metafrasi banner

bona fide occupational qualification

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Employment practices that would constitute discrimination as to certain individuals of a particular religion, gender, national origin, or age range (but not race or color) when the otherwise illegal discrimination is a bona fide qualification that is reasonably necessary for the normal performance of the duties of that particular occupation. For example, a designer of women's clothes by necessity is permitted to hire only female models to show off new designs. Such practices are not illegal under federal law. In addition, religious organizations and schools are allowed to hire only members of that religion even if religion is not a bona fide occupational qualification for that position (such as the requirement that all teachers in a parochial school be Catholic, even though they teach subjects that do not require Catholic background). Abbr. BFOQ.​
http://law.yourdictionary.com/bona-fide-occupational-qualification

Βρήκα το προφανές, δηλαδή Επαγγελµατικά προσóντα «καλή τη πίστει». Ωστόσο, η απόδοση αυτή: α) δεν σημαίνει απολύτως τίποτα για τους Έλληνες νομικούς, β) δεν αποδίδει σε καμία περίπτωση τον όρο του πρωτοτύπου.

Ουσιαστικά, αυτό που μας λέει ο όρος του πρωτοτύπου είναι ότι ο εργοδότης δικαιούται να χρησιμοποιήσει υποκειμενικά κριτήρια πρόσληψης προσωπικού, τα οποία σε κάθε άλλη περίπτωση θα ήταν παράνομα και θα σήκωναν αγωγή. Π.χ., ένας οργανισμός Ιησουιτών που πουλάει θρησκευτικά βιβλία μπορεί να απαιτήσει ο υπάλληλος του βιβλιοπωλείου να είναι Ιησουίτης, καθώς η θρησκεία είναι προσόν απαραίτητο ώστε να κάνει τη δουλειά του. Το ίδιο κριτήριο θα μπορούσε να προσβληθεί αν ο υποψήφιος εργαζόμενος ήταν υπάλληλος καθαριότητας (η κοινή θρησκεία δεν είναι απαραίτητο κριτήριο για να τον καθαρισμό τζαμιών).

Το συγκεκριμένο υπάρχει σε Καναδά και ΗΠΑ.
Σκέφτομαι «νομίμως υποκειμενικό κριτήριο απασχόλησης», τι λέτε;

Edit: ίσως και «εκ του νόμου επιτρεπόμενα υποκειμενικά προσόντα απασχόλησης»; Μίλησα πάντως με εξειδικευμένη εργατολόγο και μου είπε ότι δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στο ελληνικό δίκαιο, όπως υποψιαζόμουν, δηλαδή.
 

nickel

Administrator
Staff member
Εγώ σκεφτόμουν, για να το καταλάβω, κάτι σαν «αποδεκτή εξαίρεση των αρχών της ίσης μεταχείρισης ως προς τα επαγγελματικά προσόντα».
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Νομίζω ότι πρέπει να αποφύγεις τα νόμιμα, εκ του νόμου κλπ, εφόσον δεν προβλέπονται ρητά από κάποιον νόμο. Επίσης, κτγμ δεν πρόκειται για υποκειμενικά αλλά για εξιδεικευμένα κριτήρια. «Καλή τη πίστει» εξειδικευμένα επαγγελματικά προσόντα μου φαίνεται ίσως πιο κοντά στο πρωτότυπο νόημα.
 

nickel

Administrator
Staff member
«Καλή τη πίστει» εξειδικευμένα επαγγελματικά προσόντα
Ναι, αλλά, αν το έβλεπες αυτό χωρίς το αγγλικό, χωρίς άλλη εξήγηση, θα καταλάβαινες για τι πράγμα μιλάμε; (Όχι βέβαια ότι θα καταλάβαινα το αγγλικό του τίτλου χωρίς την εξήγηση, αλλά οι Αγγλοσάξονες έχουν τη νομική ιστορία του όρου, εμείς δεν την έχουμε.)
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Νομίζω ότι πρέπει να αποφύγεις τα νόμιμα, εκ του νόμου κλπ, εφόσον δεν προβλέπονται ρητά από κάποιον νόμο. Επίσης, κτγμ δεν πρόκειται για υποκειμενικά αλλά για εξιδεικευμένα κριτήρια. «Καλή τη πίστει» εξειδικευμένα επαγγελματικά προσόντα μου φαίνεται ίσως πιο κοντά στο πρωτότυπο νόημα.
Προβλέπονται από κάποιο νόμο, απλώς προβλέπονται σε ΗΠΑ και Καναδά. Το θέμα είναι ότι αν βάλεις στη σύμβαση κάποιου ότι εγώ καλή τη πίστει θεωρώ ότι πρέπει να είσαι δωδεκαθεϊστής για να σε προσλάβω, ο άλλος μπορεί να καταλάβει εντάξει, καλή τη πίστει, δε σημαίνει ότι θα με ελέγξει κιόλας. Γι' αυτό θεωρώ λάθος την οποιαδήποτε χρήση του καλή τη πίστει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Θα καταλάβαινα ότι η εξειδίκευση έχει γίνει καλόπιστα, όχι με σκοπό να αποκλείσει κάποιους αλλά απλώς και μόνο για να εξασφαλίσει τα απαιτούμενα προσόντα. Ίσως θα έπρεπε να μετατοπίσω τα εισαγωγικά: «Καλή τη πίστει εξειδικευμένα» επαγγελματικά προσόντα.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Θα ήθελα επίσης να προσθέσω ότι στην προκειμένη περίπτωση, δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για εξειδίκευση, γιατί ο συγκεκριμένος όρος αναφέρεται συχνά σε χαρακτηριστικά.
Ακόμα ένας ορισμός:
To establish the defense of bona fide occupational qualification the defendant has the burden of proving that a definable group/class of employees would be unable to perform the job safely and efficiently or that it was impossible or highly impractical to consider the qualifications of each such employee and that the bona fide occupational qualification is reasonably necessary to the operation of the business. .
http://www.lectlaw.com/def/b044.htm


Τέτοια προσόντα περιλαμβάνουν: ανώτατη ηλικία εργαζομένου (π.χ. οδηγών λεωφορείου), φύλο (π.χ. θέλω οπωσδήποτε άντρα νοσηλευτή για την πτέρυγα των ανδρών), κατάσταση (δεν μπορώ να προσλάβω τυφλό ως πιλότο) κτλ. Το κριτήριο πρόσληψης πρέπει να συνδέεται λογικά με την εκτέλεση των καθηκόντων, και να είναι απαραίτητο για την εκτέλεση αυτών.
 
[προφανώς και δεν διαθέτουμε αντίστοιχο όρο στο ελληνικό εργατικό, πλην όμως] θα προτιμούσα μια απόδοση του στυλ "θεμιτώς ζητούμενα/ απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα".
 

Zazula

Administrator
Staff member
Γνωστόν και μη εξαιρετέον ακριβολόγον, ενταύθα:
Προσόντα «επαγγελματικά» ή μήπως καλύτερα «εργασιακά», δεδομένου του occupational; :)
 

nickel

Administrator
Staff member
Βλέπουμε να χρησιμοποιείται συχνά το επαγγελματικός όχι μόνο σαν μετάφραση του professional αλλά και του occupational. Ίσως να είναι από χαλαρότητα, αλλά έχουμε επαγγελματικές ασθένειες για τις occupational diseases, και δεν είναι απίθανο να διαβάσεις για τα επαγγελματικά προσόντα των εργαζομένων.
 
Ελαφρά παραλλαγή στο ρογήρειο: θεμιτώς παρεκκλίνουσες απαιτήσεις επαγγελματικών προσόντων. Πρέπει κάπως να φαίνεται ότι πρόκειται μεν για παρεκκλίσεις από κάποιες ρητά θεσπισμένες ή έστω συναγόμενες αρχές, αλλά για παρεκκλίσεις που κρίνονται αποδεκτές.
 
α. Ως προς την πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση του Ζαζ, νομίζω ότι με κάλυψε απόλυτα η νικέλειος τοποθέτηση. Γενικά, νομίζω ότι ο "επαγγελματικός" διαθέτει αρκετά μεγάλη ελαστικότητα ως προς το σημασιολογικό περιεχόμενό του ώστε να καλύπτει και το occupational. Κατά τα λοιπά, τυχόν απόδοση του όρου με το "εργασιακός" δεν θα με ενοχλούσε καθόλου.

β. Όσον αφορά την πρόταση του Θέμη, η μόνη μου ένσταση (ή μάλλον... άμυνα) έχει να κάνει με το ότι ούτε στον πρωτότυπο όρο είναι εμφανής η παρέκκλιση.
 

SBE

¥
Διαβάζοντας το κέιμενο εγώ αντιλήφθηκα το bona fide με την πρωτη ερμηνεία του λεξικού πιο κάτω, δηλαδή "πραγματικός/ γνήσιος", και όχι με τη δέυτερη:

bo·na fide /ˈboʊnəˌfaɪd, ˌboʊnəˈfaɪdi/ adjective
1 : real or genuine
▪ She has established her position as a bona fide celebrity. ▪ His latest record was a bona fide hit.
2 law : made or done in an honest and sincere way
▪ a bona fide offer ▪ They have a bona fide claim for the loss.

Δηλαδή πραγματικό προσόν, γνήσιο προσόν κλπ.
 
Top