παραβαινόμενος, μεταβαινόμενος;

pontios

Well-known member
Not that I'll ever be using these terms (that's if they do indeed exist - more than likely it's specious reasoning on my part resulting in nonsense)... but just curious.

ο παραβαίνων, ο μεταβαίνων νομίζω υπάρχουν (ίσως ως δυσνόητοι όροι) ...
αλλά, ήθελα να ξέρω για το μεταβαινόμενος (its possible meaning could perhaps be used to describe a substance that goes from one state - let's say the liquid state - into another - the solid state) και παραβαινόμενος;

μεταβαίνουσα ουσία
μεταβαινόμενη ουσία ... και τρέχα γύρευε. :confused:
 

pontios

Well-known member
Just adding ...
μεταβατική ουσία .. μάλλον ... for transitional substance (indicating an intermediate, midway, intervening state) -- but in English
we also have transience (a state of impermanence/being ephemeral/volatile - amenable or prone to changing from one state to another?) ..... vs transitionality (the quality of being transitional - being in an intermediate/midway state) on the other.
 

Earion

Moderator
Staff member
παραβαίνομαι είναι ρήμα της παθητικής φωνής. Συνήθως λέμε παραβιάζομαι ή υφίσταμαι παραβίαση, αλλά τίποτε δεν αποκλείει να σχηματιστεί και αυτός ο τύπος, και η μετοχή του παραβαινόμενος, –ηο. Παράδ. η παραβαινόμενη διαταγή, ο παραβαινόμενος κανονισμός. Όντως το ρήμα μαρτυρείται. Προσοχή, το ποιόν ενέργειας είναι εξακολουθητικό. Υπάρχει και στιγμιαίο, ο παραβαθείς νόμος, που μαρτυρείται συχνότερα.
 

m_a_a_

Active member
Αντιθέτως το "μεταβαίνω", καθότι αμετάβατο, δεν απαντάται στην παθητική, θαρρώ, και δε θα είχε και νόημα (θαρρώ).
 

pontios

Well-known member
Σας ευχαριστώ αμφότερους.
Αυτό που επισημαίνεται σχετικά με τα ρήματα στην παθητική φωνή θα πρέπει να λάβω υπόψη μου από τώρα και στο εξής.

Για το transient element (usually element and not substance) τότε - δεν ξέρω αν ταιριάζει το παροδικό στοιχείο;
Μάλλον αυτό θα είναι - there are plenty of google results.

μπερδεύτηκα και έψαχνα κάτι που άρχιζε με "μετα" ... που ακολουθούσε δηλαδή το trans της Αγγλικής (του transient και transitional).
 
Top