metafrasi banner

a grass widower

This phrase has two meanings:-
1.
a man divorced, separated, or living away from his spouse
2.
a man whose spouse is regularly away for short periods

I know the word ζωντοχήρος for the first definition. What is the Greek word or phrase for the second?
 

Neikos

Member
Δεν νομίζω ότι o ζωντοχήρος καλύπτει τη δεύτερη περίπτωση, Θησέα. Απλώς διαζευγμένος σημαίνει. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω συναντήσει ποτέ τέτοια χρήση.
Εκτός κι αν λέμε "ζει σαν ζωντοχήρος" για κάποιον που η γυναίκα του λείπει συχνά.
Δεν ξέρω αν υπάρχει αντίστοιχη λέξη για το δεύτερο. Νομίζω ότι τον άντρα της δεύτερης περίπτωσης μπορείς να τον πεις απλώς μακάριο. :)

 
Thanks, Neikos. A suggestion might be άντρας σε διάσταση. I am going to listen to the songs. Knowing my recent luck, I doubt if I will understand them!:)
 
Here are my difficulties with the first song (I knew there would be loads!:()

Τραγουδιστής: Αργύρης Μπακιρτζής
Συνθέτης: Αργύρης Μπακιρτζής
Στιχουργός: Αργύρης Μπακιρτζής
Χρονολογία: 2009


Τώρα πού ῾μαι ζωντόχηρος ἡ μοναξιὰ μὲ δέρνει
κι ἕνας τσομπάνης στὸ χωριὸ μὲ βρίσκει καὶ μοῦ λέει:

Τι θέλεις μόνος στὸ βουνὸ στὰ νιάτα σου ἀπάνω, (Does this word go with στο βουνό?)
τουλάχιστο ἔχεις συντροφιὰ κάνα κομμάτι γράβο;
Ὅλο διαβάζεις, μελετᾶς, Βόγκτ, Σπίνραντ, Ντίκ, Χενλάιν
καὶ Μπέστερ
,
γιατί δὲν πᾶς στὸ φεστιβὰλ νὰ νιώσεις λίγο χάι;

Μ᾿ ἐμᾶς, τοὺς γέρους, τι ζητᾶς στὴν ἐρημιὰ τοῦ κόσμου;
μ᾿ ἂν θὲς ν᾿ ἀρμέξεις πρόβατα ἕνα χεράκι δῶσ᾿ μου.

Γιάννη μου, νὰ μὲ συμπαθᾶς,, ὄχι κτηνοτροφία,
γιὰ τὰ Σαββατοκύριακα μοῦ φθάν᾿ ἡ Γεωργία.

In addition to these queries in bold, why are the accents in καθαρεύουσα ;:(
 
στα νιάτα σου απάνω = πάνω στα νιάτα σου, not connected to the mountains

γράβος = a kind of tree, an Epirus word, cf Kotzioulas
Εκεί, αποκάτου από’να γράβο,
γυρτός τ’ απομεσήμερο
θα ’χα το σκύλο μου το σκλάβο
και το κοπάδι το ήμερο.

να με συμπαθάς = if you'll excuse me, pray excuse me

μου φθάνει = μου αρκεί. Γεωργία is his wife
 

nickel

Administrator
Staff member
I think that in British English a grass widow(er) is only someone who has to live away from his or her partner for a long period because of external circumstances. Therefore, "σε διάσταση" would not be appropriate as it implies personal problems in their relationship.

"Οι συνθήκες τούς ανάγκασαν να ζουν χώρια" and other roundabout ways will have to be devised for an accurate rendering of the meaning, I suppose.

Some background information from our favourite site:

http://www.worldwidewords.org/qa/qa-gra1.htm
 
A big thank you to all for your help! I enjoy reading these various comments. I'm having a go at Kotzioulas's short poem. I only need help with these two verses.

Λυπητερά με τη φλογέρα
θα το ’παιρνα και κάποτες,
να φτάνει ο αντίλαλος ως πέρα
ν’ ακούν οι ξετσουράπωτες.

Με το τσακάλι, με το λύκο
θα ’χαμαν όλο ντράβαλα.
«Ποδάρι, αυτοί, δε θα σου αφήκω».
Κι εγώ: «Τα σκάγια τα ’βαλα»!
I would fire pellets?

As and when..... I agree with Nickel about Lexilogia's favourite site. It is mine too, when I'm working on phrases in English.:):)
 
ξετσουράπωτες = the grape pickers?
να χαμαν = έχουμε?
ντράβαλα =φασαρίες ?

An attempt at some of the rest: They [the animals] say "Your foot, won't keep up [with us]" and I reply "I'll fire pellets at you!":(
 

Neikos

Member
Τσουράπι είναι η χοντρή μάλλινη κάλτσα, Θησέα. Άρα ξετσουράπωτες είναι οι ξεκάλτσωτες. Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοεί μεταφορικά. Ίσως οι χυδαίες γυναίκες της πόλης, αφού αυτός θα είναι στον αγνό κι αμόλυντο κόσμο της υπαίθρου.
Υπάρχει κ η τσουράπω, η άξεστη γυναίκα.

Θα χαμαν = θα είχαμε

ντράβαλα = φασαρίες, μπελάδες

"Λυπητερά με τη φλογέρα
θα το παιρνα και κάποτες"

Θα το έπαιρνα λυπητερά με τη φλογέρα = θα έπαιζα με τρόπο λυπητερό
Και κάποτες = και κάποια στιγμή, κάποιες φορές

Ποδάρι, αυτοί, δεν θα σου αφήκω = Αυτοί θα μου έλεγαν: δεν θα σου αφήσω ποδάρι (θα σου φάω όλα τα πρόβατα, δεν θα σου αφήσω κανένα)

Τα σκάγια τα βαλα = έχω γεμίσει το όπλο (προσέξτε γιατί θα σας πυροβολήσω)
 
Thanks, Neikos! At last it makes complete sense. Since in Epirus τσουράπω means, according to slang Greek, η χωριάτισσα, η επαρχιώτισσα, όχι τόσο ως προς την καταγωγή, όσο ως προς την νοοτροπία, then ξετσουράπωτη would mean "a townswoman"--as you said "a woman not wearing thick woollen socks": a rough woman, a scrubber, a slut, tart, a strumpet. Perhaps "wench" is then the best.
 

SBE

¥
Ξετσουράπωτoς to me sounds very close to ξετσίπωτoς (without a headscarf, hence shameless) and to ξεβράκωτος (very poor). And it literally means ξεκάλτσωτος (without socks).
All derogatory, πώς πας έτσι ξεκάλτσωτη was a question my grandmother asked whenever she thought it was too cold to go out lightly dressed.
 
Top