ανασκουμπωμένος

altan

Member
Hi friends,
Should "Ανασκουμπωμένος" be another mean at this case, except " Sleeves rolled up"?

Ανασκουμπωμένος, φορτωμένος τ' άμφιά του και το βαρύ ασημένιο Βαγγέλιο, σκαρφαλώνει μέσα στην άγια νύχτα στα κατσάβραχα, τρέχει ...

Sleeves rolled up, weighted with his vestments and the heavy silver-bound Bible, he clambers over the rocky furze-covered mountains, runs ...
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Hi, Altan

I think it means that he had lifted up his habit (=priest's robes) and he was holding it in his arms, because he doesn't want it to hinder his pace.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
«Κοντεύει να ξημερώσει η μέρα της Λαμπρής. Ο παπα-Καφάτος, μέσα στα βουνά της Κρήτης, τρέχει από χωριό σε χωριό κι ανασταίνει το Χριστό, γρήγορα γρήγορα, γιατί ‘ναι πολλά τα χωριά και δεν έχουν παρά αυτό μονάχα παπά και πρέπει να κάμει Ανάσταση σε όλα πριν ξημερώσει.

Ανασκουμπωμένος, φορτωμένος τ’ άμφιά του και το βαρύ ασημένιο Βαγγέλιο, σκαρφαλώνει μέσα στην άγια νύχτα στα κατσάβραχα, τρέχει αγκομαχώντας, φτάνει σ’ ένα χωριό, ανασταίνει και χιμάει ξεγλωσσισμένος σ’ άλλο χωριό.

Στο τελευταίο χωριουδάκι, σφηνωμένο μέσα στους βράχους, οι χωριανοί μαζεμένοι στην εκκλησούλα άναψαν τα καντήλια, κουβάλησαν από τη ρεματιά δάφνες και μερτιές και στόλισαν τα κονίσματα και την πόρτα· κρατούν σβητά τα κεριά τους και περιμένουν να ‘ρθει ο Μέγας Λόγος ν’ ανάψουν.


Και νά, μέσα στη σιγαλιά ακούστηκε χαλικισμός, σαν άλογο βιαστικό να σκαρφάλωνε την πλαγιά του βουνού και κυλούσαν οι πέτρες.

— Έρχεται! Έρχεται!

Όλοι πετάχτηκαν έξω· ρόδιζε πιά η ανατολή, ο ουρανός γελούσε. Βαριά ανάσα ακούστηκε, τα τσοπανόσκυλα γάβγισαν χαρούμενα· κι ολομεμιάς, πίσω από ένα σγουρό πουρνάρι, ξεστηθωμένος, συνεπαρμένος από τους πολλούς Χριστούς που ‘χε αναστήσει, πετάχτηκε μαύρος, απόκοντος, με ξέπλεκα μαλλιά, ο γερο-παπα-Καφάτος.


Τη στιγμή εκείνη πρόβαινε από το φρύδι του βουνού ο ήλιος· έδωκε ένα σάλτο ο παπάς, βρέθηκε ομπρός στους χωριανούς, άνοιξε τις αγκάλες:

- Xριστός ανέστακας, μωρέ παιδιά! φώναξε.

Η γνώριμη πολυτριμμένη λέξη «ανέστη» του φάνηκε ξαφνικά μικρή, φτενή, μίζερη. Δεν μπορούσε να χωρέσει τη Μεγάλη Αγγελία. Πλάτυνε η λέξη, θέριεψε στα χείλια του παπά. Λύγισαν οι γλωσσικοί νόμοι, ακολουθώντας τη φόρα της ψυχής... Ο γερο-Κρητικός δημιουργώντας την καινούρια λέξη, ένιωθε πώς αληθινά ανάσταινε, σε όλο του το μέγα μπόι, το Χριστό.
»


ανασκουμπώνω, -ομαι : 1. (για την κάτω άκρη ρούχου) ανασηκώνω, μαζεύω: ~ τα μανίκια ως τους αγκώνες. Aνασκούμπωσε το χέρι ως τη μασχάλη και το βούτηξε στο νερό. Mε ανασκουμπωμένο το φουστάνι ως τα γόνατα. || Aνασκουμπώθηκε για να ζυμώσει / να πλύνει / να σφουγγαρίσει, σήκωσε τα μανίκια του. Ο χασάπης ανασκουμπωμένος έκοβε το κρέας.
2. (παθ., μτφ.) ετοιμάζομαι, συνήθ. δραστήρια, για να κάνω κτ.: Aνασκουμπώνομαι για δουλειά / καβγά. Οι πολιτευτές ανασκουμπώθηκαν για τις εκλογές. Mην ανασκουμπώνεσαι να φύγεις· δε θα σε αφήσουμε.

«Σήκω, μεγάλε δοξαρά του νου, σήκω κι ανασκουμπώσου,
βάλε στη γης τα χέρια, ζύμωσε, σκύψε στη γης και φύσα»
~ Kazantzakis, Odyssey, 14.1360

Either way, literal or metaphorical, "sleeves rolled up" perfectly fits this use.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
ανασκουμπώνω, -ομαι : 1. (για την κάτω άκρη ρούχου) ανασηκώνω, μαζεύω: ~ τα μανίκια ως τους αγκώνες. Aνασκούμπωσε το χέρι ως τη μασχάλη και το βούτηξε στο νερό. Mε ανασκουμπωμένο το φουστάνι ως τα γόνατα. || Aνασκουμπώθηκε για να ζυμώσει / να πλύνει / να σφουγγαρίσει, σήκωσε τα μανίκια του. Ο χασάπης ανασκουμπωμένος έκοβε το κρέας.
2. (παθ., μτφ.) ετοιμάζομαι, συνήθ. δραστήρια, για να κάνω κτ.: Aνασκουμπώνομαι για δουλειά / καβγά. Οι πολιτευτές ανασκουμπώθηκαν για τις εκλογές. Mην ανασκουμπώνεσαι να φύγεις· δε θα σε αφήσουμε.


I think it means he was holding the hem of his robes because it helped him run, no?
 

daeman

Administrator
Staff member
I think it means he was holding the hem of his robes because it helped him run, no?

Most probably, if the priest was wearing his robes. However, I can't rule out the metaphorical use judging by the context and by the fact that frequently in those days, priests would not wear their robes all day every day like they do today; since they also had to work in the fields, they just wore everyday clothes, i.e. the βράκα and στιβάλια in Crete. On a night like this, he'd probably wear his robes if he was to hold service in one village, but it would seem appropriate not to wear them when running from village to village and clambering from rock to rock to get there. Who knows? And for that matter, who cares? :-) Surely the point is not what he was wearing but what he did. Btw, that still happens in some villages in Crete today, where one priest is shared among several of them, and that Saturday night service takes place in one village at 10:00, in the next one at 11:00, in the next one at 12:00 (that's usually the village where the priest actually lives), in the next one at 1:00. Been there, seen that, και μια χρονιά έκαμα Ανάσταση τρεις φορές το ίδιο βράδυ, δυο στο βουνό και μια στη θάλασσα.
Χριστός ανέστη, μα κι ο παπάς βαριέστη.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Daeman, I think you're right; I focused on the literal meaning of the word and did not think about it possibly being used as a metaphor.
 
Top