metafrasi banner

outlier = αποκλίνουσα, ατυπική ή ακραία περίπτωση | (στατ.) έκτοπο (σημείο), έκτοπη τιμή

nickel

Administrator
Staff member
outlier /ˈaʊtlʌɪə/ noun
  • a person or thing situated away or detached from the main body or system: a western outlier in the Andaman archipelago
  • a person or thing differing from all other members of a particular group or set: an outlier in Faulkner’s body of work | then there are the corporate outliers, people who just don’t fit into the culture of the company
  • Geology a younger rock formation isolated among older rocks: the Jurassic outlier west of Carlisle
  • Statistics a data point on a graph or in a set of results that is very much bigger or smaller than the next nearest data point.
(ODE)

Από τον Απολογισμό Εργασιών Ορολογίας για το έτος 2010 της ΕΛΕΤΟ:
[...] εξετάστηκαν κατάλληλες αποδόσεις για την έννοια “outliers” της στατιστικής που αντιπροσωπεύει τιμές ή σημεία που
«ξεφεύγουν», «ξεμακραίνουν» πολύ (είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω) από ένα δεδομένο σύνολο τιμών (π.χ. στατιστικό δείγμα). Για την έννοια αυτήν «κυκλοφορούν» διάφοροι όροι όπως: ακραίες τιμές / ακραία σημεία, αποκλίνουσες τιμές, έκτοπες τιμές, και (πιο συχνά) έκτροπες τιμές.
Το ΓΕΣΥ υιοθέτησε τελικά την πρόταση:
outliers = έκτοπες τιμές, έκτοπα σημεία ή και απλώς έκτοπα (ουσιαστικό)



Μερικές σημασίες ζητάνε ακόμα την απόδοσή τους.
 
Top