metafrasi banner

wanderlust

hitoritana

New member
Να ρωτήσω κι εγώ κάτι σχετικοάσχετο; Πως θα αποδίδατε το wanderlust στα ελληνικά με μία λέξη;
Oρισμός από το merriam-webster: strong longing for or impulse toward wandering, από το γερμανικό wandern + Lust

παράδειγμα:
Sapiens have succeeded to this point by being cunning and having a strong wanderlust gene.
 

nickel

Administrator
Staff member
Με εκπλήσσει που δεν το έχουμε συζητήσει ακόμα.

Θέλω κι εγώ να ακούσω προτάσεις, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να αναφέρουμε και το σπάνιο ταξιδομανία.
Το έχει και ο Ξυδάκης εδώ:

Μήπως καταναλώνουμε ταξίδια και τόπους, όπως ακριβώς καταναλώνουμε ταινίες, τηλεπικοινωνίες, coffee table βιβλία; Ή μήπως αυτή η διάχυτη ταξιδομανία αφορά πραγματικά μια ορισμένη ελίτ και διαχέεται ως must επιθυμία, ως κοσμοπολιτισμός εξ αντανακλάσεως, και σε ευρύτερα στρώματα, τα οποία δεν έχουν καν την υλική δυνατότητα να ταξιδέψουν «κάπου»;
 

nickel

Administrator
Staff member
Στα λεξικά βλέπουμε διάφορα μανία / πάθος / έντονη διάθεση για ταξίδια / περιπλανήσεις, αλλά δεν είδα πουθενά μια φράση που μου αρέσει: ταξιδιάρικη διάθεση.
 
H διάθεση όμως δεν είναι το mood; Με άλλα λόγια δεν είναι αρκετά πιο ελαφρύ από το lust;

Λαχτάρα για ταξίδια, για περιπλάνηση, βάζω στο τραπέζι.

Θα μπορούσε να είναι και ταξιδοσυλλέκτες, όπως ήδη ξέρω ένα ζευγάρι που έχουν βαλθεί να γυρίσουν τον κόσμο μετά μανίας.
 

nickel

Administrator
Staff member
Δες παραδείγματα με «felt the wanderlust» και θα δεις ότι πάει αρκετά το «ταξιδιάρικη διάθεση» επειδή είναι τόσο εκφραστικό το επίθετο. Αλλά δεκτή κάθε παραλλαγή του ουσιαστικού.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ήμουν βέβαιος ότι κάτι είχα γράψει στο γερμανικό, αλλά τελικά ήθελα να έχω γράψει, ετοίμαζα να γράψω, και ποτέ δεν το έγραψα...

Ένα αξιοσημείωτο είναι πως στα γερμανικά η λέξη δεν έχει το περιεχόμενο της ορμής, του impulse, αλλά είναι η απλή και σκέτη χαρά της εκδρομής, του περίπατου στο δάσος κλπ κλπ.

Δείτε ότι το αγγλικό wanderlust αποδίδεται κυρίως με το γερμανικό Reiselust.

Ψευδόφιλα είναι τα to wander και wandern (βίκη), ενώ το γερμανικό Lust είναι (εδώ τουλάχιστον) μισοψευδόφιλο με το αγγλικό lust. Σύμφωνα με τα λεξικά μου:

EN>EL: lust = ουσ. λαγνεία, ένοχος πόθος, σαρκική επιθυμία || (μεταφ.) πόθος || ρμ. lust for, lust after ποθώ, ορέγομαι, λιμπίζομαι || επιθυμώ σαρκικά
DE>EL: Lust (εδώ -μόνο η 2η σημασία σαν του αγγλικού)

Για την απόδοση στα δικά μας, δεν είναι περίεργο που ένας εμπορικός λαός δεν διαθέτει κάτι ανάλογο; Προφανώς δεν ήταν ποτέ στην κουλτούρα μας το ταξίδι για το ταξίδι. Για ανακάλυψη, για εμπόριο, για πόλεμο ίσως, ναι. Αλλά σαν αυτοσκοπός;
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλά τα λες. Προσθέτω: το μικρόβιο των ταξιδιών.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Προειδοποίηση:

Ακολουθεί σκληροπυρηνικό γερμανικό έντεχνο-παραδοσιακό εκδρομικό τραγούδι του 19ου αιώνα, που το τραγουδάνε πια τα παιδάκια πηγαίνοντας εκδρομή. Εδώ το τραγουδάει η Νένα (αυτή με τα 99 μπαλόνια): Das Wandern ist des Müllers Lust (Η εκδρομή είναι η χαρά του μυλωνά):


(Ε, ναι, κι εγώ θυμάμαι ακόμα κάποιους στίχους απέξω...) :laugh:
 

MelidonisM

New member
βάντερλουστ, ταξιδονή, έχει τον οίστρο του Οδυσσέα, του Πυθέα, του Κολόμβου, του Καζαντζάκη κ.α. νιώθει τη χαρά της οδύσσειας, είναι οδυσσεϊστής, περιπλανόβιος, ο οδυσσεϊσμός του μας έκανε εντύπωση.

Υ.Γ.
Το γενικό ταξιδομανία μου θύμισε το ψυχο-ειδικό δρομομανία (travelling fugue) = νευρωτική εμμονή να ταξιδεύει κανείς άσκοπα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Μου άρεσε στην αρχή ο «οίστρος του Οδυσσέα», αλλά μετά από τις πολλές Οδύσσειες σκέφτηκα ότι για κατάρα του Ποσειδώνα και για ταλαιπωρία πρόκειται, όχι για τη χαρά του ταξιδιού. Εκτός αν πάρουμε τη μεταμοντέρνα ερμηνεία (μου) ότι πήγαινε με τη μια και με την άλλη επιδιώκοντας να αναβάλει την τελική στιγμή του νόστου.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Στα γερμανικά, απέδωσαν το αγγλικό wanderlust με το Fernweh (fern = μακριά, Weh = πόνος), σε αντίθεση και με το Heimweh = νοσταλγία (Heim = σπίτι, πατρίδα). Οι Γερμανοί χρησιμοποιούν το fern ως υποκατάστατο του tele: Telefon > Fernsprecher, Television > Fernsehen κ.λπ. Δυστυχώς, η *τηλαλγία δεν μας κάνει — και όχι μόνο επειδή θυμίζει κοιλιακούς πόνους μετά από υπερβολική κατανάλωση τίλιου.

Σε σλανγκ [=εδώ είναι επιθετικός προσδιορισμός, οκ;] ρέτζιστερ ίσως θα αποτολμούσα μια λεξιπλασία του στιλ τσαρκόγουστα ή γυρόγουστα (τσάρκες, γύρους + γούστο), αλλά... :)

Edit: (έμπνευση από τη μελιδώνεια παρέμβαση): Να λεξιπλάθαμε έναν ταξιδοίστρο;
 
ο πόθος του ταξιδευτή
το κάλεσμα του ταξιδιού

@dr: Τι μού θύμισες τώρα... Έξι χρονών ξανάγινα.
 

MelidonisM

New member
Σώτη Τριανταφύλλου: κάποιος κριτικός ανέφερε ότι πάσχω από βάντερλουστ, λαγνεία της περιπλάνησης 2:30
 
Top