Employment practices that would constitute discrimination as to certain individuals of a particular religion, gender, national origin, or age range (but not race or color) when the otherwise illegal discrimination is a bona fide qualification that is reasonably necessary for the normal performance of the duties of that particular occupation. For example, a designer of women's clothes by necessity is permitted to hire only female models to show off new designs. Such practices are not illegal under federal law. In addition, religious organizations and schools are allowed to hire only members of that religion even if religion is not a bona fide occupational qualification for that position (such as the requirement that all teachers in a parochial school be Catholic, even though they teach subjects that do not require Catholic background). Abbr. BFOQ.
http://law.yourdictionary.com/bona-fide-occupational-qualificationΒρήκα το προφανές, δηλαδή Επαγγελµατικά προσóντα «καλή τη πίστει». Ωστόσο, η απόδοση αυτή: α) δεν σημαίνει απολύτως τίποτα για τους Έλληνες νομικούς, β) δεν αποδίδει σε καμία περίπτωση τον όρο του πρωτοτύπου.
Ουσιαστικά, αυτό που μας λέει ο όρος του πρωτοτύπου είναι ότι ο εργοδότης δικαιούται να χρησιμοποιήσει υποκειμενικά κριτήρια πρόσληψης προσωπικού, τα οποία σε κάθε άλλη περίπτωση θα ήταν παράνομα και θα σήκωναν αγωγή. Π.χ., ένας οργανισμός Ιησουιτών που πουλάει θρησκευτικά βιβλία μπορεί να απαιτήσει ο υπάλληλος του βιβλιοπωλείου να είναι Ιησουίτης, καθώς η θρησκεία είναι προσόν απαραίτητο ώστε να κάνει τη δουλειά του. Το ίδιο κριτήριο θα μπορούσε να προσβληθεί αν ο υποψήφιος εργαζόμενος ήταν υπάλληλος καθαριότητας (η κοινή θρησκεία δεν είναι απαραίτητο κριτήριο για να τον καθαρισμό τζαμιών).
Το συγκεκριμένο υπάρχει σε Καναδά και ΗΠΑ.
Σκέφτομαι «νομίμως υποκειμενικό κριτήριο απασχόλησης», τι λέτε;
Edit: ίσως και «εκ του νόμου επιτρεπόμενα υποκειμενικά προσόντα απασχόλησης»; Μίλησα πάντως με εξειδικευμένη εργατολόγο και μου είπε ότι δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στο ελληνικό δίκαιο, όπως υποψιαζόμουν, δηλαδή.