metafrasi banner

rake in

GeorgeA

Member
Γεια σας.

Πώς θα μεταφράζατε "rake in" στις παρακάτω περιπτώσεις;

Σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιείται με μάλλον αρνητική διάθεση και με τον ορισμό που παραθέτω από το Collins Cobuild, όπως στα παραδείγματα που παραθέτω στο (Α), και σε μερικές περιπτώσεις υποδηλώνει απλώς ότι υπήρξε πολύ μεγάλο κέρδος όπως στον ορισμό του Merriam Webster's και όπως στα παραδείγματα στο (Β).

Οι πρώτες μου σκέψεις ήταν "τσεπώνουν" για το (Α) και απλά "κερδίζουν" για το (Β). Αλλά και το τσεπώνω ίσως είναι τραβηγμένο για ένα συντηρητικό κείμενο. [?]

Τα παραδείγματα:

A.
Camille Grammer to Rake in $30 Million from Divorce.

While it's prudent to be aware that influenza viruses can be transmitted between animals and humans and a pandemic could occur, what we've repeatedly seen is that this slim possibility is massively over-sold, allowing drug companies to rake in billions of dollars for inadequately tested vaccines and other dangerous and/or ineffective anti-viral drugs.

B.
"Total Recall" became a huge hit, raking in $260 million at worldwide box offices.

High-yield "junk" bond funds raked in $990.2 million, down from $1.67 billion the previous week, as decreased appetite for bonds overall weighed on gains.

Οι ορισμοί:

Collins Cobuild
rake in If you say that someone is raking in money, you mean that they are making a lot of money very easily, more easily than you think they should. (INFORMAL) The privatisation allowed companies to rake in huge profits. PHRASAL VERB: V P n (not pron), also V n P
Collins


Merriam Webster's
Rake: 5 : to gain (wealth or possessions) rapidly or in abundance usually used with in *had raked the cash in night after night for years at a small strategically placed stand*
Merriam Webster's

Rake in: to earn large sums of money.
Vocabulary.com
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Σκέφτομαι και το απομυζώ, ίσως για το παράδειγμα με τις φαρμακευτικές.

Το λόγιο του τσεπώνω είναι ενθυλακώνω, που κάνει ωραία μούρη... :)
 

GeorgeA

Member
Ευχαριστώ Δόκτορα.

Κοίταζα τώρα μόλις τον ορισμό της λέξης τσεπώνω (που ήταν η πρώτη μου σκέψη) και το ενθυλακώνω. Και τα δύο περιέχουν το στοιχείο του παράνομου. Το τσεπώνω έχει κι έναν ορισμό (τον 2ο) που δεν αφορά παρανομία. Αλλά εδώ μιλάμε για κάτι που επιφανειακά δεν είναι παράνομο (όπως η κυρία που θα "τσεπώσει" ή που θα "μαζέψει" τα 30 εκατ. δολάρια απ' το διαζύγιο. Ή, δυστυχώς, ακόμα και οι φαρμακευτικές, μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους για τη συγκεκριμένη παραβίαση σε δίκη).

Άρα, ψάχνω για κάτι "βαρύτερο" από το 'κερδίζω' και "ελαφρύτερο" από τα 'ενθυλακώνω', 'απομυζώ' κ.λπ.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Βγάζω λεφτά με το τσουβάλι, με τη σέσουλα (για να μείνουμε κοντά στην τσουγκράνα), παρά με ουρά, παντελονιάζω (ωστόσο έχει κι αυτό συχνά μια εσάνς παρατυπίας· αρπαχτής, αν όχι παρανομίας· χμμμ, νοηματικά, ταμάμ στο παράδειγμα με τα φάρμακα), θησαυρίζω (μόνο που δεν μου πάει με ποσόν μαζί, μόνο με συντακτική ντρίμπλα: «να θησαυρίσουν συγκεντρώνοντας δισεκατομμύρια»), αποφέρω (αλλά κι αυτό μου φαίνεται λίγο αδύναμο για το rake in και παρόλο που ταιριάζει με ποσό, θέλει και μια τσαχπινιά στη σύνταξη: «το διαζύγιο θα της αποφέρει...»), όμως νομίζω πως το rake in είναι εξ ορισμού informal, οπότε δεν θα περιφρονούσα το «τσεπώνω».
Είναι και κάτι άλλο που με τριβελίζει, αλλά επειδή δεν μου έχει συμβεί ποτέ, δεν ξέρω και πολλούς τρόπους να το λέω.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Άρα, ψάχνω για κάτι "βαρύτερο" από το 'κερδίζω' και "ελαφρύτερο" από τα 'ενθυλακώνω', 'απομυζώ' κ.λπ.

Άλλες ιδέες:

Καθαρίζω: Πόσα καθαρίζεις τον χρόνο; Τους καθάρισε τη μπάνκα. Το έχει και στο ΛΚΝ: 2β. (οικ.) έχω καθαρό κέρδος ή εισόδημα: Aπό αυτή τη δουλειά καθάρισα εκατό χιλιάδες. Kάθε μήνα καθαρίζω διακόσιες χιλιάδες.

(Οι)κονομ(ά)ω

Αποκομίζω (ο 2ος ορισμός).

Πάντως, rake in (ιδίως σε κάποιες χρήσεις) και συντηρητικός λόγος είναι λίγο ασύμβατα, όχι;
 

GeorgeA

Member
Ευχαριστώ πολύ.

Ωραία λύση το "θησαυρίζουν συγκεντρώνοντας τόσα δισεκατομμύρια". Αυτή σου η ιδέα μου έφερε στο μυαλό και το "καρπώνομαι".

καρπώνομαι [karpónome] Ρ1β : εκμεταλλεύομαι το κέρδος, απολαμβάνω την ωφέλεια από κτ.: Εμείς δουλέψαμε τόσα χρόνια και τώρα άλλοι καρπώνονται τους κόπους μας. Aυτός καρπώθηκε το μεγαλύτερο μερίδιο. Aπό αυτή τη διεθνή σύμβαση η χώρα μας θα καρπωθεί πολλά οφέλη.
[λόγ. < αρχ. καρπ(οῦμαι) -ώνομαι]

Έχεις δίκιο όμως για το "τσεπώνω". Δεν θα ήταν λάθος. Είναι όμως θέμα ύφους στη συγκεκριμένη ομιλία. Δεν προσπαθώ να είμαι συντηρητικός αλλά με βάση το ορισμό της λέξης δεν θέλω να προσθέσω πάρα πολύ αρνητικό στοιχείο μιας και εξ' ορισμού η φράση δεν είναι πάντα αρνητική.
Γι' αυτό τείνω προς το "θησαυρίζουν συγκεντρώνοντας ..." ή το "καρπώνονται".... Και τώρα που βλέπω και του Δόκτορα το "καθαρίζουν" με βάζει κι αυτό σε σκέψεις.

Δόκτορα, μόλις είδα την πρότασή σου. Δεν προσπαθώ να το κάνω συντηρητικό αλλά όπως βλέπεις σε μερικά λεξικά δεν έχει αρνητική η έννοια της φράσης. Ίσως να το εκτιμώ λάθος και να χρειάζεται κάτι τέτοιο.

Στο παράδειγμα με τις φαρμακευτικές εταιρείες:
"…allowing drug companies to rake in billions of dollars for inadequately tested vaccines and other dangerous and/or ineffective anti-viral drugs."
ποιο θα χρησιμοποιούσατε εσείς;

1) τσεπώνουν
2) θησαυρίζουν συγκεντρώνοντας
3) καρπώνονται
4) καθαρίζουν
 
Στο παράδειγμα με τις φαρμακευτικές εταιρείες:
"…allowing drug companies to rake in billions of dollars for inadequately tested vaccines and other dangerous and/or ineffective anti-viral drugs."
ποιο θα χρησιμοποιούσατε εσείς;
1) τσεπώνουν
2) θησαυρίζουν συγκεντρώνοντας
3) καρπώνονται
4) καθαρίζουν
Το (5): ενθυλακώνουν. Κι αν δεν το θέλεις με τίποτα, θα σκεφτόμουνα και το "καταβροχθίζουν".
Για το διαζύγιο θα χρησιμοποιούσα μάλλον το "εισπράττω" (ή πιο γλαφυρά: "θα εισπράξει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ..."), που στην τρέχουσα χρήση συχνά σημαίνει την αποκόμιση ενός χρηματικού οφέλους έναντι του οποίου δεν προσφέρεις σχεδόν τίποτα ("κάθομαι και εισπράττω").
Πάντως, Γιώργο, το ένα σου βρομάει και το άλλο σου μυρίζει. Αν ήσουνα υποψήφια νύφη θα κινδύνευες να μείνεις στο ράφι.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Όχι για τη συγκεκριμένη χρήση, αλλά με την ευκαιρία: κάνω μπάζα — το οποίο παίρνει επιτατικούς προσδιορισμούς (κάνω γερή μπάζα) και δίνει αργκοτικό ρήμα «μπαζώνω» (που διαφέρει από το γενικού λεξιλογίου μπαζώνω "ρίχνω μπάζα", από το κοιλιοδουλικό μπαζώνω "σαβουρώνω" κι από το γενετήσιο καμπουρομπαζόσαυρος) το οποίο διακρίνεται από το γεγονός πως βρίσκεται σε συμφράσεις με διάφορα μύρια.

Και στα καθ' ημάς: http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?699-παντελονάτος-(επίθ-)-παντελονάτα-(επίρ-) :)
 
Top