Λαϊκές ονομασίες περί τον ευνουχισμό

MAKIS

New member
Υπάρχει μια αποτρόπαια πράξη που εφαρμόζεται στα αρσενικά ζώα και κάποτε εφαρμοζόταν και στους ανθρώπους: ο ευνουχισμός.
Αυτός γινόταν με διάφορες τρόπους και με την βοήθεια δύο μικρών ξύλων. Σε κτηνιατρικά βιβλία το βρήκα στέκα ή νάρθηκα υπάρχουν και λαϊκές ονομασίες σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Αυτές ψάχνω.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
μουνουχίζω [munuxízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) ευνουχίζω. [μσν. *μουνουχίζω (πρβ. μσν. αμουνούχιστο `όχι ευνουχισμένο΄) < μουνούχ(ος) -ίζω]

μουνούχισμα, μουνουχώ (διαλ.), μουνουχόξυλα

Τα τραγιά επειδή είναι πολύ βαρβάτα και αγκαστρώνουνε συχνά τις γίδες, τα τσοκανίζουνε* και προκαλούνε μουνούχισμα.
http://www.meganisitimes.gr/2011/02/23/αγκλίτσα-και-κουρφούγκι-με-ντόπιο-χιο/

μουνούχι, γιντίτσ': ευνουχισμένο ζώο
http://www.alkisd.com/laografika/index.php


* τσοκανίζω: από το τύκη και το μσν. τυκάνη = εργαλείο λιθοξόου
= Χτυπώ, κρούω, γνωστή και σήμερα η φράση θα σε τσοκανίσω και αποτσοκάνισα (χτύπησα).
http://www.kastoria.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=10759&Itemid=682
 

bernardina

Moderator
Για να καταλάβω: τις λαϊκές ονομασίες του ευνουχισμού ψάχνουμε (κι εγώ μόνο το μουνουχίζω ξέρω) ή του οργάνου (στέκας, νάρθηκα κτό);
Μπρρρρρ, τα γράφω κι ανατριχιάζω.
 

daeman

Administrator
Staff member
[...] Μπρρρρρ, τα γράφω κι ανατριχιάζω.

Φαντάσου να είχες και τα... γένια.
Εδώ ο κόσμος χάνεται κι ο μουνούχος χτενίζεται. :p
 

MAKIS

New member
Το ερώτημα είναι για το όνομα του αυτοσχέδιου αυτού εργαλείου και φυσικά δεν εννοώ την πένσα ευνουχισμού (burdizo;) ή τις πέτρες που λέει και το ανέκδοτο... (υπάρχει βέβαια και η φράση: ώσπου να πέσουν τα αμελέτητα από το κριάρι ψόφησε η αλεπού της πείνας)
 

MAKIS

New member
Το Σαββατοκύριακο ήμουν στο Άστρος, συνάντησα έναν φίλο από τα χωριά του Πάρνωνα, μεγάλο αλογοσούρτη και ιδιοκτήτη αλόγων. Τον ρώτησα πως λένε το εργαλείο ευνουχισμού; Μου απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη ''τσίτα''! Ίσως και από εκεί το ''είμαι στην τσίτα''
 

LostVerse

Member
Το Σαββατοκύριακο ήμουν στο Άστρος, συνάντησα έναν φίλο από τα χωριά του Πάρνωνα, μεγάλο αλογοσούρτη και ιδιοκτήτη αλόγων. Τον ρώτησα πως λένε το εργαλείο ευνουχισμού; Μου απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη ''τσίτα''! Ίσως και από εκεί το ''είμαι στην τσίτα''

στα μέρη μου η πράξη αυτή για τα μουλάρια τουλάχιστον ονομάζεται «στρίψιμο» κι αυτός που κάνει την πράξη αυτή λέγεται «μουλαροστρίφτης». Καθώς το ζωντανό είναι δεμένο κατά την διάρκεια ώστε να μην μπορεί να αντισταθεί και ο ευνουχισμός του να είναι πιο εύκολος, έχει επικρατήσει να χρησιμοποιείται υποτιμητικά ο όρος για κάποιον ο οποίος δεν είναι ικανός να κάνει ούτε καν αυτό ως επάγγελμα.

Σχετικό-άσχετο: υπήρξε κάποια παλιά ασπρόμαυρη ελληνική ταινία όπου πραγματευόταν μεταξύ άλλων κι αυτό το θέμα, με πρωταγωνιστή έναν τέτοιο «μουλαροστρίφτη», δυστυχώς δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε τίτλο ούτε πρωταγωνιστές. Η υπόθεση ήταν κάποια απιστία του σε βάρος της κοπέλας που επρόκειτο να παντρευτεί (?) με αποτέλεσμα αυτή να τον ευνουχίσει με τον ίδιο τρόπο, με μια μεταλλική τσιμπίδα ή κάπως έτσι. Ίσως εκεί να αναφέρεται το όνομα του εργαλείου που ψάχνεις.
 
Last edited by a moderator:

bernardina

Moderator
Προσοχή: ο λίκνος περιέχει και κείμενο που δεν είναι για ευαίσθητα στομάχια εκφυλισμένων αστών (με την έννοια των κατοίκων της πόλης ) κομ μουά.
Το επίμαχο κάτω κάτω.
 

Earion

Moderator
Staff member
Ανθολόγηση από τα λεξικά:

Δημητράκος
τσίτα (η) δημ. τεμάχιον ξύλου, δι’ ου κρατείταί τι τεταμένον· 2) ξυλίνη διχαλωτή κατά το έτερον άκρον ράβδος εν χρ[ήσει] ως υποστήριγμα των σταφυλοφόρων κλάδων των αμπέλων· 3) ξύλινος πήχυς κατά μήκος της ενώσεως των σανίδων της οροφής· 4) επίρραπτος εξ υφάσματος, κεντήματος ή σειρητίου διακοσμητική ταινία ποδογύρου, ά[λλως] φάσα, χρυσολούρι, τρέσσα· 5) η καρφοβελόνη βλ.λ.
τσίτα επίρρ., δημ. τεταμένως, εν εντάσει, τεντωτά: την έκαμε τσίτα την κοιλιά του (την ετσίτωσε, έφαγε πολύ) · 2) αντί του στρυμωχτά βλ.λ. · || ιδ. τσίτα τσίτα μόλις και μετά βίας.


ΛΝΕΓ
τσήτα (η) [δύσχρ. τσητών] 1. ξύλινος πήχυς 2. κομμάτι ξύλου με το οποίο κρατείται κάτι τεντωμένο· ΦΡ. είμαι στην τσήτα σε υπερένταση, έχω τεντωμένα νεύρα. 3. το ξύλινο στήριγμα των κληματίδων του αμπελιού 4. το κόσκινο • 5. η καρφοβελόνα • 6. διακοσμητική λωρίδα που ράβεται στον ποδόγυρο 7. (ως επίρρ.) κολλητά, εφαρμοστά στο σώμα: φορούσε ένα μπλουζάκι ~ και διαγράφονταν όλες οι λεπτομέρειες του σώματος. [ΕΤΥΜ. < σήτα «κόσκινο» (βλ.λ.)].

Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη
τσίτατσιτώνω
τσιτώνω «τεντώνω»
πιθ. < τσίτ(α) «κομμάτι λεπτού ξύλου, πίρος» με παραγ. τέρμα –ώνω) < θ. του τουρκ. çit(mek) «ενώνω, συνδέω –τρίβω (υφάσματα), μαντάρω». Αν ληφθεί υπ’ όψιν η διαλεκτ. σημασία της λ. τσίτα «πίρος, βέργα», τότε το ρ. τσιτώνω θα σήμαινε «τεντώνω ύφασμα πιάνοντας τις άκρες του με πίρους ή βέργες». Έχει υποστηριχθεί επίσης η ετυμολόγηση από το μεσν. σήτα «κόσκινο» (που θα οδηγούσε στις γραφές τσήτα, τσητώνω).


Μιχ. Μιχαηλίδης-Νουάρος. Λεξικόν της καρπαθιακής διαλέκτου. Αθήνα, 1972, s. 388.
τσίττα, η : λεπτόν ξυλάριον μήκους 0,20-0,25 έχον και τα δύο άκρα οξέα, μυτερά, με το οποίον συγκρατούν τα περιστρεφόμενα χείλη των σάκκων, αφού γεμισθούν με δημητριακά. Φρ. «φέρε μια τσίττα να (δ)έσωμε τα-τη σ-σακκούλ-λα» και ρ. τσιττώνω, -μα, -μένος = εξογκώνω.

Κωνσταντίνος Μηνάς. Λεξικό των ιδιωμάτων της Καρπάθου. Κάρπαθος [=Αθήνα]: Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός, 2006, σ. 935-36.
τσίττα, η ‘μεγάλη ξύλινη βελόνα, 20 περίπου εκατοστών, για τη σύναψη του ανοίγματος σάκκας, τσουβαλιού κ.τ.τ.’ Κάμε μιαν τσίτταν, να πιάσεις τα χείλη τητ σάκκας. Μεταφ. ‘πολύ αδύνατος’. ερώστησεκ κ’ επόμεινε τσίττα. Συνών. τσίτα Κρήτ. Κύθν. Θάσ. τσίθα Κάλυμν. Από το τουρκ. çita ‘λεπτό και μακρύ ξύλο’. Κατά τον Πάγκαλο 4.229 από το ρ. τσιτώνω.


Κώστας Λιάπης. Το γλωσσικό ιδίωμα του Πηλίου. Βόλος: Εκδόσεις Ώρες, 1996, σ. 473-74.
τσίτι(ε)ς (οι), 1) οι μικροί σανιδένιοι πήχεις που συνήθως χρησιμοποιούνται για την ακινητοποίηση ενός σπασμένου χεριού ή ποδιού, 2) τα ελατήρια του πυροδοτικού μηχανισμού ενός κυνηγετικού όπλου· «αδυνάτσ΄σανι οι τσίτις κι δε σπάζ’νι τα καψούλια». (Ίσως απ’ το τσιτώνω ή τσητώνω, που σημαίνει τεντώνω, ίσως όμως και απ’ το τούρκ. cita που σημαίνει στενό σανίδι ή το επίσης τούρκ. çit, που σημαίνει εμπόδιο, φράχτης —πρβλ. αντίστοιχα Ανδρ[ιώτη, Ετυμολογικό]. 384, [Μενέλαου Δημητριάδη, Λεξικόν ελληνοτουρκικόν, τουρκοελληνικόν, 2η έκδ., Αθήνα, 1984], 227, και [Εκδόσεων Ροδαμός, Ελληνοτουρκικό λεξικό, Αθήνα, 1994], 798).

Η καρπαθιακή συμμετοχή ενισχυμένη παρατηρώ.
 
Τελείως άσχετο και να με συμπαθάτε, αλλά για να μην βάζω αισχρές λέξεις σε τίτλο νήματος είπα να το συνεχίσω εδώ, αφού η παρούσα συζήτηση υπήρξε και αφορμή για την προβληματισμό μου: η λέξη μουνί προέρχεται από το ευνουχίζω=>μουνουχίζω;
Κοίταξα το Μπαμπινιώτη και λέει αβέβαιου ετύμου, αναφέρει ένα σωρό άλλες εκδοχές εκτός από αυτήν, η οποία εμένα μου φαίνεται πολύ πιο λογική και προφανής): ευνή=συζυγικό κρεβάτι (απευθείας όμως, χωρίς μεσολάβηση του ευνούχου/ευνουχίζω), βινώ=συνουσιάζομαι, βυνώ=γεμίζω, μνους=χνούδι.
Εσείς τι ξέρετε για το θέμα ή/και τι γνώμη έχετε;
 

bernardina

Moderator
Τελείως άσχετο και να με συμπαθάτε, αλλά για να μην βάζω αισχρές λέξεις σε τίτλο νήματος είπα να το συνεχίσω εδώ, αφού η παρούσα συζήτηση υπήρξε και αφορμή για την προβληματισμό μου: η λέξη μουνί προέρχεται από το ευνουχίζω=>μουνουχίζω;
Κοίταξα το Μπαμπινιώτη και λέει αβέβαιου ετύμου, αναφέρει ένα σωρό άλλες εκδοχές εκτός από αυτήν, η οποία εμένα μου φαίνεται πολύ πιο λογική και προφανής): ευνή=συζυγικό κρεβάτι (απευθείας όμως, χωρίς μεσολάβηση του ευνούχου/ευνουχίζω), βινώ=συνουσιάζομαι, βυνώ=γεμίζω, μνους=χνούδι.
Εσείς τι ξέρετε για το θέμα ή/και τι γνώμη έχετε;

η μόνη γνώμη που έχω είναι ότι το μουνί δεν είναι αισχρή λέξη :D
 
Το παρακάτω το βάζω σε σπόιλερ όχι επειδή είναι αισχρό - που δεν είναι - αλλά επειδή αναφέρει παρετυμολογίες, μη μας βλέπει και ο κόσμος και γινόμεθα ρεζίλι.

Κοίτα να δεις τώρα σύμπτωση, με πήρε μια φίλη για άσχετο λόγο (είχα μήνες να τη δω και θα βγούμε για καφέ το απόγευμα) και έτσι στην ψύχρα χωρίς καμία αφορμή μου λέει "Το ξέρεις ότι η λέξη μουνί βγαίνει από τη ρίζα μήνις, όπως και το moon; Έχει να κάνει με τα έμμηνα." Τώρα αν όντως ισχύει αυτό είναι τελείως άλλο καπέλο, πάντως αυτήν την εκδοχή πρώτη μου φορά την άκουσα.
 

MAKIS

New member
Μπράβο στη bernardina πολύ καλό το κείμενο του λίκνου, αναφέρεται μέσα και αυτό που αναζητώ τα μουνουχόξυλα. Πράγματι το κείμενο δεν είναι για όλα τα στομάχια και υποθέτω και τα μεζεδάκια...
 

daeman

Administrator
Staff member
Προσοχή: ο λίκνος περιέχει και κείμενο που δεν είναι για ευαίσθητα στομάχια εκφυλισμένων αστών (με την έννοια των κατοίκων της πόλης ) κομ μουά.
Το επίμαχο κάτω κάτω.

Σύνδεσμος Λασιθιωτών Ηρακλείου said:
στην οποία χρησιμοποιούσε το ξυράφι και τα περίφημα μουνουχόξυλα, με το οποίο φοβέριζαν συχνά τα άταχτα αρσενικά μικρά αγροτόπαιδα.


...
μουνούχισμα, μουνουχώ (διαλ.), μουνουχόξυλα
...

Από εκείνη τη φοβέρα τα θυμάμαι. :scared:
 

MAKIS

New member
Εδώ μπαίνει και η ιδιότητά μου ως κτηνίατρος, με το συμπάθιο, έστω τέως. Ευνουχίζουμε συνήθως τον γάιδαρο και τον επιβήτορα ίππο. Το μουλάρι που είναι ένα πραγματικό υβρίδιο και προϊόν διασταύρωσης επιβήτορα με γαϊδούρα ή γαϊδάρου με φοράδα είναι στείρο, μούλικο, δεν έχει γεννητικά όργανα, δεν αναπαράγεται. Ίσως για τον λόγο αυτό η υποτιμητική χρήση του όρου για κάποιον που δεν μπορεί να ευνουχίσει ούτε το μουλάρι! (Τώρα να μην ανοίξουμε το θέμα για το μαχαίρι που δεν κόβει ούτε τα α.. του Καράμπελα)

Πολύ ενδιαφέρουσα η ελληνική ταινία, θα με ενδιέφερε να την εντοπίσω και να την δω, οποιαδήποτε βοήθεια είναι καλοδεχούμενη.
 

Pericles

New member
Γιά δείτε τι λέει μια κυρία εδώ.

Από μια πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή άρθρων. Αν ανοίξετε το λινκ και μετά σβήσετε το τέλος της ηλ. δ/νσης, κρατώντας μόνο από την αρχή μέχρι το greek (ή πιο απλά: αν πάτε εδώ), εμφανίζεται ο κατάλογος όλης της συλλογής.
Βέβαια είναι κατάλογος σκέτων λινκ, όχι τίτλων, οπότε η εξερεύνηση της συλλογής εμπεριέχει έντονο το στοιχείο της έκπληξης και ελάχιστα (καθόλου δηλαδή) εκείνο της στοχευμένης αναζήτησης.
 

MelidonisM

New member
+
ρασούλειο θεώρημα για το αρχαίο Ιερό επιφώνημα ΜΝ από το οποίο βγαίνει ο Μίνως, ο Μηνάς, ο Μανού, η Μάνα, ο μήνας, η μνήμη, η Μίνα, το μουνί, το αμήν, το αμάν

μερικά οθωμανικά, λαϊκά παρωχημένα
Χαντούμης, ο κοψαρχίδης στα βορειοελλαδίτικα
Μπουρμάς:
η συνήθεια ευνουχισμού των ζώων συντείνει στην εξημέρωσή τους και στήν πάχυνσή τους. Υπάρχουν πολλοί τρόποι ευνουχισμού (έκθλιψη, συστροφή, εκτομή). Ο δια συστροφής ευνουχισμένος χοίρος λέγεται μπουρμάς (απο το Τουρκ. burmak συστρεφω και επομένως ευνουχίζω δια συστροφής) απ' όπου και η Κρητική παροιμία «κατέχει ο μπουρμάς ιντα ειν' ο χουρμάς;» ανάλογη προς την κοινή «τι ξέρει ο γάιδαρος απο σφουγγάτο» http://www.stougiannidis.gr/hypoglossal/25.htm
Μπουρμάδες και οι εξωμότες χριστιανοί, όπως οι Τουρκοκρητικοί.
 
Ευνουχίζουμε συνήθως τον γάιδαρο και τον επιβήτορα ίππο.
Μα, επιβήτορας δεν είναι αυτός που χρησιμοποιείται για αναπαραγωγή; Εκτός κι αν κάτι δεν ξέρω ή κάτι δεν κατάλαβα.
 
Top