αναρροούσε

altan

Member
Hi,
What does this verb mean?

From the Report:
Μια ψαρόβαρκα πέρασε, έλαμψαν τα κουπιά, κι όπου χτυπούσαν και πλήγωναν το νερό αναρροούσε αναλυτό χρυσάφι· ο ψαράς μέσα από τη βάρκα αναστέναξε δυνατά και μέσα στη βραδινή σιγαλιά ακούστηκε ο στεναγμός του γεμάτος άχτι ερωτικό και παράπονο· θά ’ταν νέος κι ολομόναχος· κι η ομορφιά της θάλασσας ήταν τόσο αβάσταχτη,που μονάχα το Άχ! μπορούσε να τη χωρέσει.

And from the Zorba:
Όλη η χαρά της χτεσινής νύχτας αναρροούσε από τα σωθικά, διακλαδίζουνταν και πότιζε και χόρταινε το χώμα πού μαι καμωμένος. Κι έτσι ξαπλωμένος, με σφαληχτά μάτια, άκουγα, μου φαίνουνταν, να τρίζουν και να φαρδαίνουν τα σπλάχνα μου. Για πρώτη φορά χτες τη νύχτα βεβαιώθηκα τόσο χεροπιαστά πως κι η ψυχή είναι κι αυτή σάρκα, πιο γοργοκίνητη ίσως, πιο διάφανη, πιο λεύτερη· μα σάρκα. Κι η σάρκα είναι κι αυτή ψυχή, νυσταγμένη λίγο, κατακουρασμένη από μεγάλες πορείες, καταφορτωμένη από βαριές κληρονομιές· μα μέσα στις μεγάλες στιγμές ξυπνάει κι αυτή, αναντρανίζει, τινάζοντας και τα πέντε της πλοκάμια, σα φτερούγες.
 

nickel

Administrator
Staff member
The ancient verb αναρρέω means flow back. However, this is αναρροώ and is used with the meaning of gush, well up, spout, like αναβλύζω.
 
Top