αναμαύλιζα

altan

Member
Hi friends,
What is/are root or roots of αναμαύλιζα?

Έμεινα ακόμα κάμποσες μέρες βυθισμένος στην αυστηρή σιωπή της μοναξιάς· ήταν άνοιξη, κάθουμουν κάτω από την ανθισμένη λεμονιά της αυλής κι αναμαύλιζα με χαρά ένα λόγο που είχα ακούσει στο Άγιον Όρος: «Αδερφή μυγδαλιά, μίλησέ μου για το Θεό». Κι η μυγδαλιά σκεπάστηκε με ανθούς.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
αναμαυλίζω (& αναμαυλώ) ipf αναμαύλιζα: recall, think of, ponder:
  • θυμάται, αναμαυλάει τα πάθη της (Kazantz) |
  • αναμαυλούσα τι ποτάμια έχυσαν οι Kινέζοι ιδρώτα και δάκρυα για να δημιουργήσουν την Kίνα (id.) |
  • αναμαύλιζα με χαρά ένα λόγο που είχα ακούσει στο Άγιον Όρος (id.) |
  • poem τα πάθη της αναμαυλάει, η βαθιά φουντώνει εντός της μνήμη, | πίσω αρπαχτά τηράει και ξαναζεί τη φοβερή πορεία (id. Od 16.840)
[cpd of pref ανα- & perh AG μαυλίζω]

μαυλίζω -ομαι : (λαϊκότρ.) παρακινώ ένα ζώο με λόγια και κινήσεις να έλθει κοντά μου.
[ελνστ. μαυλίζω `μαστροπεύω΄]


«Η Γης αλάκερη, με τα νερά και τα δέντρα της, με τα ζώα, με τους ανθρώπους και τους θεούς της μέσα στο στήθος σου φωνάζει. Ανασηκώνεται η Γης μέσα στα φρένα σου και θωράει για πρώτη φορά αλάκερο το σώμα της. Ανατριχιάζει. Είναι ένα ζώο που τρώει, γεννάει, σαλεύει, θυμάται. Πεινάει, τρώει τα παιδιά της -φυτά, ζώα, ανθρώπους, ιδέες- τ' αλέθει στα σκοτεινά σαγόνια της, τα ξαναπερνάει από το κορμί της και τα ξαναχύνει στο χώμα. Θυμάται, αναμαυλάει τα πάθη της. Μέσα στην καρδιά μου το μνημονικό της ανοίγει, απλώνεται, κυριεύει τον καιρό. Δεν είναι τούτη η καρδιά που πηδάει και χτυπάει μέσα στο αίμα. Είναι η Γης αλάκερη.»
~ Ασκητική


«Με βιας γονατιστός εσύντριψε τις διπλοκλειδωτήρες
και ξεκαπάκωσε τις μυστικές στη γης πετροκασέλες·
κι αναμαυλάει τα χρουσοπότηρα στο μανιασμένο νου του,
τα κεχριμπάρια, τα γιορντάνια του, τα χοντροδαχτυλίδια
και τις ασήκωτες βασιλικές κορόνες που του λείπουν.
[...]
Και μήτε στράφη το νησί να δει στου λιμανιού τον πόρο
που της γλυκόστρωσε τον ίσκιο του και την ανθάτη χλόη
να πρωτοσμίξει ερωτικά με τον πανώριο ξένο, σύντας
βαλαντωμένη ντρόπιαζε ξανά τους σπιτικούς θεούς της.
Ο πολυπλάνητος το δοιάκι του κρατάει κι αναμαυλούσε
στο νου του τις στεριές τις μακρινές και κατά πού να πάρει.»


~ Οδύσσεια
 
Top