Kazantzakis

altan

Member
Hi,
I need some help for the text at below.

1- σούριξαν. Does it contain any feeling like "angriness" at here?
2- έμπατε σκύλοι αλέστε. You can commit an illegal act whatever you wish, because there is not punishment. ?
3- καλά κι άγια. Very good ?
4- σαν δε βαριέσαι . Never mind, it doesn't matter?

Thanks in advance.

Και τώρα μου 'ριξε μια λοξή ματιά και τα χείλια του σούριξαν:

— Για μπας και μου γίνηκες και του λόγου σου μπολσεβίκος; Μήτε Θεός, μήτε πατρίδα, μήτε τιμή, έμπατε σκύλοι αλέστε; Είπα, καλή η στιγμή να του ξηγήσω τι γίνεται στη Ρουσία και τι κόσμος χτίζεται εκεί πέρα καινούριος. Άρχισα λοιπόν με λόγια απλά να του στορώ πως εκεί πέρα πια δεν υπάρχουν μήτε πλούσιοι μήτε φτωχοί, όλοι δουλεύουν κι όλοι τρώνε, δεν υπάρχουν πια αφεντικά και δούλοι, όλοι αφέντες· καινούρια ανθρωπότητα, ανώτερη ηθική, πιο τίμια τιμή, καινούρια οικογένεια, η Ρουσία πάει μπροστά και δείχνει το δρόμο· κι όλος ο κόσμος θα την ακολουθήσει, να βασιλέψει επιτέλους δικαιοσύνη κι ευτυχία στη γης. Είχα πάρει φόρα, κήρυχνα· κι ο πατέρας με άκουγε, δε μιλούσε, έστριβε ένα τσιγάρο, το χαλνούσε, το ξανάστριβε και δεν έπαιρνε απόφαση να το ανάψει. «Δόξα σοι ο Θεός, συλλογίστηκα, κατάλαβε.» Άξαφνα άπλωσε νευριασμένος το μπράτσο και σώπασα. Κούνησε το κεφάλι:

— Αυτά που λες, καλά κι άγια• μα αν γίνουν;

Πάει να πει: Λέγε, λέγε, σαν δε βαριέσαι λόγια είναι, αρλούμπες, ζημιά δεν κάνουν μα το νου σου, κακομοίρη, μην πας και τα κάμεις πράξη!

.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
1. σούριξαν. Alternate form of σφύριξαν. Yes, it's angry, it's talking with words coming out like whistling.
2. εμπάτε σκύλοι αλέστε - All hell will break out.
3. & 4. as you say it.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
συρίζω:

(I)
και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, -άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α
[σῡριγξ, σύριγγος]
1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω
2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο
(α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού σπηλαίου», Παπαδ. β. «συριζόντων κατά πρύμναν... πηδαλίων», Ευρ.)
3. αποδοκιμάζω κάποιον, λ.χ. ηθοποιό ή ομιλητή, με σφυρίγματα

νεοελλ.
φρ. «συρίττοντες ρόγχοι»
ιατρ. ακροαστικά φαινόμενα τών πνευμόνων που μοιάζουν με σφύριγμα και ακούονται σε οξεία βρογχίτιδα και βρογχικό άσθμα

μσν.-αρχ.
ειδοποιώ κάποιον με σφυρίγματα

αρχ.
εκβάλλω χαρακτηριστικό ήχο σαν να σφυρίζω.
————————
(II)
Α [Σύρος]
1. συμπεριφέρομαι ή σκέπτομαι και μιλώ σαν τους Σύρους
2. βαρβαρίζω.


παρατατικός: σύριζα :p
 
Top