κομψευόμενος

What is the best English for this word? 'Fop, beau & dandy' sound odd nowadays. There is an entry in slang.gr under the word φλούφλης [=κομψευόμενος], there are some words (italicised in bold) which I don't understand. Ηere is the entry:-
φλούφλης
Το μαμόθρεφτο, το βουτυρόπαιδο. Άνθρωπος που μιλάει πολλά και δε λέει τίποτα. Σπαστικιά φωνή. Αδύνατο να βασιστείς επάνω του. Κομψευόμενος. Χωρίς να είναι αδερφή, το ντύσιμο του έχει συνήθως κάτι το αδερφίστικο.

Κλασικός τύπος φλούφλη ήταν ο Γκιωνάκης σε νεαρή ηλικία στις ταινίες του '60. Αλλά το είδος ευδοκιμεί και σήμερα.

Συγγενή λήμματα: λολοφιόγκος, λούλης, τσιχλιμπίχλης, λαλάκης, φλώρος

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

- Δε λέω, ευγενής είναι, καλές σπουδές έχει αλλά για φλούφλη τον έχω κόψει, ρε παιδάκι μου ... Δε νομίζω ότι θα τα βγάλει πέρα ...
 

daeman

Administrator
Staff member
...
A wimp and a wuss, a twit and a twat, a toff perhaps and all that puff, from a thread with all that stuff, ντιντήδες:

... Σύμφωνα με το ΛΝΕΓ, φιόγκος είναι ο κομψευόμενος και μαλθακός νεαρός, ο τζιτζιφιόγκος, ενώ ο φλώρος είναι μαλθακός, ελαφρόμυαλος ή/και θηλυπρεπής άνδρας.

...

Από τα συνώνυμα της Οξφόρδης:
fop (κομψευόμενος)
fop, dandy, beau, poseur, glamour boy, man about town, bright young thing, rake; French boulevardier, petit-maître; informal swell, toff, snappy dresser, sharp dresser, natty dresser, trendy, pretty boy; archaic coxcomb, popinjay, peacock, buck.

wimp (μαλθακός)
informal wimp, coward, namby-pamby, milksop, Milquetoast, mouse, weakling; informal drip, sissy, weed, doormat, wuss, pansy, jellyfish, crybaby, scaredy-cat, chicken; Brit. informal wet, mummy's boy, big girl's blouse, jessie, chinless wonder, cream puff, yellow-belly; N. Amer. informal candy-ass, cupcake, pantywaist, nebbish, pussy; Austral./NZ informal sook; S. African informal moffie; archaic poltroon.

Να παίζει άραγε και το wets;
4. U.K. offensive term: an offensive term for somebody regarded as weak, irresolute, or indecisive (informal insult)
5. U.K. liberal Conservative: a Conservative politician whose policies some other Conservatives consider not to be sufficiently pure or doctrinaire (informal)
(Microsoft® Encarta® 2008)

Να παίζει άραγε και το metrosexual; :whistle:


And a fratty to match: fratty = κολεγιόπαιδο, λελές

with a twerp in that batch: τζιτζιφιόγκος = (παρωχ.) fop, dandy | (αργκό) twit, twerp


Και μια υποσημείωση:

... Φυσικα δεν είναι άγνωστες λέξεις ο φλούφλης, ο φιόγκος, ο χλεχλές, ο φλώρος.

Και μια υποσημείωση σχετικά με τα υποκοριστικά που λέει η Αλεξάνδρα: υποψιάζομαι ότι μέχρι ίσως τη δεκαετία οτυ '60 ήταν πολύ κοινα τα υποκοριστικά και για τα δύο φύλα, ενώ σταδιακά φτάσαμε στο άλλο άκρο, το βαφτιστηρι μου π.χ. το φωνάζουν Δημήτριο. Υποκοριστικά που έχουν πέσει σε αχρηστία πλέον; Λαλάκης (Λαλάκης Ρούφος, δήμαρχος Πατρέων), Ποτούλα, Ντιντής, Κούλης, τα μάλλον κάποτε κοινά Μπέμπης και Μπέμπα, Κατίνα και πάει λέγοντας.

Και μια δεύτερη υποσημείωση:

...
Monty Python's The 127th Upper Class Twit of the Year Show (Hooray for Henry Smith-Smythe-Smith, Vivian's brother)


Ο λούλης, ο κούλης, ο φούλης, ο μπούλης
για άλλους γλυκούλης, μα ντιπ χαζούλης
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Imho, κομψευόμενος is equally odd nowadays as beau & dandy (which has entered Greek as δανδής).

Of the slang.gr terms, I would say that φλούφλης, λούλης, λαλάκης and, most of all, φλώρος are almost synonymous, with φλώρος being an evergreen, φλούφλης the most modern and λούλης / λαλάκης on their way out of everyday usage. I had never seen λολοφιόγκος (an obvious development from also synonym τζιτζιφιόγκος) and τσιχλιμπίχλης up to now and I think they may be some of slang.gr's own constructs.
 

daeman

Administrator
Staff member
...(an obvious development from also synonym τζιτζιφιόγκος) ...

Λαϊκή σκωπτική λέξη
Τα λεξικά για τον τζιτζιφιόγκο
Η λαϊκή σκωπτική λέξη τζιτζιφιόγκος ανήκει ετυμολογικά στην κατηγορία των νόθων σύνθετων. Δηλαδή λέξεων, που τα συνθετικά τους μπορούν να χρησιμοποιηθούν και αυτοτελώς σε μια φράση. Προέρχεται από το τζίτζι της αργκό και τον φιόγκο. Το τζίτζι δεν είναι τίποτε άλλο από το τουρκικό cici, που μεταφράζεται ωραίος. Ο Γ. Μπαμπινιώτης στο Λεξικό του δίνει την εξής ερμηνεία στον τζιτζιφιόγκο: «Ανδρας που προσέχει υπερβολικά την εμφάνισή του, με επιτηδευμένο ντύσιμο και παρουσιαστικό». Αναφέρει τα συνώνυμα λιμοκοντόρος, κομψευόμενος. Στο λεξικό Τεγόπουλου - Φυτράκη σημειώνεται άλλο ένα συνώνυμο, δανδής. Το Βικιλεξικό προσθέτει και το φλώρος. Το Βικιλεξικό θεωρεί τη λέξη παρωχημένη. Η ερμηνεία που της δίνει είναι: «Μειωτικός χαρακτηρισμός άνδρα, συνήθως νεαρής ηλικίας, που ντύνεται και συμπεριφέρεται με υπερβολική κομψότητα και παριστάνει τον γόη». Εδώ καταγράφονται και χαρακτηριστικές φράσεις: -Ποιος είναι αυτός ο τζιτζιφιόγκος; -Αδειασέ μας τη γωνιά, ρε τζιτζιφιόγκο! -Κόψε λάσπη, ρε τζιτζιφιόγκο, μη φας μπούφλα!
Θ.Ρ.

But it's not «τζίτζι»; it's τζιτζί, as wiktionary and slang.gr have it.


Γιάννης Βογιατζής: «Σας χαιρέτησα; Μα δε σας χαιρέτησα. Χαίρετε, τι κάνετε; Καλά, ευχαριστώ».


From a time when the name was simply Γιάννης, not a pretentious Ιωάννης.
 

daeman

Administrator
Staff member

Dunno about that one, but it's certainly not like gee-gee:

...
Το ΛΝΕΓ (στο λήμμα γεγές κ. γιεγιές — σωστή μεν η πρώτη ορθογραφία, αλλά ασυνήθιστη) καταθέτει το εντελώς αβάσιμο «Ονοματοποιημένη λ. με εκφραστ. διπλασιασμό (γε-γε-)· πιθ. απόδ. τού αμερ. gee-gee».

Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι οι γιεγιέδες ονομάστηκαν έτσι από το «She loves you, yeah yeah yeah». ...

Or is it?


...Κλασικός τύπος φλούφλη ήταν ο Γκιωνάκης σε νεαρή ηλικία στις ταινίες του '60. ...

Although not at all κομψευόμενος in this one, much unlike* the upper class twit above, here's a lower class twit:

«Τι θέτε; Πορτοκαλάδα θέτε; Από πορτοκάλια;» Ή από τζίτζιφα;


* Or is it?
 
Thanks, both! You ask a simple question & you get one exhaustive answer. Always there's so much to learn, but having a certain gluttony for punishment (what is that phrase in Greek?) I thoroughly enjoy it.

NB does Να παίζει άραγε και [το metrosexual] mean 'perhaps metrosexual will do'?
 

daeman

Administrator
Staff member
... a certain gluttony for punishment (what is that phrase in Greek?)

upper class: μια κάποια απληστία για τιμωρία

lower class: γουστάρω τιμωρία

The latter could also be read as kinky, though, particularly if some mother is involved: «Γουστάρω τιμωρία, μάνα μου!»
:p


...NB does Να παίζει άραγε και [το metrosexual] mean 'perhaps metrosexual will do'?

Dunno, that's why I asked. :-) As for the translation, yes, exactly.
 

SBE

¥
Ι think we got a bit carried away here. I understand κομψευόμενος as a man- usually young- who is vain and tries to be fashionable, so a fop.
All the others are not quite synonyms in my mind, maybe because they are much more derogatory.
 

nickel

Administrator
Staff member
Let me add dandified and dapper to the list of English equivalents.

PS. And in agreement with SBE's comment about the derogatory slant.
 

daeman

Administrator
Staff member
Ι think we got a bit carried away here. I understand κομψευόμενος as a man- usually young- who is vain and tries to be fashionable, so a fop.
All the others are not quite synonyms in my mind, maybe because they are much more derogatory.

You may think so, but I don't think it's the first thread -nor will it be the last, as far as I'm concerned- where we also examine other terms relevant to the main one appearing in the title, particularly when they are mentioned in the initial post. And that's exactly the practice that makes Lexilogia what it is: the holistic approach and the wider view, not to mention the frequent but interesting digressions and the touch of humour.

... There is an entry in slang.gr under the word φλούφλης [=κομψευόμενος]...

φλούφλης
Το μαμόθρεφτο, το βουτυρόπαιδο. Άνθρωπος που μιλάει πολλά και δε λέει τίποτα. Σπαστικιά φωνή. Αδύνατο να βασιστείς επάνω του. Κομψευόμενος.
...
Συγγενή λήμματα: λολοφιόγκος, λούλης, τσιχλιμπίχλης, λαλάκης, φλώρος ...

Otherwise, we'd be just another online dictionary or a machine-like term aggregator.
 
These forums, as I see it, should be places for feather ruffling if feathers need ruffling, but there is gentle or rough ruffling--I like the sound of 'rough ruffling': the onomatopoeia matches the fact. I think now that the current word in fashion for this type of person is ponce. As the Urban Dictionary defines the term:

[The] term originated in the UK and came to prominence in the 1960's, initially to describe a pimp. In Spanish it means "prince" and could have either been referring to the fancy, over-the-top clothing and jewelry popular with pimps, or because he was surrounded by a harem of women, involved in the underworld, but usually not the actual "king" of the area (he had to pay tribute to use the block or neighbourhood).

Now it is generally used to refer to someone (usually a male) who dresses in nicer clothing and acts in a polished fashion...


A great many of the words above are not now in use or, if they are, they have quaint or outdated connotations.
 
Top