Verses of Πτωχοπρόδρομος from Report To Greco

altan

Member
Hi!

Would you like to translate these verses for me, please? Thanks.

Όταν, Άναξ, εις έννοιαν έλθω των ηγουμένων,
άλλος εξ άλλου γίνομαι και τήκομαι τας φρένας`
εκείνοι γαρ χορταίνουσι τα πρώτα των ιχθύων,
εμένα δε με δίδουσι θύνναν την βρωμισμένην`
εκείνοι το κοτζώνουσι το χιώτινκον εις κόρον,
ο δε δικός μου στόμαχος πάσχει από το ξίδιν!
 

Neikos

Member
Just a rushed translation in bad English:

When, oh Emperor, I think of the abbots
I'm getting furious and starting to steam;
They fill their bellies with the best fishes,
while they give me the stinking tuna;
They drink Chian wine until saturation
while my stomach suffers from the vinegar.
 

Neikos

Member
The word you have underscored is this one :

κοτζώνω

κοτζώνω και κοτσώνω
πίνω (drink)
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
 

daeman

Administrator
Staff member
...
«Άξαφνα κουβέντες ακούστηκαν και γέλια· είχαμε πια φτάσει στο Μοναστήρι, και δυό καλοθρεμμένοι καλόγεροι κάθουνταν σ' ένα πεζούλι στην οξώπορτα και χωράτευαν με τον πορτάρη. Σταθήκαμε απότομα, σαν να 'χαμε δει φίδι· ο φίλος με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι:
— Όνειρο ήταν, είπε· θαρρέψαμε μια στιγμή πως δεν υπάρχουν άνθρωποι...
— Κρίμα, αποκρίθηκα, ήταν αυτός ο αληθινός Παράδεισος, περίσσια ανώτερος από τον άλλο· όχι πια άντρας και γυναίκα σεριανούσαν κάτω από τα δέντρα του Θεού, παρά δυο φίλοι. Μα να, έτρεξε όχι ο άγγελος με τη ρομφαία, παρά ο άνθρωπος με τη φωνή του και μας έδιωξε.
Φώναζαν οι δύο καλόγεροι δυνατά, πείραζαν τον πορτάρη. Και δώστου σκούσαν στα γέλια. Μα ως μας είδαν, σώπασαν· συμμάζεψαν τις κοιλιές τους, σηκώθηκαν.
— Καλώς ορίσατε, με την ευκή του Θεού, είπαν κι άπλωσαν τα χέρια τους να τα φιλήσουμε.
— Καλά περνάτε, άγιοι πατέρες, είπε ο φίλος μου κοιτάζοντας τις κοιλιές τους και τα κόκκινα μάγουλα· δεν μπορούσε ακόμα να τους συχωρέσει που μας έδιωξαν από τον Παράδεισο.
— Απαρνηθήκαμε τον ψεύτη κόσμο και τις χαρές του, είπε ο ένας, ο ξανθογένης.
Δε μιλήσαμε· μα ο άλλος, ο μαυρογένης, πετάχτηκε:
— Τί μας κοιτάζετε και παραξενεύεστε; Η προσευχή θρέφει περισσότερο κι από το κρέας.
Μας είχαν ζυγώσει, κι η αναπνοή τους μύριζε ανυπόφορα σκόρδο.
— Πάμε μέσα, είπαμε, να προσκυνήσουμε.

Βιαζόμασταν να γλιτώσουμε από τους δυο τούτους σκορδοκαλόγερους.

Ήρθε ο αρχοντάρης, γαλανομάτης, με τριανταφυλλένιο δέρμα, καλοζωισμένος, πεντακάθαρος, με άσπρη μεταξωτή γενειάδα. Μας καλωσόρισε, μπήκε μπροστά, τον ακολουθήσαμε· πλούσιο Μοναστήρι, πολιτεία ολόκληρη, με ξενώνες, με φρεσκοβαμμένα πορτοπαράθυρα, με ηλεκτρικό φως, με περιβόλια απάνω από τη θάλασσα. Οι καλόγεροι είχαν τώρα σηκωθεί από την Τράπεζα, κάθουνταν απόξω από τα κελιά τους και χώνευαν στον ήλιο. Μπήκαμε στην εκκλησιά, προσκυνήσαμε τις ξακουσμένες εικόνες, την Παναγία την Παραμυθία, την Κτητόρισσα, τη Βηματάρισσα, την Αντιφωνήτρια, την Εσφαγμένη και την Ελαιοβρώτιδα. Μας άνοιξαν μια πολύτιμη λειψανοθήκη κι ασπαστήκαμε την Αγία Ζώνη της Παναγίας. Θυμήθηκα τους δυο καλόγερους που την είχαν φέρει στην Κρήτη όταν ήμουν παιδί κι έτρεχε ο λαός στην εκκλησιά του Άι-Μηνά και την προσκυνούσε· και κρατούσαν μια σακκούλα οι καλόγεροι και γέμιζε ασημένια μετζίτια και λίρες και χρυσά σκουλαρίκια κι αρραβώνες· κι εγώ δεν είχα τίποτα να δώσω στη χάρη Της, έψαξα στην τσέπη μου, βρήκα ένα κοντύλι και το 'ριξα στη σακκούλα.

Βγήκαμε στην αυλή, ανεβήκαμε στον ξενώνα· μας είχαν στρώσει πλούσιο τραπέζι, με όλα τα ελέη του Θεού.


— Καλά περνούμε, έκαμε ο φίλος μου που αγαπούσε το καλό φαΐ, καλά και περίκαλα, σαν καλόγεροι Βατοπεδίτες!
— Ας πιούμε στην υγειά, είπα, του κακόμοιρου του Φτωχο-πρόδρομου, του λιμασμένου· με τι ζήλια αναστορούσε τα φαγιά που έτρωγαν οι ηγούμενοι στα μοναστήρια και πως έτρεχαν τα σάλια του· και πως παραπονιόταν στον αυτοκράτορά του! Θυμάσαι τους στίχους του;
— Πώς δεν τους θυμούμαι:

Όταν, Άναξ, εις έννοιαν έλθω των ηγουμένων,
άλλος εξ άλλου γίνομαι και τήκομαι τας φρένας·
εκείνοι γαρ χορταίνουσι τα πρώτα των ιχθύων,
εμένα δε με δίδουσι θύνναν την βρωμισμένην
εκείνοι το κοτζώνουσι το χιώτικον εις κόρον,
ο δε δικός μου στόμαχος πάσχει από το ξίδιν!

Γέλασε· μα ευτύς ένας ίσκιος πλάκωσε το πρόσωπο του:

— Ντροπή να γελούμε, είπε· το Μοναστήρι ετούτο πλακώνει την καρδιά μου· είδες τους καλόγερους; Όλοι καλοθρεμμένοι· αν κατέβαινε πάλι ο Χριστός στη γης και τύχαινε να περάσει από το Βατοπέδι, πως θα
χελιδόνιζε το φραγγέλιο απάνω από τις κεφαλές τους! Πάμε να φύγουμε.»

Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2003
 
Top