metafrasi banner

dopey

Raiden

New member
dopey = adj. - (καθομ.) βλακώδης, χαζούλικος | βλάκας, ανόητος, χαζούλης | ζαβλακωμένος, μισοναρκωμένος | μαστουρωμένος

Glosbe:
The only one being dopey around here is you, because there were Christmas markets long before patio heaters were invented, and I believe Parliament is perfectly within its rights at least to ask how inconsistent we are being on climate change.

(DE) Ο μόνος ανόητος εδώ μέσα είσαι εσύ, γιατί χριστουγεννιάτικες αγορές υπήρχαν πολύ πριν εφευρεθούν οι συσκευές θέρμανσης αιθρίων, και θεωρώ ότι το Κοινοβούλιο έχει αναμφισβήτητα το δικαίωμα τουλάχιστον να ερωτά πόσο ασυνεπείς είμαστε στον τομέα της κλιματικής αλλαγής.
 
Ακόμη, ίσως αξίζει να σκεφτείς το εξής:

...το Κοινοβούλιο βρίσκεται αναμφισβήτητα εντός των αρμοδιοτήτων του, το λιγότερο, όταν ερωτά...
 
Top