ταγαριασμένος

altan

Member
Hi to all,
Is this word a synonym of "pale skin" which Kazantzakis often use by deriving from Cretan dialect "Ταγάρι", i.e. "oat"?
 

daeman

Administrator
Staff member
...
According to Galatea Alexiou-Kazantzaki in Το νησί των σημαδεμένων: ταγαριασμένος = στεγνός, αποξεραμένος.

«Θα βλέπεις ανθρώπους γδυμνούς, μαυρισμένους, ταγαριασμένους σα μούμιες με κουφαλιασμένα μάτια. Θα 'ναι οι άλειωτοι. Αυτοί που δεν μπορέσανε να τους χωνέψουνε της γης τα σπλάχνα.»



«Τρίχα δεν είχε το πρόσωπό του, σπανός και μαυροκίτρινος, ταγαριασμένος, με βαθιές ζαρωματιές, και τα μάτια του τα μικρά, τα κατάμαυρα, σπίθιζαν.»
~ Ο Χριστός ξανασταυρώνεται

«Η τζαμόπορτα άνοιξε· ένας κοντός, ταγαριασμένος λιμανιώτης μπήκε· ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος, ολολάσπωτος.»
~ Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά

«Τον κοίταζαν τρομαγμένοι και σώπαιναν. Ο εκατόνταρχος, ταγαριασμένος από τους ήλιους της Ανατολής, πήγαινε μπροστά και συντραβούσε μ' ένα σκοινί, δεμένο πίσω στη σέλα του αλόγου του, τον αντάρτη.»
~ Ο τελευταίος πειρασμός


dried up, desiccated
 
Top