γλωσσάρι ορολογίας μιας σύγχρονης επιστήμης να πιάσεις, ζαλίζεσαι.

Επίσης, επειδή είμαι καλός άνθρωπος, δεν θα σας ρωτήσω τι είναι η νοητικήνοηματική) λογική που φαίνεται να διαθέτει μόνο η αρχαία ελληνική.

Πάμε στο εκπίπτω. Στο Μείζον: (μτβ.) αφαιρώ από την αξία ή από τα οφειλόμενα. Ο εκπιπτόμενος ΦΠΑ θα μπορούσε να είναι «αφαιρούμενος». Αλλά δεν θα πείραζα τον εκπιπτόμενο, επειδή δεν τον θεωρώ ξεπεσμό. Οι γλώσσες έχουν, μέσα από εμάς, μια λογική που ξεπερνά εμάς (και δεν είναι νοητική ή νοηματική). Γι' αυτό, άλλωστε, ακόμα κι αν τον «βελτιώσουμε» εμείς εδώ, η αγορά θα μείνει παγερά αδιάφορη.
 
Η Αρχαία Ελληνική Γλώσσα έχει απαράμιλλο λεκτικό πλούτο.

Για τον ΦΠΑ εμένα με καλύπτουν απόλυτα οι προαναφερθέντες, οπότε δεν θέλω να αλλάξω το εκπιπτόμενος, διότι η γλώσσα εξελίσσεται. Αλλά θέλω να παρατηρήσω ότι κατά τη δική μου γνώμη τα περί απαράμιλλου λεκτικού πλούτου δεν στηρίζονται πουθενά, αν εννοούνται ποσοτικά, και είναι υποκειμενικά αν εννοούνται ποιοτικά.
 
Top