metafrasi banner

songbird pie

There is a Greek word for the above but I have completely forgotten it. It may not consist only of songbirds but of other small 'garden' birds. It is, I understand, Cypriot delicacy. In British culture today, most people would regard such birds as backyard wildlife and taboo as food and perceive shooting them as wanton and unnecessary destruction of creatures who add so much to the richness of the environment i.e. as fascinating creatures to observe and not to shoot for food.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
There is a book called "Αηδονόπιτα", but I've never heard of the dish. Let's wait for more opinions :)
 

SBE

¥
In Cyprus, before it became illegal to trap birds, they used to pickle blackcaps, αμπελοπούλια. But they were not cooked in a pie.
 

nickel

Administrator
Staff member
Πρέπει να αποκρυπτογραφήσουμε και τον Πρεβελάκη:

Βρήκα μες στο καλαθάκι μου κάτι κριθοκούλουρα, ένα ρονί με λάδι κι ένα χωνάκι ζάχαρη. Η θεία έσκυψε στο τρεχούμενο νερό, μούσκεψε τα κουλούρια και τ’ άπλωσε σ’ ένα ξύλινο πινάκι. Τα πότισε με λάδι και τα ζαχάρωσε:
— Τώρα θα δεις γλύκισμα! Αηδονόπιττα!

http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/Prevelakis-Hlios.htm
 
Στην Κρήτη κάποτε έφτιαχναν και σφουγκάτο από σπουργίτια. Επίσης και από πιτσούνια έφτιαχναν κάτι αλλά δεν θυμάμαι πια τι ήταν.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Μια που αναφέρθηκαν τα σπουργίτια, να πω με την ευκαιρία ότι στα σερραίικα λέγονται «τσιντσόνια»! :)
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Τρικαλιστί τσόνια. Αντιγράφω από το slang.gr.
Tο 5 (και μάλιστα με ρίμα: «Τρία π'λάκια κι ένα τσόνι κυνηγούσαν τον Αντώνη») και τις δύο φράσεις του 6 τα ακούω συχνά πυκνά εδώ).
...
Προέρχεται απ’ το βλάχικο čiona που σημαίνει σπουργίτι. (άσχετο: στ’ Αρβανίτικα τσόνι= βρίσκω -παθητική φωνή, τσόνεμ= βρίσκομαι)

1. Είναι το στρουθιόμορφο πουλί σπίνος -σπίζα η άγαμος- (επίσης πίπιζα και τσουνάς). Ακριβώς επειδή είναι στρουθιόμορφο και λόγω ετυμολογίας, πολλές φορές σημαίνει και το σπουργίτι και γενικότερα ένα οποιοδήποτε πουλάκι. Καθότι μικρό, χαϊδευτικά «τσόνι μου»: μικρό μου / πουλάκι μου / παιδάκι μου.

Σημαίνει:
2. Τον έξυπνο και συνετό άνθρωπο, που αποφεύγει τις παγίδες και ξέρει να επιβιώνει.
Ειρωνικά, το ντεμέκ τζένιο που σ’ ό,τι μπλέκεται «τα χέζει» / «τα γαμάει τη μάνα» (βλ & 6).

3. Σε κυνηγετικά σινάφια: μικρό θήραμα χωρίς αξία, που δεν γεμίζει το μάτι, ένα τίποτα.

4. Η τσουτσούνα (της παιδικής slang) οπότε και το πέος.

5. Στην Λαρισαίϊκη έκφραση – γείωση «Τρία π’λιά (πουλιά) κι ένα τσόν'» σημαίνει ό,τι και τα: «Άσχετο», «άλλ’ αντί άλλων», «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα », «Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω» στην καλύτερη εκδοχή -και στη χειρότερη: «μιλούνε όλοι, μιλούν κι οι κώλοι» για κάποιον που πετάγεται σαν πούτσα / πορδή εκεί που δεν τον σπέρνουν.

6. Στην έκφραση: «Μυαλό από τσόνι» σημαίνει ό,τι και το «μυαλό κουκούτσι» κι αναφέρεται σε βλάκες, ουγκ, στόκους δηλώνοντας κάτι που δεν υπάρχει και μοιάζει πολύ με το «Μαλλιά από τσόνια, και γάλα από χελώνες» (βλ σχόλιο του krepsinis στον έτερο ορισμό)

7. Σε πιο slang χρήσεις μπορεί να σημαίνει (συνήθως υποτιμητικά):
α) τον σφίχτερμαν / μπρατσαρά (απ’ το μπρατσόνι),
β) τον μπάτσο (απ’ το μπατσόνι) των ΜΑΤ.
 
Top