προσαγωγή, προσαχθέντες

nickel

Administrator
Staff member
Σύμφωνα με τα λεξικά, προσαγωγή είναι το να οδηγείται κάποιος ενώπιον δικαστηρίου ή ανακριτή. Βίαιη είναι η «προσαγωγή μάρτυρα στο δικαστήριο διά της βίας (εφόσον κλήθηκε νόμιμα και δεν παρουσιάστηκε)» (ΛΚΝ).

Στο ρήμα προσάγω (παρατατ. προσήγα, αόρ. προσήγαγα, παθ. αόρ. προσάχθηκα και στο 3ο πρόσ. συνήθως τα λόγια προσήχθη / προσήχθησαν) διαβάζω το παράδειγμα:
Οι συλληφθέντες προσήχθησαν στον εισαγγελέα. (ΛΚΝ)

Απορίες:
Ποιοι είναι οι καλοί αγγλικοί όροι για την προσαγωγή και τη βίαιη προσαγωγή;
Bringing (someone, e.g. an arrestee) before a judge είναι μια λύση.
Κάτι για forcible production (of a witness) που θέλει ένα λεξικό δεν ξέρω αν μου κάνει (θα ψάξω αν δεν είστε πιο γρήγοροι).
Πώς θα πούμε οι προσαχθέντες; The arrestees; The arrested individuals / persons / men / women; Ή είναι πολύ γενικά; Ποια είναι η απόδοση της ειδικότερης σημασίας;

Κωμικό:
Δικογραφία σε βάρος του Χρ. Παππά για την απελευθέρωση προσαχθέντα για το «Corpus Christi»
Αυτός είναι ο τίτλος της είδησης. Στο in.gr και πολλές άλλες ιστοσελίδες. Στον κορμό της είδησης διαβάζω:
Δικογραφία σχηματίστηκε σε βάρος του βουλευτή της Χρυσής Αυγής, Χρήστου Παππά, ο οποίος την Πέμπτη μετά τα επεισόδια που σημειώθηκαν έξω από το θέατρο «Χυτήριο», επενέβη την ώρα που αστυνομικές δυνάμεις οδηγούσαν στην κλούβα έναν από τους συγκεντρωμένους και τον απομάκρυνε προκειμένου να μην προσαχθεί.

Πόσο λάστιχο μπορεί να γίνει αυτή η σημασία;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
To arraignment πρέπει να είναι σχετικά κοντά με τη δική μας προσαγωγή, από ό,τι διαβάζω στη γουίκη.
 

nickel

Administrator
Staff member
«Παραπομπή» λέει γι' αυτό το λεξικό. «Απαγγελία κατηγορητηρίου».
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Νομίζω ότι δεν υπάρχει η προσαγωγή για έλεγχο στοιχείων που έχουμε εμείς. Τουλάχιστον από όσο καταλαβαίνω εδώ για το ΗΒ. Αν σε πάρουν μέσα, είναι arrest.
 
Top