Πόρχομαι

In a wedding rite this word appears. Here is the full context:-

Το πάρσιμο του νερού
Κίνησα το δρόμο δρόμο το στενό το μονοπάτι
Βρίσκω μια μηλιά στο δρόμο με τα μήλα φορτωμένη
Και με τ’ άνθη στολισμένη
Εσκυψα να πάρω ένα και η μηλιά αντιλοήθη
Μη μ’ τα παίρνεις, μη μ’ τα μηλομαραγκιάζεις
Τα ‘χει αφέντης μετρημένα κι η κυρά λογαριασμένα.
Λουλουδάκι απ’ το λιβάδι και νερό από το πηγάδι
Ποιόν να στείλω να το φέρει στέλνω τονα, στέλνω τ’άλλο
Στέλνω το χελιδονάκι ∙ που’ ναι γρήγορο πουλάκι (δις)
Πάει και έρχεται ως το βράδυ.
Να ‘ξερε η δική μου μάνα πόρχομαι απ’ το πηγάδι (δις)
Κρυωμένει μαργομένη να ‘βρισκα φωτιά αναμένει
Και την κουλούρα ζυμωμένη.

It also occurs here:-

Τούρκοι τον παραστέκουν και Ρωμιοί τον κλαιν,
κι' απάρθενα κοράσια τον μοιρολογούν.
"Γιάννο μ', δεν είχες μάννα, μάννα κι' αδερφή,
δεν είχες και γυναίκα, για να σ' έκλαιγεν;
-Θαρρώ πως είχα μάννα, μάννα κι' αδερφή,
κ' η δόλια μου η γυναίκα να την πόρχεται,
με δυο μαύρα λιθάρια στηθοδέρνοντας."

If it is an eluded form from έρχομαι, it doesn't seem to make sense in the latter instance.:confused:
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
πόρχεται = που έρχεται

[...]
if my mother knew that I'm coming from the well...
[...]

[...]
and my poor mother, there, she is coming
holding two black stones and beating her breast with them
 
Top